Ἀμελώντας
τελικὰ νὰ σκεφτεῖ σὲ βάθος τὸν θάνατο ὡς θεμελιῶδες πρόβλημα τῆς ἀλήθειας ἢ μὴ τῆς
μοναδιαίας ἀνθρώπινης ὀντότητας (δηλαδὴ τῆς ὀντολογικῆς ἐμβέλειας τῆς ὑποκειμενικότητας),
ἡ νεότερη φιλοσοφία παρέκαμψε τὴν ἴδια τὴν προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, τὸ ὑπαρκτικὸ
ἐκεῖνο στάδιο μέσα ἀπ’ τὸ ὁποῖο ἐκείνη πηγάζει. Διότι στὴν εἰρήνη, δηλαδὴ στὴν ὄντως
κοινωνία, προσέρχεται μόνο ἕνας νεκρὸς ποὺ μέσα στὸ γεγονὸς τῆς εἰρήνης ἀνασταίνεται.
Ἀνασταίνεται ἀπὸ μιὰ φωνὴ ποὺ τὸν καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του καὶ ποὺ τὸν συγχωρεῖ,
φωνὴ ἐνυπόστατη καὶ ὑποστασιοποιητική, παραιτούμενη ἐκστατικὰ τῶν χαρακτηριστικῶν
(διάβαζε: τῶν διακιωμάτων) τῆς κλειστότητάς της.
[…] Τούτη ἡ
κοινότητα τοῦ «μαζὶ» δὲν μπορεῖ ποτὲ γιὰ τὸν δυτικὸ στοχασμὸ νὰ εἶναι κάτι ἄλλο
ἀπὸ μιὰν ἀπειλή, διότι ἡ ἀντίληψη τῆς ἑτερότητας τὴν ὁποία ἔχει ἐξαντλεῖται στὸν
θάνατο, στὸν πρωταρχικὸ μηδενισμὸ τοῦ Ἐγώ – δίχως, ἐπιπλέον, ὁ μηδενισμὸς αὐτὸς
νὰ ὁλοκληρώνεται ποτὲ ὁδηγώντας ὀργανικὰ στὴν ἀναστάσιμη αὐθυπέρβαση. Κατὰ συνέπεια,
ἀκόμη καὶ στὶς περιπτώσεις τῆς ἐπιφαινόμενης συνύπαρξης δὲν παύει νὰ εἶναι ἡ
προφύλαξη τῆς ἀκεραιότητας μιᾶς ἐγωκεντρικῆς τάξης πρὸ τῆς ἀπώλειας, ὄχι τὸ βάθος
τῆς ἴδιας τῆς ἀπώλειας. Εἶναι ἡ ἰδιοτέλεια καὶ ἡ βούληση τῆς ἰσχύος στὶς ἄπειρες
μορφές τους καὶ ὄχι μιὰ βαθειὰ ὑπέρβασή τους.
[…] Θὰ τολμούσαμε
δὲ νὰ θέσουμε εὐθέως τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: μήπως ἕνας θάνατος ποὺ δὲν ἀπολήγει στὴν ἀνάσταση
δὲν μπορεῖ ἐντέλει νὰ γνωρίζει τὸ πεδίο τῆς ἠθικῆς; Δὲν ὑπάρχει, θαρρῶ,
χαρακτηριστικότερο παράδειγμα γιὰ τοῦτο ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ Heidegger, ποὺ ἐνῶ φωτίζει ἀνυπέρβλητα τὴν
ἀποδόμηση τοῦ κλειστοῦ Ἐγώ, ἐντούτοις ἡ ἠθική (ἐννοημένη ἀποκλειστικά, ἂς τὸ ὑπενθυμίσουμε,
ὡς ὀντολογικῶς πρωταρχικὴ σχέση μὲ τὴν
ἐξωτερικότητα, ὡς κοσμογονική, προσωπικὴ ἀναφορικότητα) παραμένει γι’ αὐτὴν οὐσιαστικὰ
ἄγνωστη. Μήπως λοιπὸν ἡ ἠθικὴ βρίσκεται μονάχα σ’ ἕνα ἐπέκεινα τῆς ἀποδόμησης
καὶ μάλιστα σὲ μιὰ ὑπαρκτικῶς μετα-θανάτια, ριζικὴ ἀναδόμηση τῆς ταυτότητας τοῦ
ἄλλου; Μήπως ἡ ἄγνοια αὐτοῦ τοῦ μετα-θανάτιου, προσωπικοῦ πεδίου εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς
καθιστᾶ τὸν δυτικὸ στοχασμὸ καὶ τὸν Heidegger ὡς κορυφαίο του ἐκπρόσωπο ἀδιάθετους
πρὸς τὴν ὑπαρκτικὴ ἐμβέλεια τῆς σχέσης πρόσωπο-μὲ-πρόσωπο;
Ἠλία Παπαγιανόπουλου,
Ἐπέκεινα τῆς ἀπουσίας, ἐκδ. Ἴνδικτος,
Ἀθήνα 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου