Κυριακή 27 Απριλίου 2014

γιὰ τὸν ἐθνισμὸ καὶ τὴν ὑπεράσπισή του


[…] θα 'πρεπε επομένως, εκ μέρους της επαναστατικής Αριστεράς, καταρχήν να υπάρχει μια αντίδραση σε κάθε περίπτωση που η νέα τάξη προσπαθεί να κατακερματίσει ένα ήδη συγκροτημένο σύνολο και να τασσόμαστε κατά της προσπάθειας αυτής. Και εάν αυτό συμβεί, όταν βρισκόμαστε μπροστά στην ανασυγκρότηση νέων εθνικών κρατών, που αναζητούν σαν προστασία τους απέναντι στον πολιτικό έλεγχο της νέας τάξης, μια δική τους εθνική ταυτότητα, αυτό να μην μας οδηγεί σε μια αρνητική καταδίκη των προσπαθειών αυτών. 

[…] Νομίζω ότι πράγματι είναι σωστό ότι η Ελλάδα σήμερα απειλείται. Ότι υπάρχει ένας κίνδυνος. Ότι υπάρχει ένα σχέδιο αναδόμησης των Βαλκανίων, στο οποίο κυριαρχικό ρόλο θα παίξει η Γερμανία, οι ΗΠΑ και η Τουρκία, χρησιμοποιώντας τις μουσουλμανικές μειονότητες από τη Βουλγαρία, τη Θράκη, τα Σκόπια, το Κοσσυφοπέδιο, την Αλβανία, τη Βοσνία. Όπου η Ελλάδα βρίσκεται ουσιαστικά απομονωμένη και δεν έχει ως σύμμαχο -από άποψη γεωπολιτική- παρά τους Σέρβους. […]

Προσωπικά θεωρώ ότι είναι αναγκαίο οι Έλληνες να αποκτήσουν μια συνείδηση του εθνισμού τους και να είναι έτοιμοι, όταν πρόκειται να γίνει μία περαιτέρω συρρίκνωση του λεγομένου εθνικού τους κορμού, να αντισταθούν. Να μην επαναλάβουν το έγκλημα, την αδυναμία, την προδοσία, τη δειλία που έδειξαν στο ζήτημα της Κύπρου. Δεν είμαι υπέρ μιας επανάληψης της Κύπρου και στην Ελλάδα. Δεν θεωρώ ότι είναι τίποτα το διεθνιστικό μία αδιαφορία πλήρης αν γίνει ή δεν γίνει και στην Ελλάδα κάτι παρόμοιο που έγινε στην Κύπρο. Μα με ποιο θάρρος μπορείς να λες ότι είσαι υπέρ των Κούρδων ή των Παλαιστινίων που ζητάνε μια πατρίδα κι όταν γίνει σʼ ένα τμήμα δικό σου εισβολή, κατοχή, αλλαγή πληθυσμών και δημιουργείται δικό σου παλαιστινιακό ζήτημα, ποια στάση κρατάς απέναντι στην Κύπρο; Και ξεκινώντας απʼ αυτά, ποια στάση πρόκειται να κρατήσεις αν συμβεί κάτι παρόμοιο στην Ελλάδα; Είναι σωστό ότι ο εθνισμός που είναι απαραίτητος, δεν είναι σε καμία αντίθεση με το διεθνισμό. Ο κάθε διεθνιστής έχει και μια ιδιαίτερη πατρίδα και είναι φυσικό την πατρίδα αυτή να την αγαπάει όχι περισσότερο από τις άλλες, αλλά τουλάχιστον το ίδιο. 
Είναι φυσικό επίσης να αισθάνεται ότι δεν μπορεί να έχει δράση επαναστατική, αν δεν δείχνει απέναντι στο λαό του μια συμπαράσταση. Σε ποιον κάτοικο της χώρας σου μπορείς να μιλήσεις και να πεις ότι σου είναι αδιάφορη η ιστορία της Κύπρου ή η επανάληψη της ιστορίας της Κύπρου αύριο και να νομίζεις ότι με τέτοια στάση μπορεί να χεις οποιοδήποτε δεσμό με το λαό σου για άλλες επιτεύξεις; Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι. 
Είναι εντελώς σωστό να λέμε αυτό: δεν διεκδικούμε απολύτως τίποτα. Πράγματι δεν διεκδικούμε. Και οποιοσδήποτε πόλεμος επιθετικός και για πλιάτσικο είναι καταδικαστέος από εμάς. Οποιοδήποτε «γιουρούσι» που ορισμένοι σκέπτονται ακόμη στην Αλβανία για να ξαναπάρουμε τη Βόρεια Ήπειρο είναι λανθασμένο. Οποιοδήποτε γιουρούσι και πλιάτσικο, οποιοσδήποτε επιθετικός πόλεμος δεν είναι μόνο καταδικάσιμος, γιατί αλλάζει το χαρακτήρα της αντίστασης του λαού, αλλά είναι και εσφαλμένος μέσα στις τωρινές συνθήκες, θα καταλήξει σε μία γενικότερη σύρραξη από την οποία η Ελλάδα δεν πρόκειται να κερδίσει απολύτως τίποτα. Αλλά, ενώ είναι τελείως σωστό να λέμε ότι δεν διεκδικούμε απολύτως τίποτα, να προσθέτουμε επίσης -διότι αυτό είναι ζήτημα που πρέπει να το εξετάσουμε σοβαρά- ότι είμαστε υπέρ της πληρότητας των δικαιωμάτων οποιασδήποτε εθνικής μειονότητας υπάρχει στην Ελλάδα και πρέπει να δούμε πού υπάρχουν συγκεκριμένα ζητήματα και εκεί που γίνονται αδικίες να επανορθωθούν έγκαιρα. Όχι όπως κάναμε με την τουρκική μειονότητα εν μέρει στην Κύπρο. Λέγοντας αυτά, λέμε επίσης ότι όσο είμαστε εναντίον οποιουδήποτε επιθετικού πολέμου, όπως είμαστε βέβαια υπέρ της υπεράσπισης μειονοτήτων δικών μας στο εξωτερικό, έτσι δεν είμαστε διατεθειμένοι να παραχωρήσομε πια τίποτα από το συγκεκριμένο εθνικό κορμό που έχουμε.
Κι όταν λέμε τίποτα αυτό το πράγμα πρέπει να είναι μια εντελώς διαφορετική, ιδεολογική και πρακτική προετοιμασία κυρίως της νεολαίας μας, η οποία εν μέρει έχει προσβληθεί από το μικρόβιο του ευρωπαϊσμού και της πολιτιστικής αμερικανοποίησης. 

Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο)
  
Το κείμενο αποτελεί μέρος της εισήγησης του Μιχάλη Ράπτη σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1994 από τα περιοδικά Convoy, Mατσακόνι και τον όμιλο «Πρωταγόρας», στο Πολυτεχνείο. Περιοδικό Convoy, τεύχος 18, Ιούνιος 1995.


Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

πολιτευόμενοι ἐν (ἐξ)Ἐγέρσει



Ἡ αὐτοψία τοῦ ἠγαπημένου μαθητῆ Ἰωάννη μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστὶ καὶ ὅτι τὰ πάντα ἐγένετο διὰ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἄρα ἡ Ἐκκλησία δικαίως ἀναγνωρίζει στὸν ἔρωτα τὴ συστατικὴ ἀρχὴ τῶν ὄντων. Μὲ ἄλλα λόγια, ἀγαπώντας ὑπ-άρχω Λογικά: Συντονίζω δηλαδὴ τοὺς ὅρους τῆς ζωῆς στὴ φυσικότητα ποὺ ἐλεύθερα θέλησε καὶ ἔκτισε ὁ Λόγος. Ἐπειδὴ λοιπὸν τὸ γεγονὸς τῆς ὕπαρξης εἶναι προϊὸν ἐλευθερίας δὲν ἀποκλείεται ἡ δυνατότητα νὰ ὑπάρξω παρα-Λόγως.
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ εἰκόνα τῆς Γενέσεως: Ὁ Ἀδὰμ ἀναγνωρίζει ἀρχικὰ στὴν Εὔα τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτὸ (ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου), ἐνῶ ἀργότερα ἡ Εὔα γίνεται ὁ ἑαυτός της - μία ξέχωρη ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ ὕπαρξη (ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ’ ἐμοῦ). Εἶχε μεσολαβήσει ἡ ἐλεύθερη ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου νὰ συστήσει ἀρχὴ τῆς ζωῆς του ὄχι τὴ σχέση ἀλλὰ τὴ σχάση: Ὁ ἄλλος δὲν εἶναι ὁ ἑαυτός μου ἀλλὰ ὁ ἑαυτός του.
Ὁ Λόγος σαρκώνεται καὶ προσλαμβάνει τὸν θάνατο γιὰ νὰ τὸν θανατώσει, ὥστε τὸ εἶναι νὰ ξαναβρεῖ τὴν κατὰ χάριν ἄναρχη ἀρχή του, τὴν ἐλευθερία τῆς Λογικῆς. Μόνο ποὺ ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι γεγονὸς αὐτονόητο καὶ στατικό. Προϋποθέτει τὴ γυμνασία – σταύρωση τῆς αὐτιστικῆς ροπῆς νὰ εἶμαι ὁ ἑαυτός μου, ὥστε νὰ ἀναστηθεῖ ἡ ἐλευθερία ποὺ ἀναζητᾶ καὶ βρίσκει τὸν ἑαυτὸ στὸν ἕτερο.
Οἱ πολιτικὲς δυνατότητες αὐτῆς τῆς ἀνακαίνισης εἶναι γνώριμες στὴν Ἐκκλησία, γι’ αὐτὸ παιανίζει τὸ βράδυ τῆς Ἀναστάσεως μὲ τὸ στόμα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ζωὴ πολιτεύεται». Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ζωὴ ἔπαψε νὰ πολιτεύεται Λογικά, δηλαδὴ κατὰ χάριν ἀνάρχως, σημαίνει ὅτι ἡ Ἀνάσταση στενάζει μὲ εὐθύνη τῶν θρησκευόμενων, καὶ οὐχὶ ἐκκλησιαζόμενων, ὑπὸ τῆς διφυοῦς ἀτομοκρατίας· δηλαδὴ μεταξὺ μεταφυσικῆς καὶ ἠθικῆς, ποὺ ἐξορίζουν τὴν εὐθύνη τῆς πόλεως εἴτε σὲ ἕνα ἄσαρκο ἰδεολόγημα εἴτε στὸν ἀναπαυτικὸ ἀκτιβισμό. Καὶ τὰ δύο συνιστοῦν τὸ θρησκευτικὸ ἄλλοθι γιὰ τὴν πολιτικὴ ἐπιλογὴ τῆς ἀνεύθυνης ἀνάθεσης. Ἡ πολιτεία ποὺ ἀνασταίνει ὅμως ἡ Ἔγερση τοῦ Κυρίου θεμελιώνεται στὴν πρόταση «ἀλλήλους περιπτυξώμεθα», ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν ἀνάλογη «συγχωρήσωμεν πάντας τῇ Ἀναστάσει». Μὲ δεδομένο λοιπὸν ὅτι ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου θὰ γινόταν ἀνεξαρτήτως τῆς ἀστοχίας τοῦ Ἀδάμ, μὲ σκοπὸ νὰ ἱδρυθοῦν οἱ προϋποθέσεις τῆς ἀληθινῆς καὶ πλήρους κοινωνίας ἀκτίστου – κτιστοῦ, ὁ καταστατικὸς χάρτης τῆς καινῆς πολιτείας δομεῖται στὴν κοινωνία καὶ τὴν ἑτερότητα. Κάθε πολιτικὴ ἀπόπειρα ποὺ ἀγνοεῖ ἢ ὑποβαθμίζει τὶς δύο αὐτὲς ἀρχὲς τῆς σταυραναστάσιμης «ἄλλης βιοτῆς», ἐμποιεῖ καινοφανῆ ἀρχὴ ποὺ χαρίζεται ἀβασάνιστα στὸ βάναυσο κράτος τῶν ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων. Ὁ Ἀναστὰς Λόγος ὅμως νεκρώνοντας τὸν θάνατο, θανάτωσε καὶ τὶς σαρκωμένες συντεταγμένες τοῦ ᾍδου, οἱ ὁποῖες καὶ γεννοβολοῦν τὴν ἀγελαία ἀκοινώνητη ὁμοτροπία τῶν πολιτικῶν «–ισμῶν».
Ἡ βολικὴ γιὰ κάθε ἐξουσία χαύνωση τῆς ἀτομοκρατίας συνιστᾶ τὸ μεταπατορικὸ ἁμάρτημα γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἐθνοχριστιανισμὸς τῆς ἐπικρατοῦσας θρησκείας δὲν φαίνεται ἀκόμη νὰ ὀρρωδεῖ. Ἡ ἔγερση τῆς Λογικῆς ἐλευθερίας θὰ ξεκινήσει ἀπὸ τὴν κοινωνούμενη ἐμπειρία ὁ ἑαυτός μου νὰ γίνεται μετανάστης. Ὅταν ἀποφασίσει νὰ ἀπογαλακτίζεται ἀπὸ τὴ μητριὰ τῆς ἐγωκτησίας καὶ νὰ ἀναζητᾶ πατρίδα ὡς ἐγωδότης στὸν πλησίον, τότε ἡ Ἀνάσταση δὲν θὰ εἶναι πιὰ ἀργία ἀλλὰ ἐορτή, δηλαδὴ συγκροτούμενη πολιτεία.         


Χριστὸς Ἠγέρθη!

Ἀνδρέας Γ. Βιτούλας

Τρίτη 15 Απριλίου 2014

στὸν τόπο τῆς ἀναρχίας

Μιχάλης Βασιλάκης, Σήμερον κρeμᾶται ἐπὶ ξύλου
Ὁ θάνατος εἶναι ἔλλειψη. Ἡ ἐξουσία ἁρπάζει καὶ κατακτᾶ γιατὶ δὲν διαθέτει τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς. Ἀπαιτεῖ καὶ ὑποχρεώνει, γιὰ νὰ γεμίσει τὸ κενὸ ποὺ συνιστᾶ τὸν θάνατο. Γι’ αὐτὸ τροφὸς τοῦ θανάτου εἶναι ἡ ἐξουσία.
Ἡ ζωὴ «σὰρξ ἐγένετο». Ἀπέκτησε τόπο. Καὶ ὁ θάνατος κολάζεται γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο: Γιατὶ ἤθελε ἡ ζωὴ νὰ εἶναι ἐξορισμένη στὴν οὐ-τοπία καὶ νὰ καπηλεύεται τὸν χῶρο της. Τώρα εἶναι ἀναγκασμένος νὰ ζεῖ ὡς μερισμὸς στοὺς κόλπους τῆς καθολικότητας. Μὲ τὴν ἐξουσία ἐπιδιώκει νὰ διεκδικεῖ καὶ νὰ ὑποτάσσει γιὰ νὰ ὑπάρξει. Εἶναι παράσιτο, γιατὶ ὁ σφετερισμὸς δὲν συνιστᾶ τόπο. Τὸ δείχνει στὸν ὄρθρο τῆς Μεγάλης Δευτέρας ὁ Χριστὸς φανερώνοντας στοὺς μαθητὲς ὅτι ὁ Ἴδιος δὲν θέλησε νὰ εἶναι ἡ ἰσότητά Του μὲ τὸν Πατέρα προϊὸν νοσφισμοῦ.
Ἂν συνέβαινε ἡ ἰδιοποίηση τῆς Θεότητας ἀπὸ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ θὰ ὑποδήλωνε τὴν ὑποταγή Του στὴν ἀπρόσωπη ἀρχὴ τῆς Θεότητας. Ποτὲ δὲν θὰ ὑπερχείλιζε ἡ πληρότητα τῆς ἀνάρχου ὑπάρξεώς Του, ὥστε κενούμενος νὰ συν-χωρέσει τὸ δημιούργημά Του. Πῶς νὰ βρεθεῖ ἐκτὸς ἑαυτοῦ «δι’ ὑπερβολὴν ἐρωτικῆς ἀγαθότητος» ὁ προσδιορισμένος ἀπὸ μία ἀρχή; Ἡ ἀναγκαιότητα αὐτὴ σημαίνει ἄτεγκτη ὑποχρέωση νὰ εἶμαι αὐτὸ ποὺ εἶμαι. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ Υἱὸς Τοῦ Θεοῦ ἐνδύθηκε τὸν τρόπο τοῦ κτιστοῦ. Γιὰ νὰ τοῦ παραχωρήσει τόπο, γιὰ νὰ φανερώσει τὴν ἀναρχία Του καὶ νὰ προσκαλέσει στὴ μετοχή της.
Ἡ ἀνάβαση λοιπὸν στὸ Γολγοθὰ γίνεται γιὰ νὰ δοῦμε ἀπὸ ψηλὰ τὸν τόπο ποὺ μᾶς χάρισε ἡ κένωση τοῦ Λόγου. Θὰ τὸν κατοικήσει ὅποιος κατέλθει ἀπὸ τὸν Σταυρὸ νεκρὸς γιὰ τὸν θάνατο. Ὄντες μὴ αὐτόνομοι ἀπὸ τὸν θάνατο, τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ «ζοῦμε» ὡς αὐτονομιστές, ἔχοντες τὴν ψευδαίσθηση ὅτι τὸ φέουδο τῆς ἰδιωτείας μας συνιστᾶ τόπο καὶ μάλιστα τὸν κατεξοχήν. Γι’ αὐτὴ τὴν αἰχμαλωσία στὴ μεταφυσικὴ λυπᾶται ὅποιος ὑψώνεται στὸ Σταυρὸ καὶ κατοπτεύει τὴν Ἀνάσταση.
Ἡ ἐξουσία κάνει μεροκάματα στὸ θάνατο. Ἂν πάψει νὰ ὑπάρχει ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν ἄλλον -αὐτὸ ἐργάζεται ὁ Σταυρὸς ποὺ ἑνώνει τὰ πρώην διεστῶτα- ἡ ἐξουσία μαίνεται αὐτοκολαζόμενη. Ὁ Νυμφίος στὸ αἴτημα τῆς μάνας τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου νὰ ἀποκατασταθοῦν τὰ τέκνα της στὴ βασιλεία Του, ἀντιτείνει τὸν Σταυρὸ διδάσκοντας τοὺς μαθητὲς «μὴ ὁμοιοῦσθαι τοῖς ἔθνεσιν εἰς τὸ κατάρχειν τῶν ἐλαχιστοτέρων» (ὄρθρος Μ. Δευτέρας). Γι’ αὐτὸ ὁ Ἰούδας ἑτοιμάζεται νὰ προδώσει καὶ οἱ Φαρισαῖοι νὰ συγκαλέσουν τὸ συνέδριο τῆς ἀνομίας (ὄρθρος Μ. Τρίτης). Γι’ αὐτὸ ὁ προδότης μαθητὴς φθονεῖ τὴν πόρνη. Γιατὶ δὲν ἔχει μάθει νὰ ἀναζητᾶ τόπο σὰν ἐκείνη, παρὰ μόνο νὰ τὸν λεηλατεῖ. Ὅμως ὁ «φθόνος οὐκ οἶδε προτιμᾶν τὸ συμφέρον» (ὄρθρος Μ. Τετάρτης). Κορεσμένος ἀπὸ τὴ ματαιοπονία τῆς ἐξουσιαστικῆς πειρατείας του σκοτώνει τὸν ἑαυτό του, γιατὶ δὲν τὸν ἀντέχει πεθαμένο. Ζώντας «ἀλλήλοις ὑποταγέντες καὶ ἀλλήλων τοὺς πόδας ἐκπλύνοντας» (ὄρθρος Μ. Πέμπτης) τανυόμεθα σταυρικὰ γιὰ νὰ ἀλληλοπεριχωρούμαστε. Ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν ἐγκιβωτισμένο στοὺς ἰδίους ὅρους ποὺ «ὤρυξεν ἑαυτῷ φρέαρ συντετριμμένον» (ὄρθρος Μ. Παρασκευῆς) καὶ κατεπόθη ὑπὸ τῆς πεισματώδους ἀσθένειας νὰ αὐτοπραγματώνεται, δηλαδὴ νὰ ἐξουσιάζει.
Ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα εἶναι ὁδοιπορία στὸν τόπο τῆς ἀναρχίας. Ἐκεῖ ὅπου παύεται ἡ ἀρχὴ τῆς ἑτερονομίας μου νὰ ζῶ ἀποστασιοποιημένος ἀπὸ τὸν ἄλλον· ἐκεῖ ὅπου πεθαίνει ἡ ἀρχὴ τῆς ἀναγκαίας μου ὕπαρξης. Σταυρώνοντας τὴν προσδιοριστική μου ἀρχὴ νὰ συγκεφαλαιώνω στὸ σαρκίο μου τοὺς ὅρους καὶ τὰ κριτήρια τῆς ζωῆς, βρίσκω θέση στὸν τόπο τῆς καθολικότητας. Ἀνασταίνομαι ἀπὸ τὴν αὐτονομιστικὴ οὐ-τοπία τῆς ἐξουσίας στὴν αὐτονομία τῆς ἀγαπητικῆς ὁλοκληρίας. Ἐκεῖ ἡ ἐξουσία εἶναι ἁπλῶς περιττή, ἀφοῦ ἡ μήτρα της, ἡ ἀνάγκη νὰ ὑπ-άρχω, θανατώθηκε καὶ μπορῶ πιὰ νὰ εἶμαι δωρεάν.    


Ἀνδρέας Γ. Βιτούλας   

  

Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

κομμουνισμὸς ὑπὸ τὴ σκέπη τοῦ Ταξιάρχη

[…] Τὸ 19ο αἰώνα καὶ μέχρι τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Λέσβου, τὸ μοναστήρι τοῦ Ταξιάρχη ἀναλάμβανε νὰ πληρώνει τοὺς μισθοὺς τοῦ προσωπικοῦ του καὶ τῶν δασκάλων τῆς κοινότητας. Συμμετέχει στὰ ἔξοδα κατασκευῆς καὶ συντήρησης τοῦ ὁδικοῦ καὶ ὑδραυλικοῦ δικτύου τῆς κοινότητας. Ἔτσι ὁ Ταξιάρχης τοῦ Μανταμάδου μετέχει ἐνεργὰ στὴ ζωὴ τῆς κοινότητας.
[…] Τὸ κοινοτικὸ ἐλαιοτριβεῖο συνέχισε νὰ λειτουργεῖ μέχρι τὴ δεκαετία τοῦ 1960. Ὁ ρόλος του ἦταν διπλός: πρῶτον, νὰ ἀλέθει τὶς ἐλιὲς σὲ τιμὲς εὐνοϊκὲς γιὰ τοὺς παραγωγοὺς καὶ δεύτερον νὰ δίνει δουλειὰ στοὺς πιὸ φτωχοὺς ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ χωριοῦ. Μάλιστα, μετὰ τὸν ἐμφύλιο, τὸ κοινοτικὸ ἐλαιοτριβεῖο ἀποτέλεσε καταφύγιο γιὰ τοὺς κομμουνιστὲς τοῦ χωριοῦ ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ βροῦν ἀλλοῦ ἐργασία ἐξαιτίας τῶν πολιτικῶν τους φρονημάτων. […]
Σὲ αὐτὴν τὴ φάση ὀφείλουμε νὰ ἀπαντήσουμε στὸ βασικὸ ἐρώτημα τῆς ἐργασίας μας. Πῶς σ’ αὐτὴν τὴν κοινότητα τῶν φανατικῶν πιστῶν ὁ κομμουνισμὸς μπόρεσε νὰ βρεῖ γόνιμο ἔδαφος γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ. Πῶς οἱ Μαναταμαδιῶτες μπόρεσαν νὰ κρατήσουν μιὰ ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴν πίστη τους καὶ τὶς πολιτικοκοινωνικές τους ἀντιλήψεις; […]
«Οἱ ἄνθρωποι στὸ Μανταμάδο ἀνήκαν στὴν ἀριστερὰ γιατὶ ἦταν πολὺ φτωχοὶ ἀλλὰ καὶ γιατὶ ἦταν γεμάτοι καλοσύνη. Εἴμασταν ὅλοι κομμουνιστὲς ἀλλὰ πιστεύαμε καὶ στὸν Ταξιάρχη. Δὲν μποροῦσες νὰ ξεχωρίσεις αὐτὰ τὰ δυό. Μπορεῖ νὰ φαίνεται παράξενο ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν εἴμασταν ἐνάντια στὴ θρησκεία. Εἴμασταν ἴσως πιὸ ἔξυπνοι ἀπ’ τοὺς ἄλλους.» (συνέντευξη μὲ τὴ Νίκη Κ.- συνταξιοῦχος ἐτῶν 65)
Ὅμως καὶ οἱ μὴ κομμουνιστὲς δὲν παρατήρησαν στοιχεῖα «ἀντιθρησκευτικότητας» στοὺς κομμουνιστές. Ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Ἰγνάτις Κ.: «Κι οἱ κομμουνιστὲς πίστευαν στὸν Ταξιάρχη, ἔρχονταν στὴν ἐκκλησία καὶ σὲ ὅλες τὶς γιορτές. Δὲν ἄκουσα ποτὲ νὰ ποῦν γιὰ κάποιον νὰ ποῦνε πὼς εἶναι ἄθεος. Ἐξάλλου ὑπῆρχαν καὶ ἐπίτροποι τῆς ἐκκλησίας καὶ ψάλτες ποὺ ἦταν κομμουνιστές. Στὸ Μανταμάδο, ἐμεῖς, τὴν πολιτικὴ καὶ τὴ θρησκεία τὰ ξεχωρίζαμε».
[…] Μέσα σ’ αὐτὴν τὴν ὀπτικὴ τῶν πραγμάτων εἶναι εὐκολότερο νὰ κατανοήσουμε γιατὶ οἱ κομμουνιστὲς τοῦ Μανταμάδου φώναξαν σὲ μιὰ συγκέντρωσή τους τὸ 1958: «Κι ὁ Ἅγιος εἶναι μαζί μας». Μὲ ἄλλα λόγια ἂν ὁ Ταξιάρχης εἶναι δίκαιος, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι κομμουνιστής. […] Γιὰ τοὺς Μανταμαδιῶτες, λοιπόν, δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀντίφαση ἀνάμεσα στὸ χριστιανισμὸ καὶ τὸν κομμουνισμό. Ὁ παράδεισος καὶ ἡ ἀταξικὴ κοινωνία εἶναι περίπου τὰ ἴδια πράγματα […].

Νίκος Μαραντζίδης, Τὸ θρησκευτικὸ μέσα στὸ πολιτικό: Θρησκεία καὶ πολιτικὴ σὲ μιὰ ἀγροτικὴ κοινότητα τῆς Λέσβου, περ. Νέα Κοινωνιολογία, τ. 20, Χειμώνας 1994-95


Κυριακή 6 Απριλίου 2014

σμιλεύοντας τὴ γλῶσσα τῆς ζωῆς

σκηνὴ ἀπ' τὸν Ἀντρέι Ρουμπλιὼφ

Ἐν πάσῃ περιπτώσει γίνεται σαφὲς ὅτι σκοπὸς κάθε τέχνης -ἐκτὸς ἂν ἀπευθύνεται στὸν «καταναλωτή», σὰν ἐμπορεύσιμο ἀγαθό- εἶναι νὰ ἐξηγήσει στὸν ἴδιο τὸν καλλιτέχνη καὶ στοὺς γύρω του γιατὶ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ποιὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς ὕπαρξής του· νὰ ἐξηγήσει στοὺς ἀνθρώπους γιὰ ποιὸ λόγο ἐμφανίστηκαν σ’ αὐτὸ τὸν πλανήτη - ἢ τουλάχιστον νὰ τοὺς θέσει τὸ ἐρώτημα.
[…] Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ τέχνη εἶναι σύμβολο τοῦ σύμπαντος, ἐφόσον ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀπόλυτη πνευματικὴ ἀλήθεια, ποὺ μᾶς τὴν κρύβουν οἱ θετικιστικές, πρακτικὲς ἐνέργειές μας.
Γιὰ νὰ ἀσχοληθεῖ κανεὶς μὲ ἕνα ἐπιστημονικὸ σύστημα πρέπει νὰ φτάσει, μέσα απὸ λογικὲς διαδικασίες σκέψης, σ’ ἕνα στάδιο κατανόησης ποὺ ἀπαιτεῖ εἰδικὴ προπαιδεία. Ἡ τέχνη ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἀφήσει ἴχνη, θὰ γίνει αἰσθητή, θὰ συνταράξει καὶ θὰ γίνει ἀποδεκτή, θὰ κερδίσει ἀνθρώπους, ὄχι μὲ ἀδειάσειστα λογικὰ ἐπιχειρήματα, παρὰ μὲ τὴν πνευματικὴ ἐνέργεια μὲ τὴν ὁποία φορτίζει ὁ καλλιτέχνης ἕνα ἔργο. […]
Ἡ σύγχρονη τέχνη ἔχει πάρει λανθασμένη τροπή, καθὼς ἐγκαταλείπει τὴν ἀναζήτηση τοῦ νοήματος τῆς ὕπαρξης καὶ ἐπικυρώνει τὴν αὐταξία τοῦ ἀτόμου. Ὅ,τι φιλοδοξεῖ νὰ εἶναι τέχνη ἀρχίζει νὰ μοιάζει ἐκκεντρικὴ ἐνασχόληση διαβλητῶν προσώπων ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι κάθε ἀτομικὴ δραστηριότητα ἔχει καθαυτὴν ἀξία, ἁπλῶς καὶ μόνο ὡς ἐπίδειξη πεισματικῆς ἐπιμονῆς.
[…] Τὰ ἔργα τέχνης, ἀντίθετα μὲ τὰ ἐπιστημονικά, δὲν ἔχουν πρακτικοὺς στόχους, μὲ καμία ὑλικὴ ἔννοια. Ἡ τέχνη εἶναι μετα-γλῶσσα μὲ τὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦν νὰ ἐπικοινωνήσουν, νὰ μεταδώσουν πληροφορίες γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ ἀφομοιώσουν τὴν ἐμπειρία τῶν ἄλλων –στοιχεῖα ποὺ δὲν ἔχουν σχέση μὲ πρακτικὰ ὀφέλη, παρὰ μὲ τὴ συνειδητοποίηση τῆς ἰδέας τῆς ἀγάπης ποὺ τὸ νόημά της ἔγκειται στὴ θυσία, στὸ ἄκρο ἀντίθετο τοῦ πραγματισμοῦ. […]
Ἡ ἰδιαίτερη λειτουργία τῆς τέχνης δὲν εἶναι, ὅπως διατείνονται συχνά, νὰ διαδίδει ἰδέες, νὰ μεταδίδει σκέψεις, νὰ χρησιμεύει γιὰ παράδειγμα. Σκοπὸς τῆς τέχνης εἶναι νὰ ἑτοιμάσει τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὸ θάνατο […].


Ἀντρέι Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας τὸ χρόνο, μτφρ. Σεραφεὶμ Βελέντζας, ἐκδ. Νεφέλη, Ἀθήνα 1987

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

ὁ Θεός, τὸ μηδὲν κι ὁ ἀνεόρταστος βίος

σκηνὴ ἀπὸ τὴν ἕβδομη σφραγίδα τοῦ Μπέργκμαν
Ἡ γνώση λειτουργεῖ μὲ τὶς κατηγορίες τῆς ἐξωτερικότητας: αἴτιο καὶ ἀποτέλεσμα, φυσικὸς χῶρος καὶ χρόνος κ.λπ. Συνεπῶς, νοεῖ τὴν ἐσωτερικότητα ὡς προϊὸν τῆς ἐξωτερικότητας: ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀποκλειστικὸ δημιούργημα τοῦ περιβάλλοντος, ὁ νοῦς εἶναι ἡ ἀνώτερη μορφὴ ὀργάνωσης τῆς ὕλης, ἡ ἐσωτερικότητα εἶναι ἀντανάκλαση τῶν ἐξωτερικῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς. Ἔτσι, μέσα στὸν ὁρίζοντα τῆς γνωστικῆς συνείδησης, ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀπωθημένη εἰκόνα τοῦ πατέρα στὴν ψυχὴ τοῦ παιδιοῦ· τὰ ἔργα τέχνης εἶναι ἀλλοτριωμένες ἐκδηλώσεις ἀπωθημένων ἐπιθυμιῶν  γιὰ δύναμη, γιὰ ἐπιβίωση, γιὰ σέξ· τὰ ἔργα τοῦ πνεύματος εἶναι ἀλλοτριωμένες μορφὲς τῶν ἐξωτερικῶν παραγωγικῶν σχέσεων· ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα καὶ ὁμοίωση ὄχι τῆς ἐσωτερικότητάς του (τοῦ Θεοῦ), ἀλλὰ τῶν ἐξωτερικῶν φυσικῶν διαδικασιῶν (τοῦ ζώου).
Πόση ἀνεκλάλητη βία καὶ ἀπανθρωπία καὶ βαρβαρισμὸ κλείνουν αὐτὲς οἱ προτάσεις, ὁλοένα καὶ σαφέστερα τὸ δείχνει ἡ σύγχρονη ἱστορία μας. Τὸ κράτος ποὺ ἐνσάρκωσε ἐπισήμως αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὸν «ἐπιστημονικὸ ἀνθρωπισμὸ» τὸ ζοῦν ἤδη ἑκατομμύρια ἀνθρώπων, ὡς κράτος ζόφου.
[…] «Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὸν κόσμο ἐκ τοῦ ΜΗΔΕΝΟΣ». Ὅταν ὁ Θεὸς ἐκλείψη καὶ ἀτονίση ἡ δημιουργικὴ ὁρμή, ποὺ τείνει πρὸς τὴν ἔσχατη ἐσωτερικότητα, τότε ὁ κόσμος βυθίζεται στὸ μηδέν. Μηδὲν εἶναι ἡ τέλεια ἐξωτερικότητα. Πρῶτοι ἀντίκρυσαν τὸ μηδὲν ποὺ ἔρχεται ὁ Κίρκεγκωρ καὶ ὁ Νίτσε. Τώρα τὸ βλέπουμε κι ἐμεῖς νὰ εἰσέρχεται στὴ ζωή μας. Στὴν ἀρχὴ ἀθόρυβα, ἀνυποψίαστα. Καὶ φθάνει ἡ στιγμή, ὅπου αἰφνίδια ἀντιλαμβανόμαστε πὼς τὰ πάντα ἔχουν ἀδειάσει. Ὅ,τι ἦταν θεμέλιο τῆς ὕπαρξής μας ἔγινε σαθρό, ἀδιάφορο ἀντικείμενο.Ὅλα ἔγιναν ἐξωτερικὰ καὶ εὐθύγραμμα. Τὸ παρελθόν μας καὶ τὸ μέλλον μας, μιὰ εὐθεῖα ἀνεόρταστη γραμμή. Δὲν ὠριμάζομε πλέον, οὔτε ἔχομε ἡλικία.  
[…] Δὲν μᾶς μένει, λοιπόν, τίποτε ἄλλο, παρὰ ὁ λογισμός μας.Ἕνας λογισμὸς χωρὶς ὄνειρο. Μόνη περιουσία μας ἡ ἱστορία λίγων χιλιετιῶν καὶ ὁ ἑαυτός μας. Ἐπιβάλλεται νὰ σκεφθοῦμε ἐκ νέου, ἐν ὄψει πλέον τοῦ μηδενός, τὶ συνέβη, γιατὶ συνέβη, τὶ μπορεῖ νὰ συμβῆ, ποιὲς εἶναι οἱ βαθύτερες πηγές μας ἀπὸ τὶς ὁποῖες μποροῦμε νὰ ἀντλήσωμε νέες δυνάμεις. Ἐσήμανε ἡ ὥρα τοῦ φιλοσοφικοῦ λογισμοῦ.


Χρῆστος Μαλεβίτσης, Λόγος προοιμιακός, στὸ Κὰρλ Γιάσπερς, εἰσαγωγὴ στὴ φιλοσοφία