Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

φτιάχνει πολιτεία ἡ ἐνανθρώπηση;


 
[Ὁ Ἰησοῦς Χριστός] ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων
 οὐχ ἁρπαγμὸν ἠγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ,
 ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος,
 καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος
ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν
γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ.
Δι᾿ ὃ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα.
 (Φιλ. 2, 6-9)




Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν θεώρησε ὅτι ἡ ἰσότητά Του μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα εἶναι προϊὸν ἁρπακτικοῦ σφετερισμοῦ. Ἀντιθέτως, ἐπειδὴ διαθέτει φυσικὴ τὴν ὁμοτιμία τῆς θεότητος, δὲν ἐφείσθη αὐτῆς Του τῆς δόξας καὶ ἐκένωσε ἑαυτὸν ἕως θανάτου. Ἐὰν δὲν μετεῖχε φυσικῶς στὸν τρόπο τῆς ἄκτιστης θείας οὐσίας δὲν θὰ προέβαινε στὸ ὑπαρκτικό Του ἄδειασμα νὰ δεξιωθεῖ τὴν φύση τοῦ κτιστοῦ. Γιατὶ κάτι τέτοιο θὰ σήμαινε ἀπώλεια μιᾶς ἰδιοποίησης. Ἡ πραγματικότητα τῆς θεότητος Του λοιπὸν δὲν «ἀποδεικνύεται» ἀπὸ τὴν ἐπίδειξη καὶ χρήση τῆς θείας ἰσχύος ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἐρωτικὸ ἄδειασμά της.
Ἡ κένωση τοῦ θείου μεγαλείου προϋποθέτει τὴν ἐρωτικὴ παραφορὰ τοῦ ἐραστῆ, ὁ ὁποῖος ἔξω ἑαυτοῦ γίνεται, δαπανᾶται, χαρίζεται· διότι ὁ ἔρως δὲν ἀφήνει τοὺς ἐραστὲς νὰ ἀνήκουν στὸν ἑαυτό τους ἀλλὰ στοὺς ἐρωμένους, κατὰ τὸν Ἀεροπαγίτη Διονύσιο. Ἔτσι καὶ ὁ Λόγος Τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπαναπαύθηκε στὴ θεία μακαριότητα. Φανέρωσε τὴν ἀλήθεια τῆς ἀδημιούργητης ὕπαρξῆς Του κοινωνώντας ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως μὲ τὸ δημιούργημά Του. Ἡ ἄκτιστη ἀρχὴ-ἐξουσία Του «αὐτοαναιρέθηκε» κρυπτόμενη.
Ὁ Θεὸς ὑπάρχει ὄντως διότι «αὐτοσμικρύνεται» ἄνευ σμικρύνσεως. Γι’αὐτὸ δοξολογεῖται ὡς Ἄναρχος. Ἐπειδὴ ἡ ἀρχὴ τῆς ἄκτιστης φύσης Του δὲν Τὸν προσδιορίζει.             Συνεπῶς, γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς, δὲν «ὑπ-ἄρχει». Μὲ ἄλλα λόγια δὲν ὑπόκειται σὲ καμία ἀρχή, δὲν εἶναι ἀναγκασμένος νὰ εἶναι Θεός. Αὐτὴ ἡ κατεξοχὴν ἐλευθερία Τοῦ ἐπιτρέπει νὰ μπορεῖ καὶ νὰ θέλει νὰ μετέχει καὶ στὴ φύση τοῦ δημιουργήματός Του.
 Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἀναιρεῖ στὸ πρόσωπό Του τὴν ἄβυσσο μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Προσλαμβάνει κάτι ἐντελῶς ξένο καὶ μάλιστα ἐξαχρειωμένο, τὴν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὴ ἡ μανικὴ ἀγαπητικὴ ἕνωση τοῦ Δημιουργοῦ μὲ τὸ δημιούργημα χαρίζει καὶ πάλι τὴ δυνατότητα νὰ καταλύεται ἡ ἀρχὴ τοῦ θανάτου ποὺ ὁρίζει ἄτεγκτα τὸ κτιστό. Ἔτσι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἱδρύει τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴ μόνη ὄντως ἀναρχικὴ πολιτεία. Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ πολιτευθοῦμε ἀναρχικὰ ὅσο γρυλλίζει ἐντός μας ἡ ἀρχὴ-ἐξουσία τοῦ θανάτου, ποὺ γεννᾶ τοὺς ὀδυνηροὺς μικροθανάτους τοῦ θεοποιημένου καὶ γι’αὐτὸ θανατοφόρου ἑαυτοῦ.
Ἡ αναρχικὴ πραγματεία εἶναι ἀσύμβατη μὲ κάθε εἴδους ἀρχές, γιατὶ κάθε ἀρχὴ συνιστᾶ προκαθορισμό, δηλαδὴ στέρηση τῆς ἐλευθερίας. Ἐπιπλέον, κάθε ἀρχὴ αὐτοριοθετεῖται στὴν ἐπιβολή. Ἐὰν λοιπὸν δὲν καταλύεται ἡ ἀρχὴ-ὅρος τοῦ μοναχικοῦ κτιστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ φθορὰ τοῦ θανάτου, τότε ἡ ἀναρχία εἶναι ἐκ τῶν ἔνδον φαλκιδευμένη. Αὐτὸ ποὺ συμβαίνει τότε εἶναι ἡ ἀδιάκοπη αναπαραγωγὴ τοῦ θανάτου, ποὺ ἔχει ἐνδυθεῖ τὴ λεοντὴ τοῦ ἐπαναστατικοῦ μετασχηματισμοῦ. Πρόκειται ὅμως γιὰ τὸν θρίαμβο τῆς (πλέον ἀνορθόλογης) μεταφυσικῆς, καθὼς οἱ θιασῶτες τῶν δῆθεν ἄθεων-ἀπελευθερωτικῶν προταγμάτων βαδίζουν ἀμέριμνοι στὸ ναρκοπέδιο τῶν αὐτοάνοσων κτιστῶν προδιαγραφῶν τους.
Ἐφόσον τὸ ὑπαρκτικὸ πλήρωμα, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀναδύεται ἐκ τοῦ ἐρωτικοῦ-θυσιαστικοῦ ἀδειάσματος τῆς ἰσχύος, ἀκολούθως μόνο σχιζοειδὴς μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ἡ ἀναρχικὴ θεώρηση καὶ πρακτικὴ ποὺ δὲν πολεμᾶ νὰ ξεβολεύεται ἀπὸ τὶς ἀρχές της. Οἱ ἀρχὲς αὐτὲς θεριεύουν ἀπὸ τὸν δικαιολογημένο ἐπαναστατικὸ πόθο ἀλλὰ ἀποκρύπτουν τελικὰ τὸν μόνον ἀληθινὸ ἐχθρό: Τὴν καμουφλαρισμένη γύμνια τῆς ἀκοινωνησίας. Διότι κοινωνία σημαίνει ἠθελημένη αὐτοελάττωση πρὸς ἀνάδειξιν τοῦ πλησίον. Ἡ μόνη ἀρχή, ποὺ προοδευτικὰ ἀποδεικνύεται ἄναρχη, εἶναι ὁ βίος ποὺ πραγματώνεται ὡς φανέρωση τοῦ ἑτέρου.
Ὅσο λοιπὸν οἰκειωνόμαστε τὸν τρόπο τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ Λόγου, τῆς ἄνευ ὅρων-ἀρχῶν κατάδυσης στὸ ἐρωτικὸν ἄλλο, τόσο καλλύνεται ὁ τόπος τῆς ὄντως ἀναρχίας. Κι ἂν ὅλα αὐτὰ φαντάζουν ὡς ὁ θρίαμβος τῆς ἑτερονομίας εἶναι γιατὶ ἡ αὐτονομία λησμόνησε τὸν ἕτερο ὡς ἀψευδῆ ὅρο τῆς πραγμάτωσής της.


Χριστὸς ἐτέγχθη!    

Ἀνδρέας Γ. Βιτούλας             

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

ἐνανθρώπηση: τὸ ἐρωτικὸ πλήρωμα τῆς «ἀνυπαρξίας»


Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μὲ μιὰ ὑπερφυὴ ταπείνωση, μὲ τὸ μυστήριο τῆς κένωσής του, κατέρχεται σὲ μιὰ αὐτομηδενιστικὴ κατάσταση (ὄχι βέβαια ὑπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ἀρχικοῦ μηδενός, ἀλλὰ τοῦ φοβεροῦ χάσματος ποὺ ἄνοιξε μὲ τὴν πτωτικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου). Κατὰ παράδοξο τρόπο, στὴν ὁλοκληρωτικὴ πληρότητα τῆς θείας φύσης του ἑνώνει τὴν ἀτέλεια τῆς πεσμένης ἀνθρώπινης φύσης.
[…] Ὁ Υἱὸς «οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ», ἀλλὰ «ἑαυτὸν ἐκένωσε», πράγμα ποὺ δὲν ἀποτελεῖ μιὰ ξαφνικὴ ἀπόφαση καὶ πράξη, ἀλλὰ μιὰ φανέρωση τῆς ἴδιας τῆς ὕπαρξής του, τοῦ προσώπου του, ποὺ δὲν ἐπιθυμεῖ πλέον τὰ δικά του, ἀλλὰ τὴν ὑποστατικὴ πραγματικότητα του καθαυτὴ ὡς ἔκφραση τοῦ τριαδικοῦ θελήματος, ἑνὸς θελήματος τοῦ ὁποίου ὁ Πατὴρ ἀποτελεῖ τὴν πηγή, ὁ Υἱὸς τὴν ὑπάκοη πραγματοποίησή του καὶ τὸ Πνεῦμα τὴν ἔνδοξη ἐκπλήρωσή του. Ὑπάρχει συνεπῶς μιὰ βαθιὰ συνέχεια ἀνάμεσα στὴν προσωπικὴ ὕπαρξη τοῦ Υἱοῦ ὡς αὐταπάρνηση καὶ στὴν ἐπίγεια κένωσή του. Ἐγκαταλείποντας ὁ Υἱὸς μιὰ κατάσταση δόξας ποὺ ποτὲ δὲν «ἡγήσατο», δέχθηκε τὴν αἰσχύνη, τὴν ἀτίμωση, τὴν κατάρα. Ἀναλαμβάνει τὶς ἀντικειμενικὲς συνθῆκες τῆς ἁμαρτίας. Ὑποκύπτει στὴν κατάσταση τῆς θνητότητας. Ἀποβάλλοντας τὰ βασιλικά του προνόμια, κρύβει ἐντελῶς τὴ δόξα του στὰ βάσανα καὶ στὸ θάνατο. Πρέπει νὰ ἀνακαλύψει πάνω στὴ δική του σάρκα τὸ πόσο ἄσχημος ἀπὸ τὴ διαφθορὰ εἶχε γίνει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ τὸν εἶχε δημιουργήσει κατ’ εἰκόνα τῆς δικής του ὡραιότητας.
 […] Ὁ Χριστὸς ποτέ, ἢ σχεδὸν ποτέ, δὲν φανερώνει τὴ θεότητά του. Ἀπαρνούμενος ἐντελῶς τὸν ἑαυτό του, ἀναδιπλώνοντας ἐντελῶς τὴ θεία του φύση, ἐγκαταλείποντας κάθε δικό του θέλημα μέχρι τοῦ σημείου νὰ δείχνει στοὺς ἀνθρώπους μόνο τὸ θλιμμένο ἀδελφικὸ πρόσωπο τοῦ δούλου καὶ τὴ θλιμμένη στοργικὴ σάρκα τοῦ σταυροῦ, ξυπνᾶ τὴν πίστη στὸν ἄνθρωπο, ὡς ἀπάντηση στὴν ἀγάπη του.
[…] Μόνο στὸν Χριστὸ ἡ «ἀνυπαρξία» ἔγινε πάθος καὶ ἀγάπη, καὶ ὄχι κακὸ καὶ μίσος.


Βλαδίμηρος Λόσκυ, Ὀρθόδοξη Θεολογία-μιὰ εἰσαγωγή, Κέντρο Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, Λευκωσία 2002 

Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2013

ἡ «φιλάνθρωπη» στήριξη τῆς ἐκμετάλλευσης


[…] Πῶς θὰ προσευχηθεῖς λοιπόν, τοκογλύφε; Μὲ τὶ συνείδηση θὰ ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ κάποια εὐεργεσία, σὺ ποὺ ἔμαθες ὅλο νὰ παίρνεις καὶ ποτὲ νὰ μὴ δίνεις; Ὴ μήπως σοῦ διαφεύγει ὅτι ἡ προσευχή σου ἀποτελεῖ ὑπόμνηση τῆς δικῆς σου ἀπανθρωπιᾶς; Ποιὰ συγχώρηση ἔδωσες καὶ ζητᾶς συγγνώμη; Ποιὸν ἐλέησες κι ἐπικαλεῖσαι τὸν Ἐλεήμονα; Ἀλλὰ κι ἂν ἀκόμα προσφέρεις ἐλεημοσύνη, ὡς προϊὸν ἀπάνθρωπης ἐκμετάλλευσης δὲν θὰ εἶναι καρπὸς τῶν συμφορῶν τῶν ἄλλων, γεμάτη δάκρυα καὶ στεναγμούς; Ἂν γνώριζε ὁ φτωχὸς ἀπὸ ποὺ προσφέρεις τὴν ἐλεημοσύνη, δὲν θὰ τὴ δεχόταν, γιατὶ θὰ αἰσθανόταν σὰ νὰ ἔμελλε νὰ γευτεῖ σάρκες ἀδελφικὲς καὶ αἷμα συγγενῶν του. Θὰ σοῦ πετοῦσε δὲ κατάμουτρα τοῦτα τὰ λόγια τὰ γεμάτα θάρρος καὶ φρονιμάδα: μὴ μὲ θρέψεις, ἄνθρωπε, ἀπὸ τὰ δάκρυα τῶν ἀδελφῶν μου. Μὴ δώσεις στὸ φτωχὸ ψωμὶ βγαλμένο ἀπὸ τοὺς στεναγμοὺς τῶν ἄλλων φτωχῶν. Μοίρασε στοὺς συνανθρώπους σου ὅσα μὲ ἀδικίες μάζεψες καὶ τότε θὰ παραδεχθῶ τὴν εὐεργεσία σου. Ποιὸ τὸ ὄφελος, ἂν δημιουργεῖς πολλοὺς φτωχοὺς κι ἀνακουφίζεις ἕναν; Ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ πλῆθος τῶν τοκογλύφων, δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἡ στρατιὰ τῶν πεινασμένων. Ἂς διαλυθοῦν τὰ ὀργανωμένα οἰκονομικὰ συμφέροντα καὶ ὅλοι θ’ ἀποκτήσουμε τὴν οἰκονομική μας αυτάρκεια. […]


Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Κατὰ τοκιζόντων

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

ἡ μαρξιστικὴ ὑποκατάσταση τοῦ ἄυλου χριστιανισμοῦ



Στὴν περίοδο αὐτὴ (σημ. Μεταρρύθμιση-τελευταῖα χρόνια 19ου αἰ.) «πολλοὶ Χριστιανοί, γοητευμένοι ἀπὸ τὸν μαγικὸ αὐλὸ τῶν διαφόρων ἰδεαλιστῶν, εἶχαν τὴν τάση νὰ παραβλέπουν τὴν ὑλικὴ πλευρὰ τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Πεπεισμένοι ἀπὸ τὸν Ντεκὰρτ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι στὴν πραγματικότητα ἕνας ἄγγελος (ἡ ψυχή), στὸν ὁποιο ἔχει ἀνατεθῆ προσωρινὰ ὁ χειρισμὸς μιᾶς μηχανῆς (τοῦ σώματος), εἶχαν ἀρχίσει νὰ πιστεύουν ὅτι εἶναι χριστιανικότερο νὰ συγκεντρώνη κανεὶς τὴν προσοχή του στὸν ἄγγελο καὶ νὰ ἀφήνη στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἢ μᾶλλον τοῦ Πονηροῦ, τὴ μηχανή. Ἔτσι, ἀφοῦ μετέβαλαν σιγὰ-σιγὰ τὸ Χριστιανισμὸ σὲ μιὰ θρησκεία ἀποκλειστικὰ τῆς ψυχῆς, ἐπροχώρησαν ἀκόμη περισσότερο και, ἐν ὀνόματι ἑνὸς ἄσαρκου καὶ ἄυλου πνευματισμοῦ, ἄρχισαν νὰ ἀδιαφοροῦν γιὰ τὰ ταπεινὰ ὑλικὰ καθήκοντα καὶ τὶς καθημερινὲς οἰκονομικὲς εὐθύνες ποὺ ἐπιβάλλει ἡ παραδοχὴ τοῦ Εὐαγγελίου» (Ζ. Μαριταίν).
[…] «Τὴν μὲν Κυριακὴ οἱ χριστιανοὶ ἐλάτρευαν καὶ ὑμνοῦσαν τὸν Κύριο τῆς δικαιοσύνης, ἐνῶ τὶς ἄλλες ἕξη ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος τὸν βλασφημοῦσαν καὶ τὸν δυσφημοῦσαν μὲ τὴν οἰκονομική τους συμπεριφορά (Γ. Τέμπλ).»
Ἡ περίεργη αὐτὴ κατάσταση δὲν μποροῦσε, φυσικά, νὰ διατηρηθῆ. Πολλοὶ παράγοντες ἦταν μοιραῖο νὰ συμβάλουν στὴν ἀνατροπή τους. Ἕνας ἀπὸ τοὺς κυριώτερους ὑπῆρξε, χωρὶς ἀμφιβολία, ὁ Μαρξισμός. Μὲ ὠμότητα καὶ συχνὰ μὲ τὴ βία, ὁ Μαρξισμὸς ἦλθε νὰ ὑπογραμμίση ἐκεῖνο ποὺ πολλοὶ Χριστιανοὶ εἶχαν ἀρχίσει νὰ λησμονοῦν μέσα στὴν ἰδεαλιστικὴ εὐφορία τους: τὴν ἀλήθεια τοῦ οἰκονομικοῦ, τὴν πραγματικότητα τοῦ ὑλικοῦ, τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον «συγκείμενον ἐκ πνεύματος κ α ὶ  ὕ λ η ς». Παίρνοντας συχνὰ θέματα, ποὺ εἶχαν μπῆ στὴν ἀνθρώπινη συνείδηση χάρη στὴν ἰουδαιοχριστιανικὴ παράδοση και, εἰδικώτερα, χάρη στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου (ἀπομωνομένα ὅμως ἀπὸ τὸ ὑπερφυσικό τους πλαίσιο καὶ πολλὲς φορὲς μεταβεβλημένα σὲ αἰτίες ἢ ἀφορμὲς πολέμου κατὰ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας), ὁ Μαρξισμὸς ἀνάγκασε τοὺς χριστιανοὺς νὰ ξαναθυμηθοῦν ὅτι, ἂν ὁ ἄνθρωπος ζῆ μὲ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ζῆ ἐπίσης καὶ μὲ ἄλλα πράγματα καὶ ὅτι προορισμὸς καὶ χρέος του εἶναι νὰ βάλη ἐπάνω καὶ στὰ ἄλλα αὐτὰ πράγματα τὴ σφραγίδα τοῦ Λόγου.
[…] Ὁ Μαρξισμὸς χαρακτηρίζεται συνήθως «ἀντίδραση κατὰ τοῦ ἰδεαλισμοῦ». Ὁ ὁρισμὸς αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ συμπληρωθῆ μὲ ἕναν ἄλλο. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πῆ ὅτι, ἀπὸ πολλὲς πλευρές, ὁ Μαρξισμὸς φαίνεται σὰν μιὰ χριστιανικὴ αἵρεση , ποὺ μὲ τὴ μονομέρεια καὶ τὴν ἐπιμονή της σὲ μιὰ ὄψη τῆς ἀλήθειας, τὴν ὑλική, ἦλθε νὰ κτυπήση μιὰν ἄλλη αἵρεση καὶ πλάνη: τὸν «ἀγγελισμό», τὸν ψευτοχριστιανικὸ ἐκεῖνο ἰδεαλισμό, ποὺ ἀρνεῖται νὰ ἰδῆ τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ στὸ σύνολό της καὶ έτσι ὁδηγεῖ τελικὰ στὸ ἁμάρτημα τοῦ Ἑωσφόρου, στὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ δυσφήμησή του.
 […] (Ἡ διακονία τοῦ Χριστιανισμοῦ) εἶναι: νὰ ἀνακαλύπτη, ἀκόμη καὶ στὰ συστήματα ἐκείνων ποὺ παρουσιάζονται ὡς ἀντίπαλοί του, τὶς μερικὲς ἀλήθειες ποὺ τυχὸν περιέχουν·  […] Πολλοὶ πιστεύουν, μαζὶ μὲ τὸν ἀείμνηστο πάπα Πίο ΙΒ´, ὅτι «ἐνῶ εἶναι ἀδύνατο νὰ συμφιλιωθῆ ποτὲ ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὸν καπιταλισμό, ἕνα σύστημα ἐκ γενετῆς ἀντιχριστιανικὸ καὶ ἄθεο, δὲν εἶναι ἀδύνατο νὰ συμφιλιωθῆ μίαν ἡμέρα ὁ Μαρξισμὸς μὲ τὸν Χριστιανισμό».


Δ. Γ. Κουτρουμπῆς, Ἡ χάρις τῆς θεολογίας, Ἀθήνα 1995, ἐκδ. Δόμος 

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

ἀπὸ τὸν χορτασμὸ στὴν πεῖνα



Ἐριέττα Βορδόνη

Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι, οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται, θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται, κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.

Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά, τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα, σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός, δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά, ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.

Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' ἀγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα, μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ, σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο, ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα, σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα, τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ὥρα σωπαίναμε, κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει, κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.

Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου, ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου, τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου, δὲν ἔχει δύναμη, παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος, κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου, μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα, αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου, θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος.
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο, ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί, ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο, στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος, διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος, καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους, ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους, ἡ ζωὴ 'ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!

Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει.
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις, δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος, μὰ θ' ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ' ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;

Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του, ἀναστέναξε, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοῦ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό 'πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά 'ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ' ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου, συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».

Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμὸ μου, πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.
— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε, «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά 'μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».

Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη, ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.

Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός, εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης, θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε, τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου:
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος, δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα, τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος, ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει, βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν, γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε,' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου, κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής, μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς, ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε, ἄε στὸ καλό, ὁ Θεὸς μαζί σου.
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.

— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα, καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.


Νίκος Καζαντζάκης, Στὰ Καρούλια, Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο», 1964
    


Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

ἡ κόλαση νὰ μὴν τρέφεσαι ἀπὸ τὸ ἀπίθανο


 Ὁ Χέγκελ δὲν γνωρίζει τὴν κόλαση. Ἀπὸ τὴ μιά, συγκρινόμενος μὲ τὸν Ντοστογιέφσκι, εὐνοήθηκε ἀπὸ τὴ μοίρα του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴν ἀγνοοῦσε γιὰ λόγους ἀρχῆς. Στὸ ὄνομα τῆς ὀρθολογικότητας, ἡ ἐκκοσμικευμένη προσέγγιση τῆς ἱστορίας στερεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ὑπερβατικότητα. […] (Ὁ Ντοστογιέφσκι) τὴν Εὐρώπη τὴν ἔβλεπε σὰν κόλαση, ἐπειδὴ ἡ ἀπώθηση ποὺ ἐπέβαλλε ὁ νεωτερικὸς πολιτισμὸς ἦταν φρικτή: ἦταν ἡ ἀπώθηση τῆς ἀγιότητας, τοῦ πόνου, τοῦ θανάτου, τῆς προσδοκίας τῆς σωτηρίας. Μπόρεσε νὰ διακρίνει τὴν κόλαση στὴν καθημερινότητα, στὴ μονοτονία, στὸ κοινὸ […].
Ἀλέκος Κοντόπουλος
Ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμὸς δὲν εἶχε ποτὲ τόσο μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπ’ ὅ,τι ἔχει στὶς μέρες μας […]. Ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχε ὁ ἄνθρωπος ἕνα παρόμοιο αἴσθημα αὐτοϊκανοποίησης ˗ μοιάζει μὲ ἀνεύθυνο παιδὶ ἐγκαταλελειμμένο, τὸ ὁποῖο δικαιοῦται ἐπιτέλους νὰ κάνει τὰ πάντα, ἀλλά, ὅταν πέσει τὸ βράδυ, δὲν ξέρει τὶ νὰ κάνει τὴν ἐλευθερία του καὶ τὸ μόνο ποὺ νιώθει εἶναι φόβος καὶ ἀγωνία. […] Ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς ἐμπιστεύεται ἀπόλυτα τὶς πρακτικὲς λύσεις καὶ βάζει  σιωπηρὰ στὴν ἄκρη ὁτιδήποτε θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ χαλάσει τὴ μόνιμη αἰσιοδοξία του.
[…] Ἡ Κόλαση ἀναδύεται ὅταν ἡ ἀκεραιότητα τοῦ Εἶναι, τὸ κοσμικὸ Ὅλον, συρρικνώνεται σὲ ἕναν κόσμο τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ χειραγωγεῖ ἡ τεχνική. Δὲν χρειάζονται διάβολοι, φλόγες ποὺ ὑψώνονται στὸν οὐρανὸ οὔτε λίμνες μὲ πίσσα ποὺ βράζει. Ἀρκεῖ ἡ λήθη καὶ ἡ παραίσθηση ὅτι τὸ ὅριο τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τὸ θεῖο ἀλλὰ τὸ χειροπιαστό, ὅτι τὸ πνεῦμα δὲν τρέφεται ἀπὸ τὸ ἀπίθανο ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα ἐνδεχόμενο ἐκπληκτικὰ ἀνιαρὸ καὶ λογικό.


Λάζλο Φ. Φολντένυι, Ὁ Ντοστογιέφσκι διαβάζει Χέγκελ καὶ κλαίει, μτφρ, Εὐάγγελου Δ. Νιάνου, ἐκδ. Ἁρμὸς

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

τὸ ἐλλιπὲς τῆς ἐπανάστασης



[…] Εἶναι ἀναμφισβήτητο ὅτι ὁ μαρξισμὸς εἰσέφερε ἐδῶ καὶ ἑκατὸ χρόνια ἕνα τεράστιο δυναμισμὸ στὴ σύγχρονη ἱστορία. Καὶ ἔτσι ὅπως τὸν βρίσκουμε στὴ θεωρία τοῦ Μὰρξ καὶ ἔτσι ὅπως τὸν συναντᾶμε στὴν προσπάθεια πραγματώσεως τῆς θεωρίας αὐτῆς, βλέπουμε τὴν ἀπελευθέρωση μιᾶς τεράστιας δίψας γιὰ τὴν ἐλευθερία, γιὰ τὴν ἀγάπη, γιὰ τὴν ἰσότητα, γιὰ τὴν ἀδελφοσύνη. Εἶναι μιὰ ἔκρηξη ἐλευθερίας, ἡ ὁποία προσπάθησε, καὶ πολλὲς φορὲς κατόρθωσε, νὰ σπάσει δομές, νὰ γκρεμίσει ὁλόκληρα συστήματα τοῦ κατεστημένου, μιὰ ἔκρηξη ἀγάπης ὅμως -καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικὸ αὐτῆς τῆς ἀγάπης, ἡ τραγωδία της- ἡ ὁποία πολλὲς φορὲς ὁδήγησε στὸ ἀντίθετο τῆς ἀγάπης, στὸ μίσος. Αὐτὴ ἡ ἀρχικὴ ἔκρηξη ἐλευθερίας μετετράπη δυστυχῶς στὴν πρωτάκουστη γιὰ τὴν ἐποχή μας τυραννία μιᾶς μειονότητος πάνω στὴν πλειονότητα τῶν ἀνθρώπων.
Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀναπόφευκτο. Γιατὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο προσεπάθησε ἡ ἐπανάσταση νὰ πραγματοποιήσει τοὺς νόμιμους καὶ ἱεροὺς θὰ ἔλεγα σκοπούς της, εἶναι -ὅταν τώρα τὰ σκεφτόμαστε ἀναδρομικά- ταυτόσημος μὲ τὸν τρόπο τὸν ὁποῖο χρησιμοποίησε ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση τὸν Μεσαίωνα καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ χρησιμοποίησε ἀργότερα ἡ γαλλικὴ ἐπανάσταση. Ἔτσι μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι καὶ ἡ γαλλικὴ καὶ ἡ ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση ἔχουν τὶς πνευματικὲς ρίζες τους στὴν Ἱερὰ Ἐξέταση. Αὐτὸ εἶναι ἕνα στοιχεῖο ποὺ πολλὲς φορὲς ξεχνιέται καὶ πολλοὶ χτυποῦν τὴν Ἱερὰ Ἐξέταση –καὶ ἔχουν ἀσφαλῶς ἀπόλυτο δίκιο- ἀλλὰ ξεχνοῦν πόσα τέκνα πολὺ πιὸ τερατώδη ἔχει στὴ μεταγενέστερη ἱστορία. Εἶναι σημαντικὸ νὰ ὑπενθυμίσουμε αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ντοστογιέφσκι γιὰ τὴ «ρωμαϊκὴ ἰδέα» γιὰ τὴ δίψα δηλαδὴ τῆς ἐπεκτάσεως ποὺ χαρακτήριζε τὴν ἀρχαία Ρώμη, γιὰ τὴ δίψα τῆς ἑνωμένης οἰκουμένης, ποὺ θὰ ἐπραγματοποιεῖτο μὲ τὴ βία. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τῆς βίας στὴν πραγμάτωση τῆς ἑνότητας εἰσχώρησε στὸ πνεῦμα τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ καὶ ἔτσι γεννήθηκε ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση ὡς μιὰ νοθεία τοῦ χριστιανισμοῦ, ἀναπόφευκτη μέσα στὰ πλαίσια τῆς ρωμαϊκῆς ἰδέας. Ὁ Ντοστογιέφσκι συνεχίζει λέγοντας ὅτι ὁ σοσιαλισμὸς τῆς γαλλικῆς ἐπανάστασης, μολονότι ἦταν ἐκκοσμικευμένος καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη εἶχε ἄλλους σκοποὺς καὶ ἄλλα μέσα, στὴν οὐσία εἶχε τὶς ἴδιες ρίζες, τὴν ἴδια πολιτιστικὴ δομὴ τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ. Καὶ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση.
Ὑπάρχει λοιπὸν καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ριζικὴ διαφορὰ μεταξὺ τοῦ μαρξισμοῦ καὶ τοῦ γνήσιου Χριστιανισμοῦ. Ὁ Χριστιανισμὸς ἔχει μιὰ ἀκατάλυτη ἀρχή: Τὸ καλὸ τὸ ὁποῖο δὲν γίνεται μὲ καλὸ τρόπο παύει νὰ εἶναι καλό. Ἡ ἀγάπη ποὺ δὲν χρησιμοποιεῖ ἀγαθὰ μέσα, παύει νὰ εἶναι ἀγάπη, μετατρέπεται σὲ μίσος, καταστρέφει ἀντὶ νὰ δημιουργεῖ. Ἀγάπη πραγματικὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ δὲν ζητάει τὰ δικά της, ἡ ἀγάπη ποὺ θυσιάζεται, ποὺ θυσιάζει τὸν ἑαυτό της, ποὺ δὲν θυσιάζει τοὺς ἄλλους. Ἡ ἀγάπη ποὺ θυσιάζει τὸν ἄλλο μεταστρέφεται σὲ μίσος καὶ ἀπανθρωπία. Ξεριζώνει, σκοτώνει, ἀποπροσωποποιεῖ, καταστρέφει.
Θὰ μοῦ πεῖτε ἴσως, ὅτι αὐτὴ ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη εἶναι κάτι τὸ ἀκατόρθωτο. Πιθανόν· παραμένει ὡστόσο ἡ μοναδικὴ ἐλπίδα τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ νομίζω πὼς ὁ σύγχρονος κόσμος μὲ ὅλα τὰ τρωτά, μὲ ὅλες τὶς παρανομίες καὶ τὰ ἐγκλήματά του, στὰ ἐνδόμυχα βάθη του, αὐτὴ τὴν ἀγάπη πλέον ζητάει. […]


Ἱερομόναχος Ἀμφιλόχιος Ράντοβιτς, «Ἵνα πάντες ἓν ὦσι», μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ μαρξισμὸς ἕνας νόστος γιὰ τὴν Ἐκκλησία;, περ. Σύναξη (1984)

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

ὁ πειρασμὸς τοῦ Ἰούδα Β´ μέρος

Πέρις Ἱερεμιάδης
(Ἡ θεσμικὴ Ἐκκλησία) φαίνεται νὰ ἀμελεῖ ἢ νὰ ἀποφεύγει νὰ ἐπισημάνει καὶ νὰ καταγγείλει τὶς ἀρνητικὲς συνέπειες τῆς παγκοσμιοποίησης στὸ οἰκονομικὸ καὶ κοινωνικὸ πεδίο, ἰδίως γιὰ τὰ λαϊκὰ στρώματα, γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀδυνάτους, γιὰ τὰ θύματα τῆς Ἱστορίας, τὰ τόσο προσφιλῆ καὶ οἰκεῖα στοὺς λόγους καὶ τὸ βίο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Συμβαίνει ἐδῶ μιὰ πλήρης ἀντιστροφὴ τῶν εὐαγγελικῶν κριτηρίων: ἡ ὑπεράσπιση τῶν ἐνδεῶν καὶ τῶν ἀδυνάτων ποὺ γιὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ συνιστοῦσε ἀπόλυτη προτεραιότητα, σὲ τέτοιο μάλιστα βαθμὸ ποὺ στὸ πρόσωπό τους νὰ εἰκονίζεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὑποχωρεῖ καὶ τίθεται σὲ δεύτερη μοίρα γιὰ χάρη τῆς ὑπεράσπισης τῆς κινδυνεύουσας ἐθνικῆς καὶ πολιτιστικῆς ταυτότητας, γιὰ χάρη δηλαδὴ προτεραιοτήτων ποὺ στὰ μάτια τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἤσσονος σημασίας ἢ ἐμπόδιζαν καὶ ἀλλοίωναν τὴν ἔλευση καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ἐθνικοθρησκευτικὸ κίνημα τῶν Ζηλωτῶν στὸ ὁποῖο μετεῖχε καὶ ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ποὺ τελικὰ πρόδωσε τὸν Χριστό. Ἡ ἐπίσημη καὶ θεσμοποιημένη Ἐκκλησία μοιάζει νὰ ἀγνοεῖ ἢ νὰ παρακάμπτει αὐτὸ ποὺ συνιστᾶ τὸ χριστιανικὸ ἦθος καὶ ποὺ συνόψισε μὲ ἔξοχο τρόπο ὁ Μπερδιάγεφ στὴν περίφημη ρήση του: «τὸ πρόβλημα τοῦ δικοῦ μου ψωμιοῦ εἶναι πρόβλημα ὑλικό, ἀλλὰ τὸ πρόβλημα τοῦ ψωμιοῦ τῶν διπλανῶν μου, ὁλόκληρου τοῦ κόσμου, εἶναι πνευματικὸ καὶ θρησκευτικὸ πρόβλημα. Ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ μονάχα γιὰ τὸ ψωμί, ζεῖ ὅμως μὲ ψωμί, καὶ πρέπει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ ἔχουν ψωμί».

 Παντελῆ Καλαϊτζίδη, Ὀρθοδοξία καὶ Πολιτικὴ θεολογία, στὸ Βιβλικὴ Θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης, πατερικὴ θεολογία καὶ ἀμφισημίες τῆς νεωτερικότητας, Ἱερὰ Μητρόπολις Δημητριάδος, Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν, ἐκδ. Ἴνδικτος



Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

ὁ πειρασμὸς τοῦ Ἰούδα Α´ μέρος


Ἀλέκος Κοντόπουλος
[…] ˗ Ἡ Ἐκκλησία στὶς κατὰ παράδοση ὀρθόδοξες χῶρες μοιάζει ἔτσι νὰ ἔχει ἐγκλωβιστεῖ σὲ μιὰ ἀμιγῶς ἐνδοϊστορικὴ καὶ ἐθνοκεντρικὴ διάσταση, στὸν περιορισμὸ τῆς ἀποστολῆς της «στὴν πραγματοποίηση τῶν πεπρωμένων τῆς φυλῆς καὶ τοῦ ἔθνους (!), στὴ μετατροπὴ τοῦ κηρύγματος τῆς ἐρχόμενης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ σὲ κήρυγμα ἐθνικῆς σωτηρίας καὶ διαφύλαξης τοῦ ἐνδόξου ἐθνικοθρησκευτικοῦ παρελθόντος. Λογικὴ καὶ φυσικὴ συνέπεια εἶναι ἡ ταύτιση τοῦ θρησκευτικοῦ μὲ τὸ ἐθνικό, τῆς ἐθνικῆς μὲ τὴ χριστιανικὴ ταυτότητα ποὺ θεωροῦνται ἔτσι ὡς κάτι τὸ ἐνιαῖο καὶ ἀδιαίρετο, ἂν καὶ στὸ τέλος βέβαια ἡ χριστιανικὴ ταυτότητα ἐκπίπτει σὲ συστατικὸ στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς. Ἡ «χριστιανικὴ» ταυτότητα ἐν προκειμένῳ δὲν ἀναφέρεται στὴ μετοχὴ στὴν εὐχαριστιακὴ καὶ ἐσχατολογικὴ κοινότητα ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ στὶς συνακόλουθες ἠθικές, κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς συνέπειες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴν ἔνταξη σὲ αὐτὴ τὴν κοινότητα, διότι ἡ μετοχὴ αὐτὴ παραμένει δυναμικὰ ἀπροσδιόριστη, πέρα ἀπὸ κάθε a priori ἀντικειμενικὸ προσδιορισμό. Ἡ «χριστιανικὴ» ταυτότητα ἀναφέρεται μᾶλλον σὲ μία ἐκ τῶν προτέρων καθορισμένη συλλογικὴ πραγματικότητα ποὺ τὰ ὅριά της ταυτίζονται μὲ τὰ ὅρια τοῦ ἔθνους καὶ ὅπου τὸ ἐπίθετο «χριστιανικὸς» δὲν εἰσάγει κατ’ ἀνάγκην κριτήρια καὶ ἀπαιτήσεις ἐκλησιαστικῆς νοηματοδότησης τῆς προσωπικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς, ἀλλὰ συνδέεται μὲ παραδοσιακοὺς πολιτιστικοὺς καὶ ἱστορικοὺς ἐπικαθορισμούς. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸν κατεστημένο ἐκκλησιαστικὸ λόγο τὰ γεγονότα-σταθμοὶ τῆς ἱστορίας τῆς θείας οἰκονομίας ὄχι μόνο δὲν ἐντάσσονται στὴν προοπτικὴ ὑπέρβασης τῶν συνεπειῶν τῆς ἁμαρτίας καὶ πραγματοποίησης τῆς σωτηρίας καὶ τῆς ὑπὲρ τὰ ἔθνη ἑνότητος, ἀλλὰ συνδέονται συμβολικὰ καὶ φορτίζονται συναισθηματικὰ μὲ γεγονότα καὶ περιπέτειες τοῦ ἐθνικοῦ πεπρωμένου τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, στὴν πραγματοποίηση τοῦ ὁποίου φαίνεται νὰ κατατείνουν. Σημειώνεται ἔτσι μία σημαντικὴ μετατόπιση, μιὰ πλήρους νοήματος διολίσθηση ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς θείας οἰκονομίας στὴν ἱστορία τῆς ἐθνικῆς παλιγγενεσίας, ποὺ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ λογικὴ κατάληξη τοῦ πειρασμοῦ τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ ἐγκοσμιοκρατικοῦ μεσσιανισμοῦ. […]


Παντελῆ Καλαϊτζίδη, Ὀρθοδοξία καὶ Πολιτικὴ θεολογία, στὸ Βιβλικὴ Θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης, Πατερικὴ Θεολογία καὶ ἀμφισημίες τῆς νεωτερικότητας, Ἱερὰ Μητρόπολις Δημητριάδος, Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν, ἐκδ. Ἴνδικτος

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

κάθε ἐξουσία εἶναι αἰτία θανάτου



Διότι πολλοὶ καλοθελητὲς καὶ ἀπαίδευτοι στηρίχτηκαν στὸ πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχοῦσαις ὑποτασσέσθω τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ βιάστηκαν ἀναλφαβήτως νὰ ἀποφανθοῦν ὅτι οἱ χριστιανοὶ εἶναι ἐθελόδουλα πρόβατα, λησμονώντας ὅτι ἡ εὐχαριστιακὴ Σύναξη ὑπῆρξε ἡ πρώτη καθολικὴ ἀνταρσία στὴν ἱστορία τῶν κοσμικῶν πολιτευμάτων καὶ οἱ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου οἱ πρῶτοι Ἀντάρτες, ποὺ ἀρνήθηκαν ἀκόμη καὶ τὴν ἐγκοσμιοποίηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος συνεχίζει μὲ τὸ συνηθισμένο ὀξύμωρον τῆς Ἐκκλησίας μας λέγοντας, «ἀποδῶστε τὸν φόρο σ’ αὐτὸν ποὺ τοῦ πρέπει ὁ φόρος, καὶ τιμὴ σ’ αὐτὸν ποὺ τοῦ πρέπει τιμή, ἀλλὰ νὰ ξέρετε ὅτι δὲν ὀφείλετε τίποτε, παρὰ μόνον τὸ ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Δηλαδή, οὔτε φόρους ὀφείλετε, οὔτε τιμές, ὅταν ὑπάρχει ἀναξιότης τῆς ἐξουσίας. Καί, ἂν ἐσεῖς τὸ μόνο ποὺ ὀφείλετε εἶναι τὸ ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, αὐτὸ τὸ ἀλλήλους ἰσχύει ἐξίσου καὶ γιὰ τοὺς ἄρχοντες. Ἄρα, ὅταν οἱ ἄρχοντες δὲν ἀσκοῦν ἰσόμοιρη καὶ ἰσοδίκαιη ἀλληλεγγύη, τότε κι ἐσεῖς δὲν ὀφείλετε τίποτε. Μηδενὶ μηδένα ὀφείλετε, οὔτε σεβασμό, οὔτε φόρους, οὔτε ὑπακοή.
Στὸν ἄρχοντα ὅμως τῆς ἐρήμου, στὸν Ἀντώνιο τὸν Μέγα, μέγα εἶναι καὶ τὸ Ἀντάρτικο εὐκρινές: «Δὲν πειθαρχοῦμε σ’ αὐτούς», ἀκριβῶς γιατὶ ἡ φθαρτή, πτωτικὴ κοσμικὴ ἐξουσία, κάθε κοσμικὴ ἐξουσία, θανατώνει τὴν ἐλεύθερη, ἀθάνατη κτιστή μας φύση. […] Κάθε ἐξουσία εἶναι «αἰτία θανάτου», κατὰ τοὺς Νηπτικοὺς Ἀντάρτες τῆς ἐρήμου καὶ ἡ ἐρημία τῶν πόλεων ἐρημώνει τὶς πόλεις καὶ θανατώνει τὶς ἀθάνατες σωματοψυχές μας. Δὲν πειθαρχοῦμε λοιπόν, στὴν οἱανδήποτε ἐξουσία, ὅταν τὸ κράτος της δὲν ἀσκεῖ τὸ ἀλλήλων ἰσόδουλοι ἀλλήλων κύριοι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὥστε νὰ ἔχουμε ἀπόλυτη κατὰ κόσμον ἰσότητα, ἰσόκυρη ἀνθρωπίνως μεταξύ μας συναλλαγὴ καὶ ἰσόμοιρη, κατὰ διάκρισιν, μοιρασιὰ τοῦ πλούτου, τῆς φτώχειας καὶ τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας.
Κυνικὴ ἐγκράτεια, ἀναρχικὸ νηπτικὸ πολίτευμα, προσωποκεντρικὴ δημοκρατία τῶν συμπαικτῶν σὲ μιὰ συναλληλία προπονητικὴ καὶ σαρκαστική, διότι ὅλοι ξέρουμε ὅτι ποτὲ δὲν θὰ πετύχουμε, κτιστοὶ ἐμεῖς, μιὰν ἄκτιστη ἁρμονία!


Κώστας Γ. Ζουράρις, Φιλοκαλοῦμεν μετ’ ἀνταρσίας, προπονητικὴ γιὰ τὸ πολίτευμα τῆς ὑπεραναρχίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2010 

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

ἡ πολύτιμη χριστιανικὴ μειοψηφία στὴ χούντα


Φεβρουάριο  τοῦ ’73 ἔχουμε τὴν ἐξέγερση τῶν φοιτητῶν καὶ τὴν κατάληψη τῆς Νομικῆς. Τὸ παρὸν στὴ συγκέντρωση ἔξω ἀπὸ τὸ κτίριο δίνουν ὁ τότε Ἐπίσκοπος Ἀνδρούσης καὶ καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν κ. Ἀναστάσιος Γιαννουλάτος (νὺν Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας), ὁ ἱερέας Χρίστος Χριστοδούλου, ὁ διάκονος Τιμόθεος Λαγουδάκης καὶ ἄλλοι κληρικοί, οἱ ὁποῖοι «προσπαθοῦν νὰ εἰσαγάγουν τρόφιμα στοὺς φοιτητές, ἀλλὰ ἡ ἀστυνομία τὸ ἀπαγορεύει». Τὰ «τιμημένα ράσα» τῶν ἱερέων κρύβουν λίγες τροφὲς γιὰ τοὺς ἀποκλεισμένους. Οἱ ἀστυνομικοὶ τοὺς ἀνακαλύπτουν καὶ τοὺς διώχνουν» (Χριστιανική, ἀρ. φ. 39, Μάρτιος 1973). Ὁ Τιμόθεος Λαγουδάκης συνελήφθη καὶ βασανίστηκε ἄγρια ἀπὸ τὴ Δικτατορία. Ὁ Ἀναστάσιος Γιαννουλάτος μαζὶ μὲ τὸν πατέρα Γεώργιο Πυρουνάκη καὶ τὸ διάκονο Τιμόθεο Λαγουδάκη θὰ σταθεῖ στὸ πλευρὸ τῶν συλληφθέντων φοιτητῶν τῆς ἐξέγερσης τῆς Νομικῆς, μαζὶ μὲ τοὺς γονεῖς τους τοὺς ἐπισκέπτεται στὸ ΕΑΤ-ΕΣΑ καὶ τοὺς συμπαρίσταται. Στὴ συγκέντρωση τῆς Νομικῆς ὁμάδα φοιτητῶν τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦσαν καὶ μερικοὶ κληρικοί, δίνει ψήφισμα συμπαράστασης, τὸ ὁποῖο καὶ διαβάζεται στοὺς συγκεντρωμένους. […]
Τὸ Μάρτη τοῦ 1974 ἐκδίδεται ἀπὸ τοὺς χριστιανοδημοκράτες τοῦ ἐξωτερικοῦ τὸ ἔντυπο «Καινούργιοι ὁρίζοντες». […] Στὴ δεύτερη σελίδα ἀπευθύνουν ἀνοιχτὴ ἐπιστολὴ στὸν κλῆρο καὶ τὴν πνευματικὴ ἡγεσία τῆς Ἑλλάδος. Ὁ λόγος τους εἶναι ὀξύτατος: «Δὲν ἐρχόμαστε νὰ σᾶς κολακέψουμε οὔτε καὶ νὰ σᾶς χαϊδέψουμε. Ἐρχόμαστε νὰ σᾶς κριτικάρουμε ὅσο γίνεται μὲ περισσότερη ἀγένεια, γιατὶ νομίζουμε ὅτι δὲν καταλαβαίνετε ἄλλη γλῶσσα… Εἶναι ἀσήμαντο γιὰ σᾶς, ὅτι Ἕλληνες παρακολουθοῦνται, καταδιώκονται, βασανίζονται, φυλακίζονται, ἐξορίζονται, δολοφονοῦνται ἀπὸ τοὺς τυράννους τῆς Πατρίδος μας; Γιὰ ποιὸν Θεὸ μιλᾶτε καὶ σὲ ποιὰ γλῶσσα; Εἶναι μιὰ ἄνευ προηγουμένου ἱστορικὴ κατάσταση νὰ ἐπικαλεῖσθε τὸν Θεό, Θεὸ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δικαιοσύνης καὶ νὰ σιωπᾶτε μπροστὰ στὸ δράμα τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ, τὴ στιγμὴ ποὺ καὶ αὐτὲς ἀκόμα οἱ πέτρες οὐρλιάζουν. Πολὺ μεγάλο τὸ ἔγκλημα, μεγάλη κι ἡ προδοσία… Ἂν εἴχατε σχέση μὲ τὸν Χριστό, ἔστω καὶ ἐλάχιστη, θὰ ἔπρεπε νὰ εἶστε πρωτοπόροι στὸν ἀγώνα ἐνάντια στὴ βία καὶ τὴν καταπάτηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων… Ποτάμι χύθηκε τὸ αἷμα τῶν νέων φοιτητῶν, ἐργατῶν καὶ ἄλλων ἀδελφῶν μας καὶ σεῖς οὔτε μιὰ λέξη συμπαθείας δὲν εἴπατε στὰ θύματα τῆς βαρβαρότητος. Εἶσθε συνένοχοι μὲ τοὺς ἐκμεταλλευτὲς καὶ βασανιστὲς τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ καὶ θὰ λογοδοτήσετε μιὰ μέρα ὁπωσδήποτε γι’ αὐτό. Ἡ σιωπή σας ἀπέναντι στὸ ἔγκλημα εἶναι ἡ πιὸ πρακτικὴ μορφὴ τῆς ἀθεΐας σας».  


Ἀνδρέα Χ. Ἀργυρόπουλου, Χριστιανοὶ καὶ πολιτικὴ δράση κατὰ τὴν περίοδο τῆς δικτατορίας (1967-1974), ἐκδ. Ψηφίδα, Ἀθήνα 2004 

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

ὁ τρυγητὴς τῆς ἐλευθερίας ἢ ἡ ἀναρχία ποὺ δὲν βολεύεται


Ὁ Μικέλης Ἄβλιχος γεννήθηκε στὸ Ληξούρι τὸ 1844. Σπούσασε στὴ Βέρνη καὶ ἔζησε ἀρκετὰ χρόνια στὴ δυτικὴ Εὐρώπη, ὅπου ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς ἐπαναστατικὲς ἰδέες. Στὴ Βέρνη γνωρίστηκε καὶ συνδέθηκε προσωπικὰ μὲ τὸν Μπακούνιν καὶ ἔγινε μέλος τῆς Α´ Διεθνοῦς. Ἴσως ἔλαβε μέρος στὰ γεγονότα τῆς παρισινῆς κομμούνας. Ἔγραφε σατιρικοὺς στίχους μὲ ψευδώνυμα καὶ ζοῦσε ἀσκητικά. Στὴ μικρή του ἡλικία ὑπῆρξε ἰδιαίτερα φιλακόλουθος. Πέθανε ξεχασμένος τὸ 1917. Λίγες ὧρες πρὶν ἔλεγε: «μὴν κλαῖτε· ὁ Μικέλης πάει στὴ ζωή!»

 Εἶπε γιὰ τὴ γνώση: «εἶναι ἡ γνώση κύκλος ποὺ ὅσο ἀξένει τὰ ὅρια τῆς ἀγνοίας μας πλαταίνει».

Καὶ γιὰ τὴν ἀναρχία: «πρὸς ἀπάντησιν εἰς τὸν λόγον σας κυρία Μαίρη ὅτι δὲν εἶμαι ἀναρχικός, ἀλλ’ ἀριστοκράτης, σᾶς λέγω ὅτι ἐν μέρει καὶ τὸ βεβαιῶ, ἐν μέρει καὶ τὸ ἀρνοῦμαι, διότι ἡ ἀναρχία εἶναι ἄκρατος ἀριστοκρατία».

Ὁ Ἄβλιχος ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο, ἂν καὶ ἦταν ἄπιστος, καὶ ἔλεγε ὅτι ἀκόμα δὲν τὸ εἶχε καταλάβει, τόσο βαθειὰ ἦταν γραμμένο. Ἐπίσης γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο ἔλεγε ὅτι ὅλες οἱ Ἰνδικές, Ἑλληνικὲς καὶ Ρωμαϊκὲς φιλολογίες μπροστὰ στὸ Εὐαγγέλιο εἶναι μηδὲν καὶ μὲ μία τρίχα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀναλογεῖ ὅλος ὁ κόσμος.

Κάποια φορὰ τὸν εἶχαν διορίσει στ’ Ἀργοστόλι μέλος Ἐπιτροπῆς γιὰ νὰ μοιράσει χρήματα σὲ φτωχούς. Ὁ Ἄβλιχος δὲν ἤθελε νὰ εἶναι μέλος σὲ ἐπιτροπές. Ὑποχρεώθηκε λοιπὸν νὰ πάει νὰ ὑποβάλει τὴν παραίτησή του στὸν Πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς, ποὺ ἦταν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κεφαλονιᾶς Γεράσιμος Δόριζας, φιλόσοφος, μὲ ἰδέες πολὺ φιλελεύθερες. Ὁ Ἄβλιχος ὄρθιος μπροστὰ στὸν ἀρχιεπίσκοπο ὑποβάλλει τὴν παραίτησή του.
- Καθήσατε κ. Ἄβλιχε, τοῦ λέει ὁ ἀρχιεπίσκοπος.
- Τὶ θέλει ἕνας λύκος ἐν μέσῳ τῶν προβάτων, τὶ θέλω ἐγὼ ’δῶ μέσα ἕνας ἀναρχικὸς ἄνθρωπος;
- Καὶ νομίζετε κ. Ἄβλιχε πὼς αὐτὸς ὁ θρόνος ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν ἀναρχία;
- Ἒ τότε νὰ καθήσω.
Καὶ ἀφοῦ συζήτησαν πολὺ ὥρα οἱ δύο ἄνδρες, λέει ὁ ποιητής!
- Δὲν εἶσαι δεσπότης.
- Ἀλλὰ τότε τὶ εἶμαι Μιχαλάκη;
- Εἶσαι δεσμώτης.
- Τὸ ἐμάντευσες.
Καὶ ἀπὸ τότε τὸν Ἄβλιχο τὸν συνέδεσε μεγάλη φιλία μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Δόριζα.

Ὅταν πρωταντίκρυσε ἀεροπλάνο εἶπε στοὺς φίλους του: «γιὰ φαντασθεῖτε ὁ ἄνθρωπος τὶ ἔκανε, κατόρθωσε νὰ γίνει πουλὶ και ψάρι. Ἕνα μόνον δὲν κατόρθωσε νὰ γίνει ἄνθρωπος!»


Κάποτε ρωτήθηκε στὸ δικαστήριο ὡς ἔνορκος ποιὰ θρησκεία πρεσβεύει καὶ ἀπάντησε ὡς ἑξῆς: «οὐδεμία· ἀλλ’ ἐν τοσούτῳ εἶμαι χριστιανός, διότι αἱ θρησκεῖαι εἶναι δεσμὸς τῆς ἀνθρωπότητος, ἐνῶ ὁ χριστιανισμὸς εἶναι ἐναγκαλισμὸς τῆς ἀνθρωπότητος».

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

ἡ ὀρθολογικότητα ὡς ἀπωθημένο τοῦ φόβου


Θεόδωρος Στάμος


(Ὁ Χέγκελ) στὸ ὄνομα τῆς ὀρθολογικότητας ἔπρεπε νὰ ἀγνοήσει τὴν βιωμένη ἐμπειρία. Τὸν πόνο, τὸν θάνατο, τὸ ἀνεξακρίβωτο, δηλαδὴ ὅλα ὅσα ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἐλέγξει, ἀλλὰ στὰ ὁποῖα εἶναι ὑποδουλωμένος. «Τὸ πνεῦμα δὲν μπορεῖ νὰ χάνει τὸν καιρό του στὰ βάσανα ὁρισμένων ἀτόμων ˗γράφει ὁ Χέγκελ˗ οἱ ἀτομικοὶ σκοποὶ χάνονται μπροστὰ στὸ γενικό». Ὁ Χέγκελ προσπαθεῖ νὰ θεμελιώσει ὁλόκληρη τὴ φιλοσοφία του στὴν ὀρθολογικότητα. Ἐντούτοις, τὰ βαθύτερα θεμέλια τῆς ἐπινόησής του πολὺ ἀπέχουν ἀπὸ τὸ νὰ ὑπακούουν μόνο στὴν ὀρθολογικότητα. […] Οἱ ἐπιθυμίες, τὰ ἔνστικτα, οἱ φόβοι, οἱ ἀγωνίες, οἱ ἀπωθήσεις, οἱ ἀθετήσεις: ἰδοὺ πάνω ἀπὸ τὶ προσπαθεῖ νὰ ἀνυψωθεῖ ἡ ὀρθολογικότητα τῆς ἱστορίας […].
Ἡ ἐπίμονη πίστη στὴν ὀρθολογικότητα χρησιμεύει γιὰ νὰ ὑπομένει (ὁ ἄνθρωπος) τὸν φόβο ποὺ προκαλεῖ ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ἕνας Ντοστογιέφσκι ἢ ἕνας Νίτσε ἀποδεικνύουν τὴν ἀβεβαιότητα αὐτῆς τῆς πίστης καὶ ἀποκαλύπτουν ὅτι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἱστορία εἶναι οὐσιαστικὰ ἕνα κατασκεύασμα, μηχανισμὸς αὐτοπροστασίας, παρωπίδες, τότε τὰ πάντα καταρρέουν: ἡ ὀρθολογικότητα μαζὶ μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη στὴν ἀλήθεια τῶν ἐπιστημῶν· καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτα νὰ πάρει τὴ θέση τοῦ ἐξόριστου Θεοῦ.
[…] ὁ Χέγκελ εἶναι ὀπαδὸς τῶν ἤπιων, μὴ βίαιων ἀλλαγῶν, δηλαδὴ ἀλλαγῶν μὲ μέτρο. Νὰ γιατὶ ἐφαρμόζει μὲ ἐπιμονὴ καὶ στενοκεφαλιὰ τὴ διαλεκτικὴ μέθοδο: στὰ χέρια του ἡ διαλεκτικὴ εἶναι ἕνα μέσο νὰ βολεύεται ἄνετα μέσα στὸ δεδομένο, μέσα στὸ ὑπαρκτό, αὐτὸ εἶναι τὸ ὄπλο τῆς ὀρθολογικότητας. Σχετικὰ μὲ τὴν ὀρθολογικότητα, ὁ Κίρκεγκωρ θὰ σημειώσει «πρόκειται γιὰ μιὰ χίμαιρα, ἡ ὁποία, στὸν Χέγκελ, καλεῖται νὰ ἐξηγήσει τὰ πάντα καὶ ποὺ παράλληλα εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ ἐκεῖνος δὲν ἔνιωσε ποτὲ τὴν ἀνάγκη νὰ ἐξηγήσει». Δὲν εἶναι καθόλου ἐντυπωσιακὸ ποὺ ὁ Χέγκελ δὲν τὸ ἔκανε: ἡ διαλεκτική του εἶναι, τελικά, ἐπικουρικὴ τῆς ἀπώθησης, τῶν ἀποσιωπημένων πραγμάτων. Καί, ὡς ἐπιχείρημα ἐπινοημένο νὰ ἐξηγήσει τὰ πάντα , εἶναι καὶ μέσο νὰ ἐκθρονίσει τὸν Θεό.
[…] Τὸ συμπέρασμα, τελικά, ἀπὸ τὸ ἐκπληκτικὰ ἀνυπόμονο καὶ ἀνήσυχο ὕφος του, εἶναι ὅτι φοβᾶται τὸν φόβο του. Φοβᾶται λοιπὸν ὅλα ὅσα δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει μὲ τὸ μυαλό του. Ἀλλὰ φοβᾶται κυρίως τὸν Θεό, τὴν ἀνεξέλεγκτη ἐλευθερία Του ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ ἀλλοιώσει τὸν ἄνθρωπο.

Λάζλο Φ. Φολντένυι, Ὁ Ντοστογιέφσκι διαβάζει Χέγκελ καὶ κλαίει, μτφρ, Εὐάγγελου Δ. Νιάνου, ἐκδ. Ἁρμὸς


Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

«εἶναι καιρὸς οἱ Χριστιανοὶ νὰ παύσουν νὰ εἶναι τόσο εὔκολα θρησκευτικοὶ»


Μπορεῖ ὁ μοντέρνος ἀθεϊσμὸς νὰ εἶναι μιὰ ἐπείγουσα ἐκ τῆς θείας προνοίας ἀπαίτησις γιὰ κάθαρσι τῆς ἰδέας τοῦ Θεοῦ, γιὰ ἀνέβασμα τοῦ διαλόγου στὸ βιβλικὸ καὶ πατερικὸ ἐπίπεδο, πάνω ἀπὸ κάθε σχολικὴ θεολογία. […]
Μπορεῖ ὁ κόσμος νὰ εἶναι τώρα κοντὰ στὴ θρησκευτικὴ πίστι ὅσο ποτὲ ἄλλοτε. Ἡ ἐπιστήμη δὲν παρουσιάζει πιὰ καμιὰ δυσκολία, ὁ ἀθεϊσμὸς δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ προβάλῃ κανένα σοβαρὸ ἐπιχείρημα. Ἀλλὰ ὑπάρχει ἕνα μεγάλο ἐμπόδιο, τὸ ὁποῖον προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Χριστιανωσύνη. Εἶναι ὁ λανθάνων ἀθεϊσμὸς τῶν μέσων πιστῶν, ἀποκοιμισμένων μέσα στὴν ἀνούσια καλὴ συνείδησί τους, ἡ ὁποία διαχειρίζεται τὴν μετάνοια τῆς καρδιᾶς. Αὐτὸς ὁ ἀνεπίκαιρος τρόπος τοῦ νὰ ζῇ κανεὶς μιὰν ἀφῃρημένη πίστι βεβηλώνει τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Μιὰ Mischna τὸ διακηρύσσει καθαρά: «Ἐνεργεῖτε σὰν νὰ ἤμουν ἀνύπαρκτος». Γιὰ τὸν Jean Rostand, ἡ νοσταλγία τοῦ Θεοῦ ἑνὸς ἀπίστου εἶναι ἄπειρα πιὸ βαθειὰ ἀπὸ κάθε «ἱκανοποίηση» ἑνὸς πιστοῦ. Εἶναι καιρὸς οἱ Χριστιανοὶ νὰ παύσουν νὰ εἶναι τόσο εὔκολα θρησκευτικοί, ὅσο οἱ ἄθεοι εἶναι δύσκολα ἄθεοι. […]
Simone Weil γράφει ὅτι ὑπάρχουν δύο εἴδη ἀθεϊσμοῦ, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ἕνα εἶναι μιὰ κάθαρσις τῆς ἰδέας τοῦ Θεοῦ. Κατὰ κάποιο τρόπο, μάλιστα, ἀποτελεῖ μιὰ χάρι. Ἡ Ἐκκλησία προσκαλεῖται νὰ παρουσιάσῃ στοὺς ἀνθρώπους τὴν «ἐπίδειξιν» τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ νὰ ἐγκαινιάσῃ ἕνα «οἰκουμενικὸ» διάλογο μὲ τὸν ἄθεο ἄνθρωπο, γιατὶ ὁ ἀθεϊσμὸς εἶναι καθαρὰ μιὰ χριστιανικὴ αἵρεσις. Ἡ αἵρεσις αὐτὴ δὲν ἐπλησίασε ποτὲ ἀκόμη τὴν πίστη στὴν οὐσία της. Ἡ πίστις δὲν ἀμφισβητεῖται μέσα σ’ ὅλη της τὴν μυστηριώδη πραγματικότητα σὰν δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ εἶναι οἱ πιστοὶ καὶ οἱ ἱστορικὲς ἐκφράσεις ποὺ ἀμφισβητοῦνται. […]
Ὁ ἀθεϊσμὸς ὑποχρεώνει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ διορθώσουν τὰ προφανῆ λάθη τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν ἄνθρωπο ταυτόχρονα μὲ τὸν Θεό, νὰ δείξουν ἐν τῷ Θεῷ μιὰ φανέρωσι τοῦ ἀνθρώπου.


Παύλου Εὐδοκίμωφ, Ἡ πάλη μὲ τὸν Θεόν, μτφρ. Ἰ. Κ. Παπαδοπούλου, Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 51991

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Βασίλης Σούκας - Ross Daly


ὁ ἐκφυλισμὸς τῆς ἐπαναστατικῆς δράσης


[…] Ὁ αναρχισμός, ἀπὸ κίνημα ἰσότητας καὶ δικαιοσύνης, ταυτίζεται μὲ δολοφονικὲς ἐνέργειες ἀπό τοὺς πολέμιούς του καὶ μέχρι σήμερα δὲν ἔχει μπορέσει νὰ ξεφύγει ἀπὸ αὐτὴν τὴ ρετσινιά. Σὲ αὐτὸ δὲν εἶναι ἄμοιροι εὐθυνῶν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἀναρχικοί. Δομικά, αὐτὰ τὰ κινήματα δὲν ἦταν διαφορετικὰ ἀπὸ τὰ ἔνοπλα ἀκροδεξιὰ κινήματα τῶν ΗΠΑ, καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴν Κοὺ Κλοὺξ Κλάν, ποὺ χρησιμοποίησε τὶς ἴδιες μεθόδους. Αὐτὸ ποὺ ἄλλαζε ἦταν ὁ στόχος. Στὴ περίπτωση τῆς Ἀκροδεξιᾶς τῶν ΗΠΑ, στόχος ἦταν οἱ μαύροι. Στὴν περίπτωση τῶν ἔνοπλων ἐπαναστατικῶν ὀμάδων ἦταν στελέχη τοῦ κατεστημένου, ἄσχετα ἂν ἦταν ἔνοχοι ἢ ἀθῶοι. Καὶ ἐδῶ ἐπικράτησε ἡ φασιστικὴ ἀντίληψη τῆς συλλογικῆς εὐθύνης. Ξεπέρασαν ἔτσι καὶ τοὺς ἴδιους τοὺς νόμους τοῦ κάθε ὁλοκληρωτικοῦ κράτους. Ἐκεῖ κάποια δίκη ἢ κάποιο στρατοδικεῖο στηνόταν, ἔστω καὶ γιὰ τὰ μάτια. Σ’ αὐτὲς τὶς ὀμάδες δὲν χρειαζόταν τίποτα. Ἀποφάσιζαν ποιὸς ἦταν ὁ ἔχθρὸς καὶ τὸν ἐκτελοῦσαν, ξεπερνώντας καὶ τὴν ἴδια τὴ μαφία στὴν ὁποία ποτὲ δὲν ἴσχυσε ἡ συλλογικὴ εὐθύνη. Τὸ θύμα πάντοτε ἦταν συγκεκριμένο. Στοὺς «δικούς μας ἐπαναστάτες» ἰσχύει ἡ συλλογικὴ εὐθύνη. Καὶ κατὰ τὰ πρότυπα τῶν ναζὶ δημιουργοῦν «Καλάβρυτα» στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ. Καὶ ἐφαρμόζουν τὴν ἀρχὴ τοῦ «συλλογικοῦ ὑποσυνείδητου», ποὺ σημαίνει πὼς ὅλοι εἶναι ἔνοχοι. […]

Περικλῆς Κοροβέσης Τὶ εἶναι ἐν τέλει ἡ πολιτικὴ βία; Ἰούλης 2010


Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

Συχώρα με, ἀγάπη μου, ποὺ ζοῦσα πρὶν νὰ σὲ γνωρίσω - μνήμη Τάσου Λειβαδίτη


Σαρωνικός, χαρακτικὸ τῆς Βάσως Κατράκη

Ἐπίλογος (Φυσάει)

[…] Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.
Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα,
ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται.
Ὅμως ἀπόψε, βιάζομαι ἀπόψε,
νὰ παραμερίσω ὅλη τὴ λησμονιὰ
καὶ στὴ θέση τῆς ν᾿ ἀκουμπήσω,
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη.
Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορὰ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τό ᾿χα μάθει ἀπὸ παιδί,
ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.
Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ
καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τοὺς πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.
Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.
Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί. […]

Συμφωνία ἄρ. 1

[…] Πάνω στὰ ὑγρὰ τσαλακωμένα σεντόνια μαραίνονταν τὸ γέλιο
τῶν ἀγέννητων παιδιῶν…
καὶ σμίγουν καὶ χωρίζουν οἱ ἄνθρωποι
καὶ δὲν παίρνει τίποτα ὁ ἕνας ἀπ᾿ τὸν ἄλλον.
Γιατί ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ πιὸ δύσκολος δρόμος νὰ γνωριστοῦν.
Γιατί οἱ ἄνθρωποι, σύντροφε, ζοῦν ἀπὸ τὴ στιγμὴ
ποὺ βρίσκουν μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.
Καὶ τότε κατάλαβες γιατὶ οἱ ἀπελπισμένοι
γίνονται οἱ πιὸ καλοὶ ἐπαναστάτες. […]

 Ὁ Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) ἀνέπτυξε ἔντονη πολιτικὴ δραστηριότητα στὸ χῶρο τῆς ἀριστερᾶς. Ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸ 1945 έως το 1951. Μὲ τὴ λήξη τῶν Δεκεμβριανῶν συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται. Μετὰ τὴ συμφωνία τῆς Βάρκιζας (1945) ἀφήνεται ἐλεύθερος. Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1948 συλλαμβάνεται καὶ ἐξορίζεται στὸ Μούδρο. Τὸ 1949 μεταφέρεται στὴ Μακρόνησο. Ἐπειδὴ δὲν ὑπέγραψε δήλωση μετανοίας μεταφέρεται στὸν Ἅη Στράτη κι ἀπὸ ’κεῖ στὶς φυλακὲς Χατζηκώστα στὴν Ἀθήνα, ἀπ' ὅπου ἀφέθηκε ἐλεύθερος τὸ 1951. Τὸ 1955 ὁ ποιητὴς δικάζεται στὸ Πενταμελὲς Ἐφετεῖο γιὰ τὸ ἔργο του «Φυσάει στὰ σταυροδρόμια τοῦ κόσμου». 




Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

«δὲν δικαιοῦνται μόνο οἱ ἐθνικόφρονες νὰ εἶναι χριστιανοί!»




Σὲ κάποια στιγμή, ἐνῶ εἴχαμε τακτοποιηθεῖ ὡραῖα, οἱ σκοπιὲς ἦταν στὶς θέσεις τους καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἤμασταν ξαπλωμένοι, μοῦ λέει ὁ Ἄρης:
«Παπούλη, τὶ μέρα εἶναι αὔριο;».
«Τρίτη…», τοῦ ἀπαντῶ.
«Πόσες ἔχει ὁ μήνας;».
«Αὔριο, δέκα ὀκτώ…».
«Δὲν γιορτάζω;».
«Δὲν ξέρω ἂν γιορτάζετε…».
«Δὲν μὲ λένε Θανάση;».
«Θανάση σᾶς λένε, ἀλλὰ δὲν ξέρω ἂν γιορτάζετε αὔριο…».
«Μὲ λένε Θανάση καὶ γιορτάζω αὔριο. Εἶναι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου…Θὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία αὔριο, πρωὶ-πρωί…».
Καὶ ἀπευθυνόμενος πρὸς ὅλους τοὺς μαυροσκούφηδες, συνέχισε:
«Λοιπὸν συναγωνιστές, θὰ πᾶτε ὅλοι στὴν ἐκκλησία μὲ προσοχή. Θ’ ἀνάψετε ὅλοι κεριά. Θὰ προσκυνήσετε τὶς εἰκόνες. Θὰ σταθεῖτε προσοχὴ καὶ δὲν θέλω νὰ διαπιστώσω καμμίαν ἀταξία, γιατὶ θὰ τὴν τιμωρήσω αὐστηρά. Θὰ δεῖτε τὶ θὰ κάνω ἐγὼ κι ὁ πάτερ Ἀνυπόμονος καὶ τὸ ἴδιο θὰ κάνετε κι ἐσεῖς. Θὰ πᾶμε νὰ πάρουμε κι ἀντίδωρο, θὰ φιλήσουμε καὶ τὸ χέρι τοῦ παπᾶ…».
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ πήγαμε στὴν ἐκκλησία, ὅπου ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία· μπροστὰ ὁ Ἄρης, μετὰ ἐγὼ καὶ ἀκολουθώντας ὅλοι οἱ μαυροσκούφηδες στὴ σειρά. Ἀνάψαμε τὸ κεράκι μας καὶ ἀσπασθήκαμε τὶς ἱερὲς εἰκόνες πρὸς μέγαλη ἔκπληξη τῶν χωρικῶν καὶ τοῦ παπα-Λάμπρου Τσέτσου, ἐφημερίου τοῦ χωριοῦ. Τοὺς ἔκαμε φοβερὴ ἐντύπωση ποὺ εἶδαν ν’ ἀνάβουν κερὶ οἱ ἀντάρτες καὶ ν’ ἀσπάζονται τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Καὶ μάλιστα ὁ Ἄρης! Γι’ αὐτοὺς ὁ Ἄρης ἦταν ὁ σφαγέας, ὁ ἄθεος ποὺ καίει τὶς εἰκόνες, ποὺ σπάει τοὺς Σταυρούς, ποὺ κάμει χίλιες δυὸ ἱεροσυλίες!
«Οἱ ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ βεβηλώνουν ἐκκλησίες, καῖνε καὶ καταστρέφουν εἰκόνες…».
Ἔτσι τοὺς ἔλεγαν κι ἀκόμη ἔτσι τοὺς λένε. Και, δυστυχῶς, δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ τὰ πιστεύουν καὶ τὰ διακηρύσσουν κιόλας αὐτά, γενικεύοντας αὐθαιρέτως περιπτώσεις ποὺ συνέβησαν μερικὰ χρόνια ἀργότερα, κατὰ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο, καὶ χρεώνοντάς τις στὴν Ἐθνικὴ ἀντίσταση 1941-44. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἄποψη, ποὺ ἀπὸ πολιτικὲς σκοπιμότητες προκύπτει καὶ αὐτὲς ἐξυπηρετεῖ, μόνον ὅσοι ἔχουν τὸ ἐξαιρετικὸ προνόμιο νὰ θεωροῦνται «ἐθνικόφρονες», μόνον ἐκεῖνοι δικαιοῦνται νὰ εἶναι χριστιανοί!


ἀρχιμ. Γερμανὸς Δημᾶκος – Πάτερ Ἀνυπόμονος, Στὸ βουνό, μὲ τὸν Σταυρό, κοντὰ στὸν Ἄρη

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

ὁ πατριωτισμὸς εἶναι τὸ μετάλλιο τῆς Ἀριστερᾶς


Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο γέννημα θρέμμα της οικονομικής κρίσης και εξαιρετικά ενδιαφέρον free press «Η Πατησίων ζει», ο δημοσιογράφος και διευθυντής του ραδιοφωνικού σταθμού «105,5 Στο Κόκκινο», Κώστας Αρβανίτης, απαντά στη μονολεκτική ερώτηση της Λίνας Καμπούρογλου, «Πατριωτισμός;», τα εξής: «Το μετάλλιο της Αριστεράς! Δεν ξέρω γιατί η Αριστερά κατεβάζει το κεφάλι και δεν το συζητάει».
Λοιπόν, έχω ακριβώς την ίδια απορία. Για ποιο λόγο ένα κομμάτι (μεγάλο ή μικρό, δεν ξέρω) της Αριστεράς δείχνει τόση αμηχανία, τόση παγωμάρα, κάποτε ακόμη και απέχθεια, απέναντι στην έννοια του πατριωτισμού; Γιατί φτάσαμε στο σημείο να ντρεπόμαστε να προφέρουμε τη λέξη «πατρίδα»; Και επιπλέον, γιατί θα πρέπει να παραχωρήσουμε τις πολύτιμες αυτές έννοιες στη Δεξιά, και πολύ περισσότερο στην Ακροδεξιά, όπως η Χρυσή Αυγή;
Ας θυμηθούμε ότι στο παρελθόν, δηλαδή στη διάρκεια του Εμφυλίου και έως τη χούντα των συνταγματαρχών, η Δεξιά κατηγορούσε γι' αυτό ακριβώς την κομμουνιστική Αριστερά, ότι δηλαδή επρόκειτο για απάτριδες που προσπαθούσαν να προσδέσουν τη χώρα μας στο άρμα των Σοβιετικών, και ότι η κρυφή και ανομολόγητη επιδίωξη και προσδοκία τους ήταν να γίνουμε τμήμα ή εξάρτημα στο λεγόμενο τότε Σιδηρούν Παραπέτασμα. Και η Αριστερά προσπαθούσε, με κάθε τρόπο, να το αρνηθεί και να αποδείξει το αντίθετο, εφ' όσον ο αγώνας για εθνική ανεξαρτησία ήταν, και είναι, μετωπικός στόχος της.
Ήταν τα χρόνια εκείνα που στους κόλπους της Αριστεράς έκανε θραύση ο διεθνισμός, κι εκεί πατούσε η Δεξιά για να προσάψει στους κομμουνιστές την κατηγορία που προανέφερα. Σήμερα, όμως, με την παγκοσμιοποίηση, συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Ο πατριωτισμός αποτελεί ίσως το ύστατο εμπόδιο, το ύστατο ανάχωμα, απέναντι στην παγκοσμιοποίηση (κι αν όχι το ύστατο, τουλάχιστον ένα από τα πιο δραστικά). Και είναι σίγουρο ότι, σήμερα πια, ούτε και ο πιο επιδέξιος ακροβάτης δεν θα μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και υπέρ του πατριωτισμού και υπέρ της παγκοσμιοποίησης.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, το ερώτημα παραμένει. Γιατί θα πρέπει η Αριστερά να δίνει την έννοια του πατριωτισμού βορά στη Χρυσή Αυγή; Γιατί να αφήνει να εκμεταλλεύονται τη συγκεκριμένη έννοια οι εθνικιστές; Εθνικισμός είναι να πιστεύεις ότι η χώρα σου (να πάλι η επιφυλακτικότητα να πει κάποιος τη λέξη «πατρίδα») είναι ανώτερη από τις άλλες χώρες, ή ότι ο λαός σου είναι ανώτερος από τους άλλους λαούς, ή απλώς ότι έχει χαρακτηριστικά τέτοια που τον καθιστούν ανώτερο.
Να αγαπάς, όμως, τον τόπο που γεννήθηκες, είναι αυτονόητο, κατ' αρχάς. Τι να αγαπάς δηλαδή, το πουθενά; Κανένας δεν έχει γεννηθεί στη μέση του πουθενά. Είναι ποτέ δυνατόν, όλα όσα έμαθες και συνήθισες, τη γλώσσα, την κουλτούρα και τα ήθη και τα έθιμα με τα οποία μεγάλωσες, να μην τα αγαπάς; Είναι σαν να απεχθάνεσαι, ή ακόμη και σαν να μισείς, τον εαυτό σου!
Όχι, αυτή την έννοια του πατριωτισμού, όπως την εξήγησα μόλις, δεν τη δίνω δώρο στους δεξιούς, τους εθνικιστές, τους φασίστες. Προτιμώ να την κρατήσω για μένα. Αρκετά παγκοσμιοποιημένοι είμαστε ήδη όλοι μας, με τα ξένα βιβλία, τις ταινίες, τη μουσική, τα έργα ζωγραφικής και τα υπόλοιπα που έχουν κάνει κατοχή στις ψυχές μας τα τελευταία χρόνια, εξαλείφοντας σχεδόν οτιδήποτε γηγενές. Δεν χρειάζεται να χάσουμε και τα ελάχιστα στοιχεία εθνικής ταυτότητας που μας έχουν απομείνει.
Αξιοπρόσεκτο είναι ότι, εάν συζητήσεις λίγο περισσότερο με όσους ενοχλούνται και αποδοκιμάζουν την έννοια του πατριωτισμού, νεοφιλελεύθερους ή Αριστερούς, ανακαλύπτεις ότι όλο και κάποια άλλη χώρα, όλο και κάποιον άλλο πολιτισμό θαυμάζουν και υπολήπτονται. Βρίσκονται δηλαδή σε μια σχιζοφρενική κατάσταση όπου θαυμάζουν και ασπάζονται στοιχεία ξένα, αλλά απεχθάνονται ή αποστρέφονται τα δικά μας.
Εάν δεν υπήρχε μια τόσο σαφής πολιτική διάσταση στο όλο θέμα, και το διαπραγματευόμασταν με όρους αποκλειστικά ψυχολογικούς ή ψυχιατρικούς, θα λέγαμε ότι οι προαναφερθέντες χρήζουν θεραπείας. Επειδή, όμως, ο πατριωτισμός είναι πρωτίστως ένα πολιτικό ζήτημα, και επειδή ακριβώς στις μέρες μας ένα αριστερό κόμμα έχει καταλάβει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και σε λίγο ίσως κληθεί να κυβερνήσει, ας μείνουμε στην αναγκαιότητα να ξεσκονίσει επιτέλους η Αριστερά το μετάλλιό της, που με τόσους κόπους και θυσίες έχει κατακτήσει.

Ο πατριωτισμός είναι το μετάλλιο της Αριστεράς
Δεν πρέπει να τον αφήνουμε βορά στον εθνικισμό και το φασισμό

Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΥ, συγγραφέα

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 1/10/13