Ὁ ἁρμὸς τῆς
λατρευτικῆς θεματικῆς τῶν τριῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος εἶναι ἡ
καταιγιστικὴ ἐπίθεση τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ γεννήτορα τῆς θρησκείας: τῆς ἠθικῆς αὐτάρκειας.
Ὁ θάνατος
εἶναι τὸ θεριὸ τῆς πτώσης, ἡ ἐξημέρωση τοῦ ὁποίου ἐπιτυγχάνεται -ψευδαισθητικά-
μὲ τὴν ἐπιστόμωση τοῦ ὑπαρκτικοῦ κενοῦ ποὺ τὸν θυμίζει. Στάσεις καὶ πράξεις
ἠθικῆς προφάνειας στηλώνουν τὸ ἀπειλούμενο ἐγὼ προσπορίζοντάς του τὴ βεβαιότητα
ὅτι ὁ ἐχθρὸς Θεὸς ἢ ὁ ἐχθρὸς ἑαυτὸς καταπραΰνονται. Ἡ ἀπειλὴ τοῦ θανάτου χάσκει
μασκαρεμένη ὑπὸ τὶς ἐπιχωματώσεις τῶν ἀτομικῶν κατορθωμάτων. Αὐτὸς ὁ τρόπος τοῦ
βίου μετατρέπει τὸ ἐρωτηματικὸ τοῦ Θεοῦ σὲ τελεία. Ἡ κλήση Του προσκρούει στὴν
ἀνενδεῆ ἐπιφάνεια τῆς ἠθικῆς αὐταξίας καὶ ἐξοστρακίζεται ἀναπάντητη. Στὴν οὐσία
πρόκειται γιὰ ἄδικη καὶ βίαιη οἰκειοποίηση τῆς ζωῆς, ἀφοῦ αὐτὴ στανικῶς
σμικρύνεται στὶς προδιαγραφὲς τῆς ἠθικῆς αὐτοϊκανοποίησης.
Ὑπάρχει ὅμως
καὶ μιὰ ἄλλη ὄψη τοῦ ἐγωτισμοῦ. Ἐκείνη στὴν ὁποία φύονται πραγματώσεις παντελῶς
ἀνήμπορες νὰ διεκδικήσουν ἠθικὲς ἀξιομισθίες. Αὐτὴ ἡ ἐξορισμένη στὸ κοινωνικὸ
περιθώριο κίνηση βρίσκεται ἐντὸς τῶν ὁρίων ποὺ διαγράφει ἡ πτώση. Τὸ γεγονὸς
ὅμως ὅτι ἀπὸ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀπουσιάζει ἡ ἀσφάλεια τῶν ἠθικῶν ἐπιτευγμάτων, ἀφοῦ
εἶναι ἀνύπαρκτα, μέχρι τοῦ σημείου ἀκόμη καὶ τῆς ἄμεσης ἢ ἔμμεσης διαπόμπευσης,
φανερώνεται σωστικό. Διότι ὁ βυθὸς τῆς ὑπαρκτικῆς ἀγωνίας παραμένει κενὸς ἀπὸ
ἰζήματα ἠθικῆς ἐπάρκειας. Ἔτσι ἡ κλήση τοῦ Θεοῦ διαθέτει περισσότερες
πιθανότητες νὰ ἀπαντηθεῖ. Κι ὅταν αὐτὸ συμβεῖ ἡ ἀνταπόκριση λαμβάνει διαστάσεις
σεισμικές, ποὺ κατακρημνίζουν τὶς σκαλωσιὲς τῆς φιλαυτίας, ὥστε ὁ ἑαυτὸς νὰ
ὀρθοποδεῖ ἐλεύθερος. Πρόκειται γιὰ τὴ μετάνοια, ἡ ὁποία εἶναι παντελῶς ἀ-νόητη
στοὺς κυνηγοὺς τῶν παράσημων τῆς ἠθικῆς.
Ἡ συκιὰ ποὺ διαθέτει
φύλλα ὄχι ὅμως καρποὺς καὶ οἱ γεωργοὶ ποὺ ἐγκληματοῦν γιὰ νὰ σφετεριστοῦν (Μ. Δευτέρα), τὰ «οὐαὶ» πρὸς τὴν αὐτοδικαιωτικὴ ἠθικὴ τῶν
Φαρισαίων καὶ ἡ μωρία τῆς παρθενικῆς χαύνωσης (Μ. Τρίτη), ἡ ἀντιδιαστολὴ μεταξὺ τοῦ
εὐσεβοῦς, κατὰ τὰ ἄλλα, συνδαιτημόνα Ἰούδα ποὺ τελικὰ προδίδει τὸν Χριστὸ καὶ τῆς προσωπικῶς καὶ κοινωνικῶς καταρρακωμένης πόρνης ποὺ σώζεται (Μ. Τετάρτη)
φανερώνουν ὅτι στὴν ἀγγελία τῆς Ἀνάστασης οἱ ἠθικοὶ κωφεύουν. Μονωμένοι στὴν
ἀδιατάρακτη γαλήνη τῶν ἀντικειμενικὰ μετρήσιμων ἐπιτυχιῶν τους καὶ τοῦ κύρους
ποὺ ἀποκομίζουν, ἀτενίζουν ἀγέρωχοι τὴ ζωή.
Δὲν εἶναι
τυχαῖο ὅτι τόσο ὁ Χριστός, ὅσο καὶ ὁ ὑμνολογικὸς πλοῦτος τῶν ἡμερῶν στηλιτεύουν
τὴν ἐξουσία. Διότι ὅταν ὁ ἑαυτὸς πατᾶ στὸ συμπαγὲς ἔδαφος τῆς ἠθικῆς αὐταξίας
του, ἔχοντας δηλαδὴ μεταποιήσει τὴν ἀπορία τῆς ὕπαρξης σὲ ἀμετάκλητη ἀπόφανση,
καθίσταται ἀδιαπέραστος ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου· κάθε του πλησίασμα τὸ
ἐκλαμβάνει ὡς ἀπειλή. Ἡ παρουσία ἀπαντᾶται μὲ ἐξουσία, γιατὶ ὁ κάθε ἄλλος
συνιστᾶ ἐξ ὁρισμοῦ ἐνδεχόμενο ρωγμῆς στὸ καλοστημένο οἰκοδόμημα τῆς ἀτομικῆς εὐδαιμονίας.
Οἱ θαμῶνες τοῦ
περιθωρίου, ὅπου τοὺς ἔταξε ὁ ἐξουσιαστικὸς καθωσπρεπισμός, διασώζουν στὴν
ἠθική τους ἀνυποληψία μιὰ ζωὴ ποὺ παραμένει κωφὴ στὴ φλυαρία* τῆς μεγαλαυχίας.
Γι’ αὐτὸ μᾶς προάγουν στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· γιατὶ ἡ τσαλακωμένη εἰκόνα τους
δὲν ἔγινε ποτὲ κορνίζα στὰ ντουβάρια τοῦ ἐγώκλειστου ἑαυτοῦ.
Ἂν ὁ Χριστὸς
ἦταν ἕνας ἀκόμη εἰσηγητὴς μιᾶς ἀκόμη ἠθικῆς, τότε φαντάζουν χωρὶς νόημα ὁ ἱερὸς
Νιπτήρας, ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, ἡ προσευχὴ στὴ Γεθσημανῆ. Χωρὶς ἐξήγηση
παραμένουν ἡ προδοσία, οἱ ἐμπτυσμοί, τὰ ραπίσματα, τὰ κολαφίσματα, οἱ ὕβρεις,
οἱ γέλωτες, ἡ πορφυρὰ χλαίνη, ὁ κάλαμος, ὁ σπόγγος, τὸ ὄξος, οἱ ἥλοι, ἡ λόγχη
καὶ πρὸ πάντων ὁ Σταυρὸς καὶ ὁ θάνατος. Αὐτὰ τοῦ ἐπεφύλαξε ἡ ἠθικὴ συνέπεια τῶν
εὐσεβῶν τῆς ἐποχῆς Του, αὐτὰ Τὸν κερνοῦν σὲ κάθε ἐποχὴ οἱ ἀμόλυντοι