Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

ἀνολοκλήρωτο μηδὲν τὸ νεκροφόρο


Ἀμελώντας τελικὰ νὰ σκεφτεῖ σὲ βάθος τὸν θάνατο ὡς θεμελιῶδες πρόβλημα τῆς ἀλήθειας ἢ μὴ τῆς μοναδιαίας ἀνθρώπινης ὀντότητας (δηλαδὴ τῆς ὀντολογικῆς ἐμβέλειας τῆς ὑποκειμενικότητας), ἡ νεότερη φιλοσοφία παρέκαμψε τὴν ἴδια τὴν προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, τὸ ὑπαρκτικὸ ἐκεῖνο στάδιο μέσα ἀπ’ τὸ ὁποῖο ἐκείνη πηγάζει. Διότι στὴν εἰρήνη, δηλαδὴ στὴν ὄντως κοινωνία, προσέρχεται μόνο ἕνας νεκρὸς ποὺ μέσα στὸ γεγονὸς τῆς εἰρήνης ἀνασταίνεται. Ἀνασταίνεται ἀπὸ μιὰ φωνὴ ποὺ τὸν καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του καὶ ποὺ τὸν συγχωρεῖ, φωνὴ ἐνυπόστατη καὶ ὑποστασιοποιητική, παραιτούμενη ἐκστατικὰ τῶν χαρακτηριστικῶν (διάβαζε: τῶν διακιωμάτων) τῆς κλειστότητάς της.
[…] Τούτη ἡ κοινότητα τοῦ «μαζὶ» δὲν μπορεῖ ποτὲ γιὰ τὸν δυτικὸ στοχασμὸ νὰ εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ μιὰν ἀπειλή, διότι ἡ ἀντίληψη τῆς ἑτερότητας τὴν ὁποία ἔχει ἐξαντλεῖται στὸν θάνατο, στὸν πρωταρχικὸ μηδενισμὸ τοῦ Ἐγώ – δίχως, ἐπιπλέον, ὁ μηδενισμὸς αὐτὸς νὰ ὁλοκληρώνεται ποτὲ ὁδηγώντας ὀργανικὰ στὴν ἀναστάσιμη αὐθυπέρβαση. Κατὰ συνέπεια, ἀκόμη καὶ στὶς περιπτώσεις τῆς ἐπιφαινόμενης συνύπαρξης δὲν παύει νὰ εἶναι ἡ προφύλαξη τῆς ἀκεραιότητας μιᾶς ἐγωκεντρικῆς τάξης πρὸ τῆς ἀπώλειας, ὄχι τὸ βάθος τῆς ἴδιας τῆς ἀπώλειας. Εἶναι ἡ ἰδιοτέλεια καὶ ἡ βούληση τῆς ἰσχύος στὶς ἄπειρες μορφές τους καὶ ὄχι μιὰ βαθειὰ ὑπέρβασή τους.
[…] Θὰ τολμούσαμε δὲ νὰ θέσουμε εὐθέως τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: μήπως ἕνας θάνατος ποὺ δὲν ἀπολήγει στὴν ἀνάσταση δὲν μπορεῖ ἐντέλει νὰ γνωρίζει τὸ πεδίο τῆς ἠθικῆς; Δὲν ὑπάρχει, θαρρῶ, χαρακτηριστικότερο παράδειγμα γιὰ τοῦτο ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ Heidegger, ποὺ ἐνῶ φωτίζει ἀνυπέρβλητα τὴν ἀποδόμηση τοῦ κλειστοῦ Ἐγώ, ἐντούτοις ἡ ἠθική (ἐννοημένη ἀποκλειστικά, ἂς τὸ ὑπενθυμίσουμε, ὡς ὀντολογικῶς πρωταρχικὴ σχέση μὲ τὴν ἐξωτερικότητα, ὡς κοσμογονική, προσωπικὴ ἀναφορικότητα) παραμένει γι’ αὐτὴν οὐσιαστικὰ ἄγνωστη. Μήπως λοιπὸν ἡ ἠθικὴ βρίσκεται μονάχα σ’ ἕνα ἐπέκεινα τῆς ἀποδόμησης καὶ μάλιστα σὲ μιὰ ὑπαρκτικῶς μετα-θανάτια, ριζικὴ ἀναδόμηση τῆς ταυτότητας τοῦ ἄλλου; Μήπως ἡ ἄγνοια αὐτοῦ τοῦ μετα-θανάτιου, προσωπικοῦ πεδίου εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς καθιστᾶ τὸν δυτικὸ στοχασμὸ καὶ τὸν Heidegger ὡς κορυφαίο του ἐκπρόσωπο ἀδιάθετους πρὸς τὴν ὑπαρκτικὴ ἐμβέλεια τῆς σχέσης πρόσωπο-μὲ-πρόσωπο;

Ἠλία Παπαγιανόπουλου, Ἐπέκεινα τῆς ἀπουσίας, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2005
  




Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

γιὰ τὸ χαβιάρι...

Marc Chagall

«Ὁ πόλεμος στὴν Εὐρώπη τελείωσε. Ἐμεῖς ποὺ πᾶμε, διάολε;»
Ὁ Τριανταφύλλου πῆρε μιὰ βαθιὰ ρουφηξιὰ καὶ βάλθηκε κι ἐκεῖνος νὰ χαζεύει πέρα στὰ γαλλικὰ ἀτμόπλοια.
«Θὰ σοῦ μιλήσω, Σαλονικιέ, ἔξω ἀπ’ τὰ δόντια», τοῦ εἶπε κάποια στιγμὴ ρουφώντας ἀκόμα πιὸ νευρικὰ τὸ τσιγάρο, «γιατὶ νομίζω ὅτι ἔχεις τιμὴ καὶ κρατᾶς τὸ στόμα σου κλειστό. Πᾶμε ἐκεῖ ποὺ δείχνει ἡ γαλλικὴ πολιτικὴ γιατὶ ἐπείγεται νὰ προστατεύσει τὰ συμφέροντα τῶν Γάλλων κεφαλαιούχων στὴ Ρωσία. Εἶναι τόσο ἁπλὸ καὶ ἀπαίσιο μαζί. Ἐκεῖ στὴν Οὐκρανία ποὺ θὰ περπατᾶς, ἴσως σὲ κομματιάσει καμιὰ ὀβίδα μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει ἀταξία στὴ μεγάλη εἰσαγωγὴ σὲ χαβιάρι καὶ γούνες ποὺ κάνει τὸ Παρίσι. Μπορεῖ, συνάδελφε, νὰ χυθοῦν τὰ δικά σου μυαλὰ στὸ χῶμα γιὰ νὰ μὴ μείνει ἀσυνόδευτη ἀπὸ χαβιάρι μιὰ ἀκριβὴ σαμπάνια, γιὰ νὰ μὴν τὴν πιεῖ κάποιος μπουρζουᾶς ξεροσφύρι, κατάλαβες;» […]
«Νὰ ξέρεις, ὁ Θεὸς εἶναι μὲ τὸ δίκιο, δὲν εἶναι πόλεμος τῆς πατρίδας αὐτός!»

