Σάββατο 21 Απριλίου 2018

«φούντωσε τὸ συχώριο»




[…] βάλε μὲ τὸ νοῦ σου τὴ μεγάλη συναδέλφωση
ποὺ δίχως τὰ ξεδιάντροπα μικροσκόπια μᾶς περιμένει:
παρέες-παρέες οἱ πεθαμένοι
στὰ λιγοφώτιστα κοιμητήρια
ταιριάζουν ἔρημοι μέσ’ στὸν ἄκρατο ζόφο ποὺ ξεθυμαίνει
στὴν ἀχερούσια νύχτα τὴ μαρμαροτράχηλη
δίχως ἔθιμα καὶ σπίτια δίχως ἄλλην ἱστορία
δείχνοντας μονάχα τὴ μαρτυρία
πὼς ὁ Χριστὸς μιὰ μέρα παραπάτησε κι ἀμέσως
φούντωσε τὸ συχώριο στὸ βαθὺ κι ἀχάλαστο σημάδι
π’ ἄφησεν ἡ φτέρνα του τ’ ἀστέρια γιὰ ν’ ἀδράξει
μὲ καταπράσινα κλαδιὰ τὰ χέρια τῶν ἁγίων
καὶ τῶν ἀγγέλων τὰ φτερὰ χιλιάδες ροδοπέταλα…
Βάλε μὲ τὸ νοῦ σου τὴν ἀθρυμμάτιστη σύναξη ὁποῦ ξεγράφει
καὶ διαίωνιζε τὸ διάλειμμα τῆς ἀγάπης.

Νίκος Καροῦζος, Χρονικὸ τῆς ἀταραξίας

Σάββατο 14 Απριλίου 2018

Ἀπ. Θωμᾶς - ἡ σωστικὴ ἀναμονὴ στὴν κοινότητα



[…] ἡ περίπτωση τοῦ Θωμᾶ περιγράφεται ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη ὡς ἕνα εἶδος σημασιολογικῆς τυπολογίας γιὰ κάθε περίπτωση ἀνθρώπου ποὺ δὲν ἀρκεῖται στὴν ἐμπειρία τῶν ἄλλων ἢ στὴν βεβαιότητα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ διατυπώνει τὴν ἀπαίτηση μιᾶς προσωπικῆς προσέγγισης καὶ ἀτομικῆς ἐπιβεβαίωσης.
Ἡ «ἀπιστία» τοῦ Θωμᾶ εἶναι ἕνα πανανθρώπινο φαινόμενο γιὰ ὅλα τὰ πνευματικὰ καὶ ὑπερφυσικὰ γεγονότα. Ὁ Θωμᾶς, ὡς χαρακτηριστικὸς «τύπος» ὅλων μας, ἐκφράζει τὴν ἀνθρώπινη ἱστορικὴ περιπέτεια καὶ τὴν πνευματικὴ πορεία ὅλων μας πρὸς τὴν πίστη. Ἡ πίστη δὲν εἶναι κάτι τὸ δεδομένο. Ὁ ἄνθρωπος κινεῖται συνεχῶς μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας. Ὁ ἄνθρωπος πάντα σχοινοβατεῖ στὶς μεγάλες του ὑπαρξιακὲς καὶ μεταφυσικὲς ἀναζητήσεις. Τὸ πρόβλημα δὲν βρίσκεται στὶς ἀνησυχίες, στὶς ἀμφιβολίες καὶ στοὺς πνευματικοὺς προσανατολισμούς. Αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ σύνηθες. Τὸ πρόβλημα βρίσκεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐμμένει καὶ ἀπολυτοποιεῖ τὶς ἀμφισβητήσεις του καὶ τὴν «ἀπιστία» του. Ὅταν ἡ ἀπιστία παίρνει μόνιμη καὶ κυρίαρχη θέση στὴ ζωή μας.
Ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς βρέθηκε καὶ αὐτὸς στὸ μεγάλο δίλημμα τῆς ἀποδοχῆς ἢ μὴ ἀποδοχῆς τοῦ μηνύματος τῆς ἀνάστασης. Ἐκφράζει ἐλεύθερα τὴν προσωπική του δυσχέρεια. Ὅμως δὲν ἐμμένει καὶ δὲν ἀπολυτοποιεῖ τὴν «ἀπιστία» του, ἀλλὰ ἐπιμένει στὴν ἀναγκαιότητα τῆς προσωπικῆς ἐπιβεβαίωσης. Μέσα του αἰσθάνεται μιὰ ἔντονη διαλεκτικὴ λειτουργία μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας. Ἡ ἀπιστία σ’ αὐτὴ τὴ  μορφὴ τῆς ἀναζήτησης μιᾶς προσωπικῆς βεβαιότητας δὲν εἶναι ἀρνητικὸ στοιχεῖο, μᾶλλον βαθαίνει τὴν πίστη καὶ τὴν κάνει πιὸ οὐσιαστικὴ καὶ πιὸ προσωπική. Τὸ κρίσιμο σημεῖο βρίσκεται ὅταν ἡ ἀπιστία ἀπολυτοποιεῖται καὶ δὲν διαλέγεται μὲ τὴν πίστη. Ἡ ἐπικινδυνότητα στὸν πνευματικὸ χῶρο βρίσκεται στὸ γεγονὸς τῆς αὐτονόμησης τῆς ἀπιστίας ἀπὸ τὶς πνευματικὲς λειτουργίες τῆς ζωῆς.
Ὁ Θωμᾶς, παρὰ τὴν προσωπικὴ δυσχέρεια καὶ τὴν «ἀπιστία» του, δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν κοινότητα τῶν μαθητῶν καὶ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν ἀπολυτοποιεῖ τὴν ἀρνητικὴ προσωπική του πεποίθηση καὶ δὲν αὐτονομεῖ τὴν πνευματική του περιπέτεια. Ἐμμένει μ’ ἐμπιστοσύνη στὶς ἐμπειρίες καὶ στὶς βεβαιότητες τῆς κοινότητάς του καὶ ἀναμένει τὴν δική του ὥρα, τὴν ἀποκαλυπτικὴ «ὥρα», ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ὁ ὁποῖος εἶχε μιὰ παράλληλη καὶ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία σὲ σχέση μὲ τὸν ἀναστάντα Κύριο. Παρὰ τὴν τριπλὴ ἄρνησή του καὶ τὴν ἀποτυχία του νὰ μείνει πιστὸς στὶς κρίσιμες στιγμὲς τοῦ Διδασκάλου του, δὲν ἀφέθηκε μοιραία στὴν ἄρνηση καὶ στὴν ὀλιγοπιστία του. Παρέμεινε καὶ αὐτὸς στὴν κοινότητα τῶν μαθητῶν καὶ καταξιώθηκε, ἀργότερα, τῆς ἀποκατάστασής του ἀπὸ τὸν Ἀναστάντα, μὲ ἐκεῖνα τὰ περίφημα «φιλεῖς με;» καὶ «ποίμανε τὰ πρόβατά μου».

Γεωργίου Π. Πατρώνου, Κήρυγμα καὶ Θεολογία, τ. Β´, ἐκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 2003

Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Τὸ «ὡσαννὰ» τοῦ φόβου



Μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου ὁ Χριστὸς εἰσέρχεται στὰ Ἱεροσόλυμα. Πλῆθος συγκεντρωμένου κόσμου Τὸν ἐπευφημεῖ ὡς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ. Ὅμως σὲ πέντε μόλις ἡμέρες τὸ πλῆθος θὰ ζητᾶ ἐν μέσῳ προπηλακισμῶν καὶ εἰρωνικῶν σχολίων τὴν παραδειγματικὴ καταδίκη Του. Ὁ ἑρμηνευτικὸς πυρήνας αὐτῆς τῆς τραγικῆς ἀναδίπλωσης ἴσως περιέχεται ἐν μέρει καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ὄχλος προϋπάντησε τὸν Χριστὸ ζητωκραυγάζοντας, ἐπειδὴ εἶχε πληροφορηθεῖ τὸ θαῦμα τῆς ἀνάστασης τοῦ Λαζάρου.
Τὴν ἐξήγηση γιατὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς μεταβάλλεται σὲ ὀργισμένη ἀποδοκιμασία δίνει ἡ ἀκολουθία τοῦ Νυμφίου κατὰ τὶς τρεῖς πρῶτες ημέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Στὶς ἀκολουθίες τῆς Μ. Δευτέρας, Μ. Τρίτης καὶ Μ. Τετάρτης ἡ Ἐκκλησία προβάλλει, μεταξὺ ἄλλων, ἕνα συμβολικὸ περιστατικό, μία παραβολή καὶ ἕνα γεγονός ἀντίστοιχα. Οἱ ἀναφορὲς αὐτὲς συνιστοῦν μία μεστὴ ἀπάντηση στοὺς αἰῶνες σχετικὰ μὲ τὴ δραματικὴ ἀλλαγὴ τῆς στάσης τοῦ πλήθους ὡς πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀπάντηση ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ δίψα τῆς ἀντικειμενικότητας καὶ τῆς ἰσχύος, οἱ ὁποῖες καὶ ἀποτελοῦν τὴ θεμελιώδη πειρασμικὴ ζύμη κάθε ὁλοκληρωτισμοῦ.
Τὴ Μ. Δευτέρα λοιπὸν ὁ Χριστὸς καταρᾶται μία συκιὰ μὲ πυκνὸ φύλλωμα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναζήτησε καρποὺς ἀλλὰ δὲν βρῆκε. Ὁ συμβολισμὸς πρὶν τὴν ἀποκήρυξή Του ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες Του εἶναι προφανής: ἡ τυπικὴ εὐσέβεια εἶναι ἕνα προσωπεῖο ποὺ ἀποκρύβει τὴν ὑπαρκτικὴ φτώχεια.
Τὴ Μ. Τρίτη ἡ Ἐκκλησία θυμίζει τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων. Μωρὲς χαρακτηρίζονται ἐκεῖνες ποὺ σπατάλησαν τὸν κόπο τῆς παρθενίας στὴ ρηχότητα τῆς πνευματικῆς αὐτάρκειας. Ἡ ἄσκησή τους δὲν ὑπῆρξε ποτὲ μία ἀναμονή, ποὺ σημαίνει ἀγωνία γιὰ τὴν ἀπάντηση τοῦ Νυμφίου, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἦταν μία παραμονή, ποὺ καθιστοῦσε τὸν Ἀναμενόμενο ὑπόχρεο στὶς κατακτήσεις τῶν ἀρετῶν τους.
Τὴ Μ. Τετάρτη ἔρχεται ἡ ἀντιθετικὴ παράθεση δύο προσώπων: μιᾶς πόρνης καὶ τοῦ προδότη Ἰούδα. Τὴν πρώτη σώζει ἡ πονετικὴ αἴσθηση τῆς ἀπόστασής της ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἐνῶ τὸν δεύτερο καταδικάζει ὁ ἀνικανοποίητος ἀπὸ τὸν Χριστὸ πόθος του νὰ σαρώνει ἡ ἀποτελεσματικότητα τὴν καρδιά.
Ἡ βαϊοφόρος προϋπάντηση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶχε ὡς ἀποκλειστικὸ κίνητρο τὸ θαῦμα, καὶ ὄχι μία βαθύτερη ἀποτίμηση τῆς πραγματικότητας στὴν ὁποία τὸ θαῦμα παραπέμπει, εἶναι ἔκφραση τριῶν συμπλεγμάτων: τοῦ ἄκαρπου εὐσεβισμοῦ, τῆς ἠθικῆς κατασφάλισης καὶ τῆς ἀνάγκης γιὰ κατίσχυση. Μὲ τοὺς τρόπους αὐτοὺς ἡ ζωὴ μένει ἀμεταποίητη, πνίγεται στὶς ψευδαισθητικὲς βεβαιότητες «καθαρότητας» καί, νομοτελειακά, θέλει νὰ ἐπιβληθεῖ αὐτοδικαιωτικά.
Τὸ «ὡσαννὰ» εἶναι ὁ σπαραγμὸς τῆς ζωῆς ἔναντι τῶν φόβων της. Ἔναντι τοῦ φόβου νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι εἶμαι ἕνα βοερὸ κενό, ἔναντι τοῦ φόβου ὅτι τὰ ἠθικά μου κατορθώματα δὲν σώζουν, ἔναντι τοῦ φόβου ὅτι ἡ ἠχηρὴ ἀποτελεσματικότητα δὲν εἶναι ἀλήθεια. Οἱ ἐπιπόλαιοι χειροκροτητὲς τοῦ Χριστοῦ ψάχνουν ἕναν σωτήρα ποὺ δὲν θὰ ἀποκαλύψει ποτὲ τὸ κρυμμένο μυστικό: τὴν ἐκχώρηση τῆς ἑκούσιας ἀνεπάρκειας νὰ ζῶ στὸ θαῦμα, τὴν προδοσία τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης χάριν τῆς ἀδιατάρακτης ἡσυχίας ποὺ προσφέρουν οἱ μεσσίες ἐξουσιαστές. Ἀλίμονο, ἂν ὁ σωτήρας ἀποδειχθεῖ… Χριστός - σφάγιο τῆς ἀκατανόητης γιὰ τὸν συμπλεγματικὸ ἐγωτισμὸ σταυρικῆς αὐτοπαράδοσης.
Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς «ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ’ αὐτῇ» (Λκ. 19, 41).

Ἀνδρέας Γ. Βιτούλας