Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

κοινότητα πάσχουσα

Ράλλης Κοψίδης 1962
Ἐνῶ ὁ ἑλληνικὸς Χριστιανισμὸς εἶχε συμμαχήσει μὲ τὸν Πλωτίνο, προκειμένου νὰ βγάλει τὸ ἑλληνικὸ Ἄτομο ἀπὸ τὴ δίνη τοῦ Γνωστικισμοῦ, πνευματικὸ σύμπτωμα τῆς ὁλοκλήρωσης-ἀποσύνθεσής του, ὁ λατινικὸς-δεσποτικὸς Χριστιανισμὸς συμμάχησε μὲ τὸν ἴδιο τὸν Πλάτωνα ὄχι μόνο ἐναντίον τοῦ μανιχαϊστικοῦ Γνωστικισμοῦ, (πρὶν γίνει Χριστιανὸς καὶ πλατωνικὸς ὁ Αὐγουστίνος ἦταν στρατευμένος μανιχαϊστής) ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τοῦ ἀντιεξουσιαστικοῦ-κοινοτικοῦ ἑλληνικοῦ Χριστιανισμοῦ.
[…] Οἱ Ἕλληνες δέχονται τὸν αὐτοκρατορικὸ δεσποτισμὸ κάνοντας τὴν ἀνάγκη φιλοτιμία καὶ ὄχι ἐπειδὴ τὸν πιστεύουν. Τὸν δέχονται γιὰ πραγματιστικοὺς λόγους, ἐπειδὴ δὲν μποροῦν νὰ κάνουν διαφορετικὰ καὶ ἐπειδὴ φαίνεται νὰ εἶναι ἀποτελεσματικότερος ἀπὸ τὴ δημοκρατία, ὡς μηχανισμὸς ἀποτροπῆς τῆς βαρβαρικῆς ἀπειλῆς καὶ τῆς ἐσωτερικῆς ἀναρχίας. Μιὰ προσεχτικὴ ματιὰ στοὺς λόγους τοῦ Χρυσοστόμου, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων Πατέρων, ἀρκεῖ νὰ πεισθεῖ κανεὶς ἀπολύτως περὶ αὐτοῦ. Ἡ σαφῶς διαφαινόμενη πολιτειακὴ μορφὴ πίσω ἀπὸ τὰ κείμενά τους εἶναι ἡ Πόλις καὶ ὄχι ἡ αὐτοκρατορία.
Ἡ αὐτονομία τῆς Ρωμανίας ἔναντι τῶν «βαρβάρων» ἔχει ὑποκαταστήσει τὴν αὐτονομία τῆς ἀρχαίας πόλης στὴ συνείδηση τῶν Ἑλλήνων. Ἡ ἀρχαία ἰδέα περὶ ἴσης μετοχῆς στὴ νέα αὐτὴ συλλογικὴ αὐτονομία ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι οἰκεία καὶ αὐτονόητη. Ἀπὸ τὴν ἐφαρμογή της ἐξαιρεῖται αὐτονοήτως μόνον ὁ Αὐτοκράτωρ. Καὶ ὅποιοι αὐτός, «κατ’ οἰκονομίαν», τοὺς προβιβάζει σὲ «πιὸ ἴσους». Ὅτι ὅμως δὲν ἔχουν, κατὰ βάθος, ἀποδεχθεῖ οἱ Ἕλληνες (οἱ Ρωμηοί) τὴ συγκεντρωτικὴ μονοπώληση τῆς οἰκουμενικῆς συλλογικῆς αὐτονομίας τὸ δείχνει ἡ στάση τους κάθε φορὰ ποὺ φαινόταν νὰ ἐξασθενεῖ ἡ βαρβαρικὴ περικύκλωση. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἡ συγκεντρωτικὴ ἐξουσία τείνει νὰ ἀποσαθρωθεῖ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ, δείχνοντας ἀκριβῶς τὸν ἀναρχικό (ἀτομοκεντρικό-μὴ κολλεκτιβιστικό) δυναμισμὸ τῆς ἑλληνο- ρωμαϊκῆς κοινωνίας.
Οἱ Ἕλληνες δὲν εἶχαν οὔτε μπόρεσαν νὰ ἀποκτήσουν αἴσθηση πολιτικῆς αὐθεντίας. Ἡ πίεση νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν αὐθεντία τῶν Παπῶν ἁπλῶς θὰ τοὺς ἀναγκάσει νὰ διαρρήξουν τὶς σχέσεις τους μὲ τὴ λατινικὴ Δύση. Ἡ Ἐκκλησία τους εἶναι πολὺ διαφορετική: Δὲν ἔχει γενικὸ ἀρχηγό. Ἡ αὐθεντία τοῦ Πατριάρχη δὲν εἶναι μεγαλύτερη ἀπὸ ἐκείνη τοῦ τοπικοῦ ἐπισκόπου. Καὶ τῶν δύο δὲν εἶναι τίποτα μπρὸς στὴ χαρισματικὴ αὐθεντία τοῦ ταπεινοῦ ἀσκητῆ. Ἂν ὑπάρχει κάποιος φορέας αὐθεντίας, αὐτὸς εἶναι ἡ οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Οἱ αποφάσεις της ὅμως τελοῦν ὑπὸ τὴν αἵρεση τῆς λαϊκῆς συναίνεσης. Ἀλλιῶς κηρύσσεται ληστρική. Ἂν ο αὐτοκράτορας εἶναι χαρισματικός, εἶναι σεβαστός. Ἀλλιῶς τὸν κοροϊδεύουν στὸν ἱππόδρομο καὶ στὰ σοκάκια. Τὶς πομπώδεις φράσεις περὶ ἱερότητας τοῦ αὐτοκρατορικοῦ θεσμοῦ, ποὺ συνοδεύουν τὸ αὐτοκρατορικὸ πρωτόκολλο, τὶς προορίζουν γιὰ τὸν ἐντυπωσιασμὸ τῶν βαρβάρων. Πράγματα, βεβαίως, τελείως ἀδιανόητα γιὰ τὸ λατινο-ρωμαϊκὸ πνεῦμα. 