Ἰσίδωρος Ζουργός, Λίγες καὶ μία νύχτες, ἐκδ. Πατάκη 2017

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

γέρων Σωφρόνιος καὶ ὑπαρξιστὲς

Σπυριδούλα Φιωτάκη

Ἡ σωφρόνεια θεώρηση τοῦ θανάτου ὡς «παραλόγου» παραπέμπει στὴν ἀντίστοιχη προσέγγιση τῶν ὑπαρξιστῶν, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὸ κατ’ ἐξοχὴν σύμβολο τοῦ πεπερασμένου καὶ παραλόγου τῆς ζωῆς.
Ἀπὸ ὅλους τοὺς ὑπαρξιστές, ὁ Heidegger εἶναι ἐκεῖνος ποὺ περισσότερο λεπτομερῶς «σπουδάζει» τὸ νόημα τοῦ θανάτου.[1] Ὅπως ὁ γέροντας Σωφρόνιος, ἔτσι καὶ αὐτός, θεωρεῖ τὸ θάνατο ὡς τὴν ἀρνητικὴ κατάργηση τοῦ Dasein (τῆς ὕπαρξης). Ὅμως γιὰ τὸν Heidegger, ἡ ἀρνητικότητα αὐτὴ δὲν ἐνέχει τραγικότητα: δίνει τὴ δυνατότητα νὰ σταθοῦμε θετικὰ ἀπέναντι στὸ γεγονὸς τῆς ὕπαρξης, θεωρώντας την ὡς ἕνα πεπερασμένο ὅλον. Ἔτσι κατανοούμενος ὁ θάνατος, λειτουργεῖ ὡς ἕνας παράγοντας ποὺ συγκροτεῖ τὴν ὕπαρξη ἐνιαία καὶ αὐθεντική. Ἔτσι, ὁ Heidegger, ἀντίθετα ἀπὸ τὸν Γέροντα, ἀποδέχεται τὸν θάνατο δίνοντάς του ἕνα θετικὸ νόημα. Ἀντίστοιχη ἀπόπειρα νὰ ἐνταχθεῖ ὁ θάνατος θετικὰ στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἐπιχειρεῖ ὁ Kirkegaard· γι’ αὐτόν, ὁ θάνατος εἶναι ἕνα ἐγγενὲς ἰδίωμα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ ὕπαρξης: «τὸ ὑπάρχον ὑποκείμενο εἶναι αἰώνιο ἀλλά, ὡς ὑπάρχον, εἶναι πρόσκαιρο. Ἡ ἀπειρότητα ὅμως εἶναι ἀπατηλή, καθότι ἡ πιθανότητα τοῦ θανάτου εἶναι παροῦσα κάθε στιγμή.»[2] Συνεπῶς, τόσο ὁ Heidegger ὅσο καὶ ὁ Kirkegaard δίνουν θετικὴ ἔννοια στὸ γεγονὸς τοῦ πεπερασμένου τῆς ὕπαρξης.
Πολὺ ἐγγύτερα στὸν πειρασμὸ τοῦ γέροντα Σωφρονίου σχετικὰ μὲ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου βρίσκονται οἱ Camus καὶ Sartre, στοχαστὲς γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ θάνατος εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τοῦ παραλόγου τόσο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ὅσο καὶ τοῦ σύμπαντος. Γιὰ τὸν Camus, ὁ θάνατος ἐξωθεῖ σὲ «μεταφυσικὴ ἐξέγερση».[3] Αὐτὸ ἀπηχεῖ τὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος γράφει: «Τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχτεῖ τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου». Θὰ ἦταν λάθος νὰ ὑποτεθεῖ ὁτι οἱ παραπάνω ὑπαρξιστὲς εἶναι μηδενιστὲς ἐπειδὴ θέτουν τὸ θάνατο στὸ ἐπίκεντρο τῆς φιλοσοφίας τους: αὐτὸ ποὺ προσπαθοῦν εἶναι νὰ δώσουν μία θετικὴ φιλοσοφικὴ λύση (τὴν ἀθεΐα στὴν περίπτωση τοῦ Camus) στὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου θέτοντάς τον ἐντὸς τῶν πλαισίων τῆς παρούσας ὕπαρξης, δίχως «μετὰ θάνατον» καταφυγές. Στὸ ἐπίπεδο «αὐτῆς» τῆς ζωῆς, ἡ στάση τοῦ γέροντα Σωφρονίου ἀπέναντι στὸ θάνατο εἶναι, μιλώντας μεταφορικά, μηδενιστική. Πηγαίνει πέρα ἀπ’ τὸ θάνατο πιστεύοντας ὅτι ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ «μιὰ πρώτη ἐμπειρία τοῦ εἶναι», ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἔχει κάποιο νόημα μόνο ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀθάνατος. Τὸ παράλογο τῆς ζωῆς αὐτῆς δὲν ὁδηγεῖ μόνο σὲ ἐξέγερση ἀλλὰ καὶ σὲ συζήτηση μιᾶς ὀντολογικῆς λύσης στὸ ἐρώτημα πῶς νὰ γίνουμε ἀθάνατοι.[4] Αὐτὴ εἶναι ἡ κύρια διαφορὰ μεταξὺ τοῦ γέροντα Σωφρονίου καὶ τῶν ὑπαρξιστῶν, ποὺ καταδεικνύει ὅτι ὁ τρόπος ποὺ αὐτὸς ἀντιλαμβάνεται τὸ θάνατο δὲν εἶναι ἁπλῶς παρμένος ἀπ’ αὐτούς.

π. Νικολάου Σαχάρωφ, Ἀγαπῶ ἄρα ὑπάρχω, Ἡ θεολογικὴ παρακαταθήκη τοῦ γέροντα Σωφρονίου, μτφρ. Χρῆστος Μακρόπουλος, ἐκδ. Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2007




[1] Sein und Zeit, 279-311.
[2] Concluding Unscientific Postscript. 82.
[3] A. Camus, The Rebel: An Essay on Man in Revolt, tr. A. Bower (London, 1962) 100.
[4] Letters to Russia, 19, 21-22, 129.