Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

φτιάχνει πολιτεία ἡ ἐνανθρώπηση;


 
[Ὁ Ἰησοῦς Χριστός] ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων
 οὐχ ἁρπαγμὸν ἠγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ,
 ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος,
 καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος
ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν
γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ.
Δι᾿ ὃ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα.
 (Φιλ. 2, 6-9)




Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν θεώρησε ὅτι ἡ ἰσότητά Του μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα εἶναι προϊὸν ἁρπακτικοῦ σφετερισμοῦ. Ἀντιθέτως, ἐπειδὴ διαθέτει φυσικὴ τὴν ὁμοτιμία τῆς θεότητος, δὲν ἐφείσθη αὐτῆς Του τῆς δόξας καὶ ἐκένωσε ἑαυτὸν ἕως θανάτου. Ἐὰν δὲν μετεῖχε φυσικῶς στὸν τρόπο τῆς ἄκτιστης θείας οὐσίας δὲν θὰ προέβαινε στὸ ὑπαρκτικό Του ἄδειασμα νὰ δεξιωθεῖ τὴν φύση τοῦ κτιστοῦ. Γιατὶ κάτι τέτοιο θὰ σήμαινε ἀπώλεια μιᾶς ἰδιοποίησης. Ἡ πραγματικότητα τῆς θεότητος Του λοιπὸν δὲν «ἀποδεικνύεται» ἀπὸ τὴν ἐπίδειξη καὶ χρήση τῆς θείας ἰσχύος ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἐρωτικὸ ἄδειασμά της.
Ἡ κένωση τοῦ θείου μεγαλείου προϋποθέτει τὴν ἐρωτικὴ παραφορὰ τοῦ ἐραστῆ, ὁ ὁποῖος ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται, δαπανᾶται, χαρίζεται· διότι ὁ ἔρως δὲν ἀφήνει τοὺς ἐραστὲς νὰ ἀνήκουν στὸν ἑαυτό τους ἀλλὰ στοὺς ἐρωμένους, κατὰ τὸν Ἀεροπαγίτη Διονύσιο. Ἔτσι καὶ ὁ Λόγος Τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπαναπαύθηκε στὴ θεία μακαριότητα. Φανέρωσε τὴν ἀλήθεια τῆς ἀδημιούργητης ὕπαρξῆς Του κοινωνώντας ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως μὲ τὸ δημιούργημά Του. Ἡ ἄκτιστη ἀρχὴ-ἐξουσία Του «αὐτοαναιρέθηκε» κρυπτόμενη.
Ὁ Θεὸς ὑπάρχει ὄντως διότι «αὐτοσμικρύνεται» ἄνευ σμικρύνσεως. Γι’αὐτὸ δοξολογεῖται ὡς Ἄναρχος. Ἐπειδὴ ἡ ἀρχὴ τῆς ἄκτιστης φύσης Του δὲν Τὸν προσδιορίζει.             Συνεπῶς, γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς, δὲν «ὑπ-ἄρχει». Μὲ ἄλλα λόγια δὲν ὑπόκειται σὲ καμία ἀρχή, δὲν εἶναι ἀναγκασμένος νὰ εἶναι Θεός. Αὐτὴ ἡ κατεξοχὴν ἐλευθερία Τοῦ ἐπιτρέπει νὰ μπορεῖ καὶ νὰ θέλει νὰ μετέχει καὶ στὴ φύση τοῦ δημιουργήματός Του.
 Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἀναιρεῖ στὸ πρόσωπό Του τὴν ἄβυσσο μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Προσλαμβάνει κάτι ἐντελῶς ξένο καὶ μάλιστα ἐξαχρειωμένο, τὴν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὴ ἡ μανικὴ ἀγαπητικὴ ἕνωση τοῦ Δημιουργοῦ μὲ τὸ δημιούργημα χαρίζει καὶ πάλι τὴ δυνατότητα νὰ καταλύεται ἡ ἀρχὴ τοῦ θανάτου ποὺ ὁρίζει ἄτεγκτα τὸ κτιστό. Ἔτσι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἱδρύει τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴ μόνη ὄντως ἀναρχικὴ πολιτεία. Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ πολιτευθοῦμε ἀναρχικὰ ὅσο γρυλλίζει ἐντός μας ἡ ἀρχὴ-ἐξουσία τοῦ θανάτου, ποὺ γεννᾶ τοὺς ὀδυνηροὺς μικροθανάτους τοῦ θεοποιημένου καὶ γι’αὐτὸ θανατοφόρου ἑαυτοῦ.
Ἡ αναρχικὴ πραγματεία εἶναι ἀσύμβατη μὲ κάθε εἴδους ἀρχές, γιατὶ κάθε ἀρχὴ συνιστᾶ προκαθορισμό, δηλαδὴ στέρηση τῆς ἐλευθερίας. Ἐπιπλέον, κάθε ἀρχὴ αὐτοριοθετεῖται στὴν ἐπιβολή. Ἐὰν λοιπὸν δὲν καταλύεται ἡ ἀρχὴ-ὅρος τοῦ μοναχικοῦ κτιστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ φθορὰ τοῦ θανάτου, τότε ἡ ἀναρχία εἶναι ἐκ τῶν ἔνδον φαλκιδευμένη. Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει τότε εἶναι ἡ ἀδιάκοπη αναπαραγωγὴ τοῦ θανάτου, ποὺ ἔχει ἐνδυθεῖ τὴ λεοντὴ τοῦ ἐπαναστατικοῦ μετασχηματισμοῦ. Πρόκειται ὅμως γιὰ τὸν θρίαμβο τῆς (πλέον ἀνορθόλογης) μεταφυσικῆς, καθὼς οἱ θιασῶτες τῶν δῆθεν ἄθεων-ἀπελευθερωτικῶν προταγμάτων βαδίζουν ἀμέριμνοι στὸ ναρκοπέδιο τῶν αὐτοάνοσων κτιστῶν προδιαγραφῶν τους.
Ἐφόσον τὸ ὑπαρκτικὸ πλήρωμα, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀναδύεται ἐκ τοῦ ἐρωτικοῦ-θυσιαστικοῦ ἀδειάσματος τῆς ἰσχύος, ἀκολούθως μόνο σχιζοειδὴς μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ἡ ἀναρχικὴ θεώρηση καὶ πρακτικὴ ποὺ δὲν πολεμᾶ νὰ ξεβολεύεται ἀπὸ τὶς ἀρχές της. Οἱ ἀρχὲς αὐτὲς θεριεύουν ἀπὸ τὸν δικαιολογημένο ἐπαναστατικὸ πόθο ἀλλὰ ἀποκρύπτουν τελικὰ τὸν μόνον ἀληθινὸ ἐχθρό: Τὴν καμουφλαρισμένη γύμνια τῆς ἀκοινωνησίας. Διότι κοινωνία σημαίνει ἠθελημένη αὐτοελάττωση πρὸς ἀνάδειξιν τοῦ πλησίον. Ἡ μόνη ἀρχή, ποὺ προοδευτικὰ ἀποδεικνύεται ἄναρχη, εἶναι ὁ βίος ποὺ πραγματώνεται ὡς φανέρωση τοῦ ἑτέρου.
Ὅσο λοιπὸν οἰκειωνόμαστε τὸν τρόπο τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ Λόγου, τῆς ἄνευ ὅρων-ἀρχῶν κατάδυσης στὸ ἐρωτικὸν ἄλλο, τόσο καλλύνεται ὁ τόπος τῆς ὄντως ἀναρχίας. Κι ἂν ὅλα αὐτὰ φαντάζουν ὡς ὁ θρίαμβος τῆς ἑτερονομίας εἶναι γιατὶ ἡ αὐτονομία λησμόνησε τὸν ἕτερο ὡς ἀψευδῆ ὅρο τῆς πραγμάτωσής της.


Χριστὸς ἐτέγχθη!    

Ἀνδρέας Γ. Βιτούλας             

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

ἐνανθρώπηση: τὸ ἐρωτικὸ πλήρωμα τῆς «ἀνυπαρξίας»


Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ μιὰ ὑπερφυὴ ταπείνωση, μὲ τὸ μυστήριο τῆς κένωσής του, κατέρχεται σὲ μιὰ αὐτομηδενιστικὴ κατάσταση (ὄχι βέβαια ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ἀρχικοῦ μηδενός, ἀλλὰ τοῦ φοβεροῦ χάσματος ποὺ ἄνοιξε μὲ τὴν πτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου). Κατὰ παράδοξο τρόπο, στὴν ὁλοκληρωτικὴ πληρότητα τῆς θείας φύσης του ἑνώνει τὴν ἀτέλεια τῆς πεσμένης ἀνθρώπινης φύσης.
[…] Ὁ Υἱὸς «οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ», ἀλλὰ «ἑαυτὸν ἐκένωσε», πράγμα ποὺ δὲν ἀποτελεῖ μιὰ ξαφνικὴ ἀπόφαση καὶ πράξη, ἀλλὰ μιὰ φανέρωση τῆς ἴδιας τῆς ὕπαρξής του, τοῦ προσώπου του, ποὺ δὲν ἐπιθυμεῖ πλέον τὰ δικά του, ἀλλὰ τὴν ὑποστατικὴ πραγματικότητα του καθαυτὴ ὡς ἔκφραση τοῦ τριαδικοῦ θελήματος, ἑνὸς θελήματος τοῦ ὁποίου ὁ Πατὴρ ἀποτελεῖ τὴν πηγή, ὁ Υἱὸς τὴν ὑπάκοη πραγματοποίησή του καὶ τὸ Πνεῦμα τὴν ἔνδοξη ἐκπλήρωσή του. Ὑπάρχει συνεπῶς μιὰ βαθιὰ συνέχεια ἀνάμεσα στὴν προσωπικὴ ὕπαρξη τοῦ Υἱοῦ ὡς αὐταπάρνηση καὶ στὴν ἐπίγεια κένωσή του. Ἐγκαταλείποντας ὁ Υἱὸς μιὰ κατάσταση δόξας ποὺ ποτὲ δὲν «ἡγήσατο», δέχθηκε τὴν αἰσχύνη, τὴν ἀτίμωση, τὴν κατάρα. Ἀναλαμβάνει τὶς ἀντικειμενικὲς συνθῆκες τῆς ἁμαρτίας. Ὑποκύπτει στὴν κατάσταση τῆς θνητότητας. Ἀποβάλλοντας τὰ βασιλικά του προνόμια, κρύβει ἐντελῶς τὴ δόξα του στὰ βάσανα καὶ στὸ θάνατο. Πρέπει νὰ ἀνακαλύψει πάνω στὴ δική του σάρκα τὸ πόσο ἄσχημος ἀπὸ τὴ διαφθορὰ εἶχε γίνει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ τὸν εἶχε δημιουργήσει κατ’ εἰκόνα τῆς δικής του ὡραιότητας.
 […] Ὁ Χριστὸς ποτέ, ἢ σχεδὸν ποτέ, δὲν φανερώνει τὴ θεότητά του. Ἀπαρνούμενος ἐντελῶς τὸν ἑαυτό του, ἀναδιπλώνοντας ἐντελῶς τὴ θεία του φύση, ἐγκαταλείποντας κάθε δικό του θέλημα μέχρι τοῦ σημείου νὰ δείχνει στοὺς ἀνθρώπους μόνο τὸ θλιμμένο ἀδελφικὸ πρόσωπο τοῦ δούλου καὶ τὴ θλιμμένη στοργικὴ σάρκα τοῦ σταυροῦ, ξυπνᾶ τὴν πίστη στὸν ἄνθρωπο, ὡς ἀπάντηση στὴν ἀγάπη του.
[…] Μόνο στὸν Χριστὸ ἡ «ἀνυπαρξία» ἔγινε πάθος καὶ ἀγάπη, καὶ ὄχι κακὸ καὶ μίσος.


Βλαδίμηρος Λόσκυ, Ὀρθόδοξη Θεολογία-μιὰ εἰσαγωγή, Κέντρο Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, Λευκωσία 2002 

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

ἡ «φιλάνθρωπη» στήριξη τῆς ἐκμετάλλευσης


[…] Πῶς θὰ προσευχηθεῖς λοιπόν, τοκογλύφε; Μὲ τὶ συνείδηση θὰ ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ κάποια εὐεργεσία, σὺ ποὺ ἔμαθες ὅλο νὰ παίρνεις καὶ ποτὲ νὰ μὴ δίνεις; Ὴ μήπως σοῦ διαφεύγει ὅτι ἡ προσευχή σου ἀποτελεῖ ὑπόμνηση τῆς δικῆς σου ἀπανθρωπιᾶς; Ποιὰ συγχώρηση ἔδωσες καὶ ζητᾶς συγγνώμη; Ποιὸν ἐλέησες κι ἐπικαλεῖσαι τὸν Ἐλεήμονα; Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμα προσφέρεις ἐλεημοσύνη, ὡς προϊὸν ἀπάνθρωπης ἐκμετάλλευσης δὲν θὰ εἶναι καρπὸς τῶν συμφορῶν τῶν ἄλλων, γεμάτη δάκρυα καὶ στεναγμούς; Ἂν γνώριζε ὁ φτωχὸς ἀπὸ ποὺ προσφέρεις τὴν ἐλεημοσύνη, δὲν θὰ τὴ δεχόταν, γιατὶ θὰ αἰσθανόταν σὰ νὰ ἔμελλε νὰ γευτεῖ σάρκες ἀδελφικὲς καὶ αἷμα συγγενῶν του. Θὰ σοῦ πετοῦσε δὲ κατάμουτρα τοῦτα τὰ λόγια τὰ γεμάτα θάρρος καὶ φρονιμάδα: μὴ μὲ θρέψεις, ἄνθρωπε, ἀπὸ τὰ δάκρυα τῶν ἀδελφῶν μου. Μὴ δώσεις στὸ φτωχὸ ψωμὶ βγαλμένο ἀπὸ τοὺς στεναγμοὺς τῶν ἄλλων φτωχῶν. Μοίρασε στοὺς συνανθρώπους σου ὅσα μὲ ἀδικίες μάζεψες καὶ τότε θὰ παραδεχθῶ τὴν εὐεργεσία σου. Ποιὸ τὸ ὄφελος, ἂν δημιουργεῖς πολλοὺς φτωχοὺς κι ἀνακουφίζεις ἕναν; Ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ πλῆθος τῶν τοκογλύφων, δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἡ στρατιὰ τῶν πεινασμένων. Ἂς διαλυθοῦν τὰ ὀργανωμένα οἰκονομικὰ συμφέροντα καὶ ὅλοι θ’ ἀποκτήσουμε τὴν οἰκονομική μας αυτάρκεια. […]


Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ τοκιζόντων

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

ἡ μαρξιστικὴ ὑποκατάσταση τοῦ ἄυλου χριστιανισμοῦ



Στὴν περίοδο αὐτὴ (σημ. Μεταρρύθμιση-τελευταῖα χρόνια 19ου αἰ.) «πολλοὶ Χριστιανοί, γοητευμένοι ἀπὸ τὸν μαγικὸ αὐλὸ τῶν διαφόρων ἰδεαλιστῶν, εἶχαν τὴν τάση νὰ παραβλέπουν τὴν ὑλικὴ πλευρὰ τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Πεπεισμένοι ἀπὸ τὸν Ντεκὰρτ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι στὴν πραγματικότητα ἕνας ἄγγελος (ἡ ψυχή), στὸν ὁποιο ἔχει ἀνατεθῆ προσωρινὰ ὁ χειρισμὸς μιᾶς μηχανῆς (τοῦ σώματος), εἶχαν ἀρχίσει νὰ πιστεύουν ὅτι εἶναι χριστιανικότερο νὰ συγκεντρώνη κανεὶς τὴν προσοχή του στὸν ἄγγελο καὶ νὰ ἀφήνη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἢ μᾶλλον τοῦ Πονηροῦ, τὴ μηχανή. Ἔτσι, ἀφοῦ μετέβαλαν σιγὰ-σιγὰ τὸ Χριστιανισμὸ σὲ μιὰ θρησκεία ἀποκλειστικὰ τῆς ψυχῆς, ἐπροχώρησαν ἀκόμη περισσότερο και, ἐν ὀνόματι ἑνὸς ἄσαρκου καὶ ἄυλου πνευματισμοῦ, ἄρχισαν νὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὰ ταπεινὰ ὑλικὰ καθήκοντα καὶ τὶς καθημερινὲς οἰκονομικὲς εὐθύνες ποὺ ἐπιβάλλει ἡ παραδοχὴ τοῦ Εὐαγγελίου» (Ζ. Μαριταίν).
[…] «Τὴν μὲν Κυριακὴ οἱ χριστιανοὶ ἐλάτρευαν καὶ ὑμνοῦσαν τὸν Κύριο τῆς δικαιοσύνης, ἐνῶ τὶς ἄλλες ἕξη ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος τὸν βλασφημοῦσαν καὶ τὸν δυσφημοῦσαν μὲ τὴν οἰκονομική τους συμπεριφορά (Γ. Τέμπλ).»
Ἡ περίεργη αὐτὴ κατάσταση δὲν μποροῦσε, φυσικά, νὰ διατηρηθῆ. Πολλοὶ παράγοντες ἦταν μοιραῖο νὰ συμβάλουν στὴν ἀνατροπή τους. Ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριώτερους ὑπῆρξε, χωρὶς ἀμφιβολία, ὁ Μαρξισμός. Μὲ ὠμότητα καὶ συχνὰ μὲ τὴ βία, ὁ Μαρξισμὸς ἦλθε νὰ ὑπογραμμίση ἐκεῖνο ποὺ πολλοὶ Χριστιανοὶ εἶχαν ἀρχίσει νὰ λησμονοῦν μέσα στὴν ἰδεαλιστικὴ εὐφορία τους: τὴν ἀλήθεια τοῦ οἰκονομικοῦ, τὴν πραγματικότητα τοῦ ὑλικοῦ, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον «συγκείμενον ἐκ πνεύματος κ α ὶ  ὕ λ η ς». Παίρνοντας συχνὰ θέματα, ποὺ εἶχαν μπῆ στὴν ἀνθρώπινη συνείδηση χάρη στὴν ἰουδαιοχριστιανικὴ παράδοση και, εἰδικώτερα, χάρη στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου (ἀπομωνομένα ὅμως ἀπὸ τὸ ὑπερφυσικό τους πλαίσιο καὶ πολλὲς φορὲς μεταβεβλημένα σὲ αἰτίες ἢ ἀφορμὲς πολέμου κατὰ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας), ὁ Μαρξισμὸς ἀνάγκασε τοὺς χριστιανοὺς νὰ ξαναθυμηθοῦν ὅτι, ἂν ὁ ἄνθρωπος ζῆ μὲ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ζῆ ἐπίσης καὶ μὲ ἄλλα πράγματα καὶ ὅτι προορισμὸς καὶ χρέος του εἶναι νὰ βάλη ἐπάνω καὶ στὰ ἄλλα αὐτὰ πράγματα τὴ σφραγίδα τοῦ Λόγου.
[…] Ὁ Μαρξισμὸς χαρακτηρίζεται συνήθως «ἀντίδραση κατὰ τοῦ ἰδεαλισμοῦ». Ὁ ὁρισμὸς αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ συμπληρωθῆ μὲ ἕναν ἄλλο. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πῆ ὅτι, ἀπὸ πολλὲς πλευρές, ὁ Μαρξισμὸς φαίνεται σὰν μιὰ χριστιανικὴ αἵρεση , ποὺ μὲ τὴ μονομέρεια καὶ τὴν ἐπιμονή της σὲ μιὰ ὄψη τῆς ἀλήθειας, τὴν ὑλική, ἦλθε νὰ κτυπήση μιὰν ἄλλη αἵρεση καὶ πλάνη: τὸν «ἀγγελισμό», τὸν ψευτοχριστιανικὸ ἐκεῖνο ἰδεαλισμό, ποὺ ἀρνεῖται νὰ ἰδῆ τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ στὸ σύνολό της καὶ έτσι ὁδηγεῖ τελικὰ στὸ ἁμάρτημα τοῦ Ἑωσφόρου, στὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ δυσφήμησή του.
 […] (Ἡ διακονία τοῦ Χριστιανισμοῦ) εἶναι: νὰ ἀνακαλύπτη, ἀκόμη καὶ στὰ συστήματα ἐκείνων ποὺ παρουσιάζονται ὡς ἀντίπαλοί του, τὶς μερικὲς ἀλήθειες ποὺ τυχὸν περιέχουν·  […] Πολλοὶ πιστεύουν, μαζὶ μὲ τὸν ἀείμνηστο πάπα Πίο ΙΒ´, ὅτι «ἐνῶ εἶναι ἀδύνατο νὰ συμφιλιωθῆ ποτὲ ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὸν καπιταλισμό, ἕνα σύστημα ἐκ γενετῆς ἀντιχριστιανικὸ καὶ ἄθεο, δὲν εἶναι ἀδύνατο νὰ συμφιλιωθῆ μίαν ἡμέρα ὁ Μαρξισμὸς μὲ τὸν Χριστιανισμό».


Δ. Γ. Κουτρουμπῆς, Ἡ χάρις τῆς θεολογίας, Ἀθήνα 1995, ἐκδ. Δόμος 

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

ἀπὸ τὸν χορτασμὸ στὴν πεῖνα



Ἐριέττα Βορδόνη

Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι, οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται, θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται, κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.

Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά, τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα, σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός, δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά, ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.

Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' ἀγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα, μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ, σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο, ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα, σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα, τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ὥρα σωπαίναμε, κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει, κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.

Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου, ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου, τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου, δὲν ἔχει δύναμη, παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος, κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου, μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα, αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου, θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος.
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο, ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί, ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο, στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος, διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος, καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους, ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους, ἡ ζωὴ 'ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!

Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει.
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις, δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος, μὰ θ' ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ' ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;

Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του, ἀναστέναξε, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοῦ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό 'πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά 'ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ' ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου, συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».

Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμὸ μου, πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.
— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε, «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά 'μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».

Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη, ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.

Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός, εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης, θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε, τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου:
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος, δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα, τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος, ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει, βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν, γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε,' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου, κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής, μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς, ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε, ἄε στὸ καλό, ὁ Θεὸς μαζί σου.
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.

— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα, καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.


Νίκος Καζαντζάκης, Στὰ Καρούλια, Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο», 1964
    


Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

ἡ κόλαση νὰ μὴν τρέφεσαι ἀπὸ τὸ ἀπίθανο


 Ὁ Χέγκελ δὲν γνωρίζει τὴν κόλαση. Ἀπὸ τὴ μιά, συγκρινόμενος μὲ τὸν Ντοστογιέφσκι, εὐνοήθηκε ἀπὸ τὴ μοίρα του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴν ἀγνοοῦσε γιὰ λόγους ἀρχῆς. Στὸ ὄνομα τῆς ὀρθολογικότητας, ἡ ἐκκοσμικευμένη προσέγγιση τῆς ἱστορίας στερεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ὑπερβατικότητα. […] (Ὁ Ντοστογιέφσκι) τὴν Εὐρώπη τὴν ἔβλεπε σὰν κόλαση, ἐπειδὴ ἡ ἀπώθηση ποὺ ἐπέβαλλε ὁ νεωτερικὸς πολιτισμὸς ἦταν φρικτή: ἦταν ἡ ἀπώθηση τῆς ἀγιότητας, τοῦ πόνου, τοῦ θανάτου, τῆς προσδοκίας τῆς σωτηρίας. Μπόρεσε νὰ διακρίνει τὴν κόλαση στὴν καθημερινότητα, στὴ μονοτονία, στὸ κοινὸ […].
Ἀλέκος Κοντόπουλος
Ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς δὲν εἶχε ποτὲ τόσο μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπ’ ὅ,τι ἔχει στὶς μέρες μας […]. Ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχε ὁ ἄνθρωπος ἕνα παρόμοιο αἴσθημα αὐτοϊκανοποίησης ˗ μοιάζει μὲ ἀνεύθυνο παιδὶ ἐγκαταλελειμμένο, τὸ ὁποῖο δικαιοῦται ἐπιτέλους νὰ κάνει τὰ πάντα, ἀλλά, ὅταν πέσει τὸ βράδυ, δὲν ξέρει τὶ νὰ κάνει τὴν ἐλευθερία του καὶ τὸ μόνο ποὺ νιώθει εἶναι φόβος καὶ ἀγωνία. […] Ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς ἐμπιστεύεται ἀπόλυτα τὶς πρακτικὲς λύσεις καὶ βάζει  σιωπηρὰ στὴν ἄκρη ὁτιδήποτε θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ χαλάσει τὴ μόνιμη αἰσιοδοξία του.
[…] Ἡ Κόλαση ἀναδύεται ὅταν ἡ ἀκεραιότητα τοῦ Εἶναι, τὸ κοσμικὸ Ὅλον, συρρικνώνεται σὲ ἕναν κόσμο τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ χειραγωγεῖ ἡ τεχνική. Δὲν χρειάζονται διάβολοι, φλόγες ποὺ ὑψώνονται στὸν οὐρανὸ οὔτε λίμνες μὲ πίσσα ποὺ βράζει. Ἀρκεῖ ἡ λήθη καὶ ἡ παραίσθηση ὅτι τὸ ὅριο τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τὸ θεῖο ἀλλὰ τὸ χειροπιαστό, ὅτι τὸ πνεῦμα δὲν τρέφεται ἀπὸ τὸ ἀπίθανο ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα ἐνδεχόμενο ἐκπληκτικὰ ἀνιαρὸ καὶ λογικό.


Λάζλο Φ. Φολντένυι, Ὁ Ντοστογιέφσκι διαβάζει Χέγκελ καὶ κλαίει, μτφρ, Εὐάγγελου Δ. Νιάνου, ἐκδ. Ἁρμὸς

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

τὸ ἐλλιπὲς τῆς ἐπανάστασης



[…] Εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι ὁ μαρξισμὸς εἰσέφερε ἐδῶ καὶ ἑκατὸ χρόνια ἕνα τεράστιο δυναμισμὸ στὴ σύγχρονη ἱστορία. Καὶ ἔτσι ὅπως τὸν βρίσκουμε στὴ θεωρία τοῦ Μὰρξ καὶ ἔτσι ὅπως τὸν συναντᾶμε στὴν προσπάθεια πραγματώσεως τῆς θεωρίας αὐτῆς, βλέπουμε τὴν ἀπελευθέρωση μιᾶς τεράστιας δίψας γιὰ τὴν ἐλευθερία, γιὰ τὴν ἀγάπη, γιὰ τὴν ἰσότητα, γιὰ τὴν ἀδελφοσύνη. Εἶναι μιὰ ἔκρηξη ἐλευθερίας, ἡ ὁποία προσπάθησε, καὶ πολλὲς φορὲς κατόρθωσε, νὰ σπάσει δομές, νὰ γκρεμίσει ὁλόκληρα συστήματα τοῦ κατεστημένου, μιὰ ἔκρηξη ἀγάπης ὅμως -καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικὸ αὐτῆς τῆς ἀγάπης, ἡ τραγωδία της- ἡ ὁποία πολλὲς φορὲς ὁδήγησε στὸ ἀντίθετο τῆς ἀγάπης, στὸ μίσος. Αὐτὴ ἡ ἀρχικὴ ἔκρηξη ἐλευθερίας μετετράπη δυστυχῶς στὴν πρωτάκουστη γιὰ τὴν ἐποχή μας τυραννία μιᾶς μειονότητος πάνω στὴν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀναπόφευκτο. Γιατὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο προσεπάθησε ἡ ἐπανάσταση νὰ πραγματοποιήσει τοὺς νόμιμους καὶ ἱεροὺς θὰ ἔλεγα σκοπούς της, εἶναι -ὅταν τώρα τὰ σκεφτόμαστε ἀναδρομικά- ταυτόσημος μὲ τὸν τρόπο τὸν ὁποῖο χρησιμοποίησε ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση τὸν Μεσαίωνα καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ χρησιμοποίησε ἀργότερα ἡ γαλλικὴ ἐπανάσταση. Ἔτσι μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι καὶ ἡ γαλλικὴ καὶ ἡ ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση ἔχουν τὶς πνευματικὲς ρίζες τους στὴν Ἱερὰ Ἐξέταση. Αὐτὸ εἶναι ἕνα στοιχεῖο ποὺ πολλὲς φορὲς ξεχνιέται καὶ πολλοὶ χτυποῦν τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση –καὶ ἔχουν ἀσφαλῶς ἀπόλυτο δίκιο- ἀλλὰ ξεχνοῦν πόσα τέκνα πολὺ πιὸ τερατώδη ἔχει στὴ μεταγενέστερη ἱστορία. Εἶναι σημαντικὸ νὰ ὑπενθυμίσουμε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ντοστογιέφσκι γιὰ τὴ «ρωμαϊκὴ ἰδέα» γιὰ τὴ δίψα δηλαδὴ τῆς ἐπεκτάσεως ποὺ χαρακτήριζε τὴν ἀρχαία Ρώμη, γιὰ τὴ δίψα τῆς ἑνωμένης οἰκουμένης, ποὺ θὰ ἐπραγματοποιεῖτο μὲ τὴ βία. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς βίας στὴν πραγμάτωση τῆς ἑνότητας εἰσχώρησε στὸ πνεῦμα τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ ἔτσι γεννήθηκε ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση ὡς μιὰ νοθεία τοῦ χριστιανισμοῦ, ἀναπόφευκτη μέσα στὰ πλαίσια τῆς ρωμαϊκῆς ἰδέας. Ὁ Ντοστογιέφσκι συνεχίζει λέγοντας ὅτι ὁ σοσιαλισμὸς τῆς γαλλικῆς ἐπανάστασης, μολονότι ἦταν ἐκκοσμικευμένος καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη εἶχε ἄλλους σκοποὺς καὶ ἄλλα μέσα, στὴν οὐσία εἶχε τὶς ἴδιες ρίζες, τὴν ἴδια πολιτιστικὴ δομὴ τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Καὶ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση.
Ὑπάρχει λοιπὸν καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ριζικὴ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ μαρξισμοῦ καὶ τοῦ γνήσιου Χριστιανισμοῦ. Ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει μιὰ ἀκατάλυτη ἀρχή: Τὸ καλὸ τὸ ὁποῖο δὲν γίνεται μὲ καλὸ τρόπο παύει νὰ εἶναι καλό. Ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν χρησιμοποιεῖ ἀγαθὰ μέσα, παύει νὰ εἶναι ἀγάπη, μετατρέπεται σὲ μίσος, καταστρέφει ἀντὶ νὰ δημιουργεῖ. Ἀγάπη πραγματικὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ δὲν ζητάει τὰ δικά της, ἡ ἀγάπη ποὺ θυσιάζεται, ποὺ θυσιάζει τὸν ἑαυτό της, ποὺ δὲν θυσιάζει τοὺς ἄλλους. Ἡ ἀγάπη ποὺ θυσιάζει τὸν ἄλλο μεταστρέφεται σὲ μίσος καὶ ἀπανθρωπία. Ξεριζώνει, σκοτώνει, ἀποπροσωποποιεῖ, καταστρέφει.
Θὰ μοῦ πεῖτε ἴσως, ὅτι αὐτὴ ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη εἶναι κάτι τὸ ἀκατόρθωτο. Πιθανόν· παραμένει ὡστόσο ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ νομίζω πὼς ὁ σύγχρονος κόσμος μὲ ὅλα τὰ τρωτά, μὲ ὅλες τὶς παρανομίες καὶ τὰ ἐγκλήματά του, στὰ ἐνδόμυχα βάθη του, αὐτὴ τὴν ἀγάπη πλέον ζητάει. […]


Ἱερομόναχος Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, «Ἵνα πάντες ἓν ὦσι», μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ μαρξισμὸς ἕνας νόστος γιὰ τὴν Ἐκκλησία;, περ. Σύναξη (1984)