Θεόδωρος Ἰ. Ζιάκας, Αὐτοείδωλον ἐγενόμην…, τὸ αἴνιγμα τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας, Εἰδικὴ εἰσαγωγή, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2005  

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

σιγὰ ἡ πατρίδα κοιμᾶται…


Τὸ κτιστὸ ἔρχεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος στὸ εἶναι. Κουβαλάει τὸ μηδὲν στὸ πετσί του. Γεννιέται ὡς θανατηφόρος κοιλότητα. Ἡ πλοηγὸς ἐλευθερία ἀποφασίζει ποιὸς θὰ θανατωθεῖ. Συνεπὼς ἡ κορωνὶς τοῦ κτιστοῦ, ὁ ἄνθρωπος, συνιστᾶ μιὰ διαρκῶς ἀνοιχτὴ ἀγκαλιά. Ἐπιλέγει εἴτε νὰ πνίξει τὸν ἄλλον καὶ τελικὰ νὰ αὐτοχειριαστεῖ εἴτε νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν ἄλλον. Τὸ πρῶτο ἐλεύθερο ἐνδεχόμενο θανατώνει τὴ ζωή, τὸ δεύτερο θανατώνει τὸν θάνατο.
Συνεπῶς τὸ καινὸν εἶναι φιλοκαλεῖται στὸ κενό. Ὄχι στὸ κενὸ τῆς ἀναπαυτικῆς ἐγωτικῆς καταβόθρας ἀλλὰ στὸ κενὸ ποὺ σταυρικῶς μένει τέτοιο μὲ μόνο σκοπὸ τὴ δεξίωση τοῦ ἄλλου. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ δεύτερη προοπτικὴ τοῦ κτιστοῦ ἀνατέλλει ποίηση κοινωνική: τὸ ὁμοθυμαδόν. Τὸ κοινὸ δηλαδὴ φρόνημα τῆς ἀγαπητικῆς ἐρωταποκρίσεως, τοῦ ἐρωτικοῦ διαλόγου μεταξὺ τῶν ἑτέρων ἑταίρων.
Ἡ πρώτη πατρίδα τῆς ἐρωτικῆς κένωσης ὅπου βλάστησε τὸ ἓν φρόνημα, φιλοτεχνήθηκε ἀπὸ τὴ Μαρία τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Ἡ Μαρία ὑπῆρχε ὡς διαρκὴς ἀπορία-κενὸ τέτοιας καθολικότητος, ὥστε ἀξιώθηκε ἐλευθέρως νὰ φιλοξενήσει στὰ σπλάχνα της τὸν Ἄκτιστο ποιητὴ τοῦ παντός. Τὸ «ἰδοῦ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» μηδένισε τὸ μηδὲν τῶν κτιστῶν προδιαγραφῶν της· τὸ μεταποίησε ἀπὸ λάκκο ταφῆς σὲ ἀνοιχτοσιὰ ὑποδοχῆς. Τοιουτοτρόπως ὁ θάνατος μόνον ἀγγίζει τὸ θύμα του, διέρχεται παραπλεύρως αὐτοῦ, ἀδυνατώντας νὰ εὕρει τόπον. Γίνεται ὕπνος. Ἡ κοίμηση δὲν εἶναι παρὰ ἡ τελευταία του αὐταπάτη. Διαρκῶς ἀπατώμενος καὶ ἐκδιωκόμενος ἀπὸ τὸ ἐρωτικῶς σταυρούμενο εἶναι ἐξαντλεῖται καὶ ἀποκοιμίζεται. Δὲν τρέφεται ἀπὸ τὸ ἐγωικὸ φρόνημα, ὥστε σφριγιλὸς νὰ δεσπόζει, νὰ κατακυριεύει καὶ νὰ κατασπαράζει. Δὲν θανατώνει, κοιμᾶται. Δὲν κοιμίζει, θανατώνεται.
Γι’ αὐτὸ στὴ συνάφεια τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ὁ Παῦλος τῶν ἐθνῶν περιγράφει τὸ Ἔθνος τοῦ Ἀχωρήτου: Τὸ πρόσωπο καὶ τὸν τρόπο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου ποὺ στὴ Θεοτόκο Μαρία εὑρίσκει τὴν πληρέστερη κτιστὴ ἐπαλήθευση. Ἡ Μαρία εἶναι ἡ πρώτη μετανάστις, ἡ πρώτη ποὺ ἐγκατέλειψε τὴ μητριὰ πατρίδα τῆς γνώμης καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν παρθένο χώρα τῆς ἐμπιστοσύνης. Τὸ πολίτευμα τοῦ ἔθνους τῶν Θεοτόκων προσφύγων ἰχνογραφεῖται στὶς συν-ταγματικὲς προτροπὲς τοῦ Παύλου: «[…] ἀξίως τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ πολιτεύεσθαι […] τὸ αὐτὸ φρονῆτε, τὴν αὐτὴν ἀγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τὸ ἓν φρονοῦντες, μηδὲν κατὰ ἐριθείαν ἢ κενοδοξίαν, ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν. Μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοπεῖτε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων ἕκαστος. Τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ […]» (Φιλ. 1, 27 · 2,2 - 2,5). Ἔτσι ἐξουσιάζεται ἡ ἐξουσία καὶ δὲν ἀφήνεται ἀνεξέλεγκτη νὰ ποδηγετεῖ τὴ ζωὴ στὶς ρύμες τοῦ ἄυπνου θανάτου.
Ἄρα ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου χαρτογραφεῖ τὴν ὄντως πατρίδα. Τὴν πατρίδα ποὺ γρηγορεῖ μήπως ἡ πεποίθηση μολύνει τὸ πολίτευμα τῆς ἀγάπης, μήπως τὸ δικαίωμα βεβηλώσει τὴν παρθενία τῆς ἐλευθερίας, μήπως τὸ κράτος τῆς ἰδιωτείας σπιλώσει τὴν ἑτερότητα. Ἡ πατρίδα τῆς ἐπικρατούσας θρησκείας ἂς συνεχίσει νὰ κοιμᾶται... Σὲ κάποια κακόφημα χωριὰ τῆς ἐπικράτειάς της, σὲ κάποιες ἄσημες Ναζαρὲτ κάποιοι θὰ ἐορτάζουν τὴν Κοίμηση τῆς Μαρίας κατὰ τὸν τρόπο της· νανουρίζοντας τὸ μηδὲν μηδενιζόμενοι.



Ἀνδρέας Γ. Βιτούλας             

Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014

ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲν προϋποθέτει τὴν εὐσέβειά μας

Ἀλέξης Ἀκριθάκης


Ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὸν σπαραγμὸ μᾶς κρίνει
ὁ δι' ἀγάπησιν ἄκραν, σάρκα λαβών. 
Γιὰ τοὺς ἄλλους οἱ ἀρετές.

Δημήτρης Κοσμόπουλος, Κροῦσμα


[…] Ἀλλ’ αὐτὴ ἡ «ἀγάπη τοῦ Θεοῦ» εἶναι δυνατὴ ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ, ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη του δι’ ἕνα ἕκαστον ἐξ ἡμῶν δὲν ἐπηρεάζεται οὔτε ἀπὸ τὰς μεγαλυτέρας ἁμαρτίας μας. Ὅταν ἁμαρτάνωμεν, δὲν παύει ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἀγαπᾶ, ὅπως ἐφαντάζοντο οἱ εἰδωλολάτραι. Διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ διὰ τὰ πλάσματά του δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀρετήν, τὴν καλωσύνην ἢ τὴν ἀξίαν των. Αὐτὸς εἶναι σαρκικὸς τρόπος ἀγάπης, ἀνάξιος τοῦ ζῶντος καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ διότι εἶναι ἀγαθὸς καὶ διὰ τῆς ἀνιδιοτελοῦς καὶ ἀδόλου ἀγάπης του προσδίδει ἀρετήν, ἀγαθότητα καὶ ἀξίαν εἰς τὰ ἔργα τῶν χειρῶν του. Ὅταν λοιπὸν ἁμαρτάνωμεν, ὁ Θεὸς δὲν παύει οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν νὰ μᾶς ἀγαπᾶ. Ἀλλ’ ἡμεῖς ἀπομακρυνόμεθα οἰκειοθελῶς ἀπὸ τὴν πηγὴν τῆς ζωῆς, τὸν δοτῆρα τῶν ἀγαθῶν, τὸν ἰατρὸν τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τὸν Θεὸν ποὺ σώζει. Ὁ πονηρός, ἀπὸ τῆς πρώτης στιγμῆς τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου -ὅπως ἀποδεικνύουν ὅλαι αἱ πρὸ Χριστοῦ θρησκεῖαι- ἐνέβαλεν εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου τὴν πλάνην ὅτι ὁ Θεὸς διὰ νὰ μᾶς ἀγαπήση ἀπαιτεῖ ἀπὸ ἡμᾶς νὰ εἴμεθα ἀγαθοί, ἐνάρετοι, εὐσεβεῖς. Ποῖος ὅμως ἄνθρωπος ἠμπορεῖ εἰλικρινῶς νὰ εἴπη ὅτι εἶναι ὄντως ἀγαθός, ἐνάρετος καὶ εὐσεβής; Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγαθότης, ἡ εὐσέβεια, καὶ ἡ ἀρετὴ τοῦ τελειοτέρου τῶν ἀνθρώπων, τὶ εἶναι ἐμπρὸς εἰς τὴν ἄπειρον μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ; Δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὁ διάβολος κατώρθωνε νὰ κρατῆ τὸν ἄνθρωπον μακρὰν τοῦ Θεοῦ, πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ πολλλοὺς χριστιανοὺς μετὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ Κυρίου. Διότι οἱ ἄνθρωποι βλέποντες τὴν ἀναξιότητά των καὶ φανταζόμενοι ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰς ἀξιομισθίας των, ἢ α) περιήρχοντο εἰς ἀπελπισίαν ποὺ τοὺς ὠδήγει εἰς θάνατον, ἢ β) προσεπάθουν νὰ λησμονήσουν τὸν Θεὸν καὶ ἐγίνοντο τελείως ἄθεοι, ἢ γ) ἐγίνοντο φαρισαῖοι προσπαθοῦντες νὰ πείσουν ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους ὅτι εἶναι δίκαιοι, ἐνῶ κατὰ βάθος ἐγνώριζαν ότι εἶναι ἄδικοι. […]

Δ. Γ. Κουτρουμπῆς, Ἡ χάρις τῆς θεολογίας, ἐκδ. Δόμος, 1995

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Ἁγ. Μαρία Σκoμπτσόβα «τελώνης ποὺ νοιάζεται γιὰ τὰ χρέη τῶν ἀνθρώπων»*


 


«ὁ χριστιανισμὸς εἶτε εἶναι φωτιὰ
 εἴτε δὲν εἶναι τίποτα ἀπολύτως»

«νὰ ἐπιζητοῦμε τὴν ἀναρχία
τὴν ἀναρχικὴ ζωὴ τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν»
Ἁγία Μαρία Σκoμπτσόβα



«Συνολικὰ ἀποδεχόμουν ἀπόλυτα τὴν ἐπανάσταση μὲ τὴν ταραχώδη της ἀνάταση, καθὼς καὶ τὸν σοσιαλισμό. Δὲν εἶχα καμία ἀντίρρηση κι ὅσο γιὰ τὴν πάλη, τὸ ρίσκο, τὸν κίνδυνο, τὴ συνομωσία, τὸν ἡρωισμὸ καὶ τὰ κατορθώματα, μοῦ φαίνονταν μᾶλλον ἑλκυστικά. […] Τὸ πνεῦμα μου ἦταν ἕτοιμο νὰ συμμετάσχει σὲ ἡρωικὲς πράξεις, ἀκόμη καὶ μὲ τὸ κόστος τῆς ζωῆς μου. Ἤμουν ἕτοιμη νὰ πολεμήσω τὴν ἀδικία στὸν κόσμο, νὰ διαλύσω ὅλη τὴ σκουριασμἐνη ὁμίχλη καὶ τὴ ματαιότητα. […] Ὀνειρευόμουν νὰ συναντήσω ἀληθινοὺς ἐπαναστάτες ποὺ θά ’ταν πάντα ἕτοιμοι νὰ δώσουν τὴ ζωή τους γιὰ τὸ λαό. Συνάντησα μερικοὺς φοιτητὲς ποὺ ἦταν ἀσήμαντα μέλη τοῦ σοσιαλδημοκρατικοῦ κόμματος, ἀλλὰ δὲν ἔδιναν τὴ ζωή τους. Ἁπλὰ συζητοῦσαν γιὰ τὴν ὑπεραξία, τὸ κεφάλαιο, καὶ τὸ ἀγροτικὸ πρόβλημα. Ἦταν μεγάλη απογοήτευση. Δὲν καταλάβαινα γιατὶ ἡ πολιτικὴ οἰκονομία ἦταν πιὸ σαγηνευτικὴ ἀπὸ τοὺς λογαριασμοὺς ποὺ ἡ μαγείρισσά μας, ἡ Ἄννουσκα, ἔφερνε στὴ μητέρα μου ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν ἀγορά.»   
Ἡ Ἁγία Μαρία τὸ 1932
Τὸ 1910, παντρεύτηκε ἕνα μέλος τοῦ Σοσιαλδημοκρατικοῦ Κόμματος τοῦ Λένιν (Μπολσεβίκοι), τὸν Ντμίτρι Κουζ’μὶν – Καραβάεβ (1885-1959). Ἀλλὰ ἀκόμη κι αὐτὴ ἡ ἐνέργεια δὲν τὴν ἔκανε νὰ νοιώσει πιὸ κοντὰ στοὺς «ἀληθινοὺς ἐπανάστατες».

Σεργκέι Χάκελ, Μαρία Σκομπτσόβα, μία διὰ Χριστὸν σαλὴ στοὺς μοντέρνους καιρούς, μτφρ. Νίκη Τσιρώνη, Ἀθήνα 1998


* στίχος ποιήματός της τὸ 1931