Ἡ παραβολὴ τῆς
κρίσεως εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ἀντιμεταφυσικῆς καὶ ἀντιηθικῆς ἐκκλησιοποιημένης
βιοτῆς. Κατ’ αὐτὴν ἡ κρίση δὲν εἶναι οὔτε τρομακτικὸ ἐπεισόδιο στὸ ἄδηλο τέλος
τοῦ χρόνου, οὔτε δικανικὴ ἀνταπόδοση γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ κάποιου ἀξιακοῦ κώδικα.
Εἶναι τὸ φανέρωμα τῆς ὑπαρκτικῆς ἁρματωσιᾶς ποὺ συντελεῖται διαρκῶς στὴν κόψη τῆς ἐλευθερίας.
Ὁ Χριστὸς
ἵδρυσε μὲ τὴ σάρκωσή Του τὸ κριτήριο τῆς κοινωνίας κι αὐτὸ δὲν παραπέμπεται σὲ
κανένα μέλλον, ὅπως ἐπίσης δὲν ἐξαντλεῖται σὲ καμία συμμόρφωση. Ἡ ἀγαπητικὴ
πλάτυνση πραγματώνεται ἐδῶ καὶ τώρα καὶ εἶναι αὐτὴ ποὺ ρηγματώνει τὸν ἀδυσώπητο
χρόνο κάνοντας τὰ ἔσχατα νὰ ἀχνοφέγγουν. Εἶναι αὐτὴ ποὺ κάνει θρύψαλα τὸ
αὐτοδικαιωτικὸ καθῆκον, γιὰ νὰ φανεῖ στὸ βάθος ἡ ἀτέρμονη «δοτικὴ» τοῦ ἔρωτα. Ἔτσι
ἡ ἰδεολογία, στὴν κινδυνωδεστέρα ἐκδοχή της-τὴ θρησκεία, ξεδοντιάζεται καὶ
ἐγκαταλείπεται στὴ σήψη τῆς ἀμάρτυρης βεβαιότητάς της.
Δὲν εἶναι
τυχαῖο ποὺ καὶ οἱ ἐκ δεξιῶν καὶ οἱ ἐξ εὐωνύμων τοῦ Χριστοῦ ἐκπλήσσονται. Οἱ μὲν
διότι πολιτεύθηκαν χωρὶς τὴν ὑστερόβουλη προοπτικὴ τῆς ἀνταπόδοσης, οἱ δέ,
διότι συνειδητοποίησαν ὅτι ὑπῆρχαν ἀποκλειστικὰ ἐντὸς τοῦ ἀποστειρωμένου ἑαυτοῦ
τους. Οἱ εὐλογημένοι πορεύθηκαν κατὰ φύσιν, γι’ αὐτὸ ἀποροῦν γιὰ τὴ δωρεὰ τῆς
Βασιλείας. Κοινώνησαν καὶ συνδιαμορφώθηκαν μὲ τὸν ἄλλον, ἔπλασαν τὴν ἑτερότητά
τους μὲ τὰ ὑλικὰ τοῦ ὁμοουσίου τῆς φύσεως. Οἱ ἄλλοι ἀντιθέτως ὑπῆρχαν πάντοτε
ὡς μεμονωμένοι ἄλλοι-περιχαρακωμένοι στὴν τεμαχισμένη φύση τῆς ἰδιωτείας τους.
Ἀποροῦν γιατὶ ἀγνοοῦσαν ὅποιον βρισκόταν ἐκτὸς τῶν ἐγωικῶν τους ὁρίων.
Εἶναι
ἀξιοσημείωτο τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἐκ δεξιῶν δὲν ἐπαινοῦνται γιὰ τὶς ἀρετές τους
καὶ οἱ ἐξ εὐωνύμων δὲν κατηγοροῦνται γιὰ τὰ πάθη τους. Ἁπλῶς ὁ Χριστὸς χαρίζει
στὸν καθένα τὴν ἀδιατάρακτη διάρκεια τῆς ἐλευθερίας του. Ἐκεῖνοι ποὺ ἐπέλεξαν
νὰ ὑπάρχουν ἐν κοινωνίᾳ γεύονται τὴν ἀγαπητικὴ πληρότητα ποὺ νίκησε τὸν θάνατο.
Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ξεμύτισαν ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια τῆς αὐθυπαρξίας τους γεύονται τὴν
ἀπύθμενη μοναξιὰ ποὺ ζήτησαν.
Οἱ ἰδεολογίες
συγκροτοῦνται μὲ ἀποδοχὴ (μεταφυσικὴ) καὶ ὑλοποίηση (ἠθικὴ) ἀρχῶν δηλαδὴ
προϋποθετικὰ μηδενισμένων ἐκπλήξεων. Ἡ ζωὴ ὅμως ἀρμενίζει ἀπέναντι. Οἱ
(αὐτο)καταραμένοι τῆς παραβολῆς ἐξεπλάγησαν, γιατὶ ἀγνοοῦσαν ὅτι ἡ ζωὴ τελικῶς φιλοτεχνεῖται ἀν-άρχως, πέραν τῶν
αὐτοεπιβεβαιωτικῶν ἀρχῶν τοῦ μονωμένου ἑαυτοῦ τους.
Ἡ ἐλευθερία νὰ πραγματώνομαι ἀγαπώντας μηδενίζει τὶς ἀρχὲς μὲ ἄγνωστες ἐκπλήξεις. Στὴν ἄγνοια λοιπὸν φανερώνεται ἡ γνώση καὶ ἀναλόγως τῆς υπαρκτικῆς δαπάνης ἢ ἀποταμίευσης ἀποκαλύπτεται ἀντίστοιχα ἡ ἔκπληξη τῆς λευτεριᾶς ἢ τοῦ φόβου.
Ἡ ἐλευθερία νὰ πραγματώνομαι ἀγαπώντας μηδενίζει τὶς ἀρχὲς μὲ ἄγνωστες ἐκπλήξεις. Στὴν ἄγνοια λοιπὸν φανερώνεται ἡ γνώση καὶ ἀναλόγως τῆς υπαρκτικῆς δαπάνης ἢ ἀποταμίευσης ἀποκαλύπτεται ἀντίστοιχα ἡ ἔκπληξη τῆς λευτεριᾶς ἢ τοῦ φόβου.
Ἀνδρέας
Γ. Βιτούλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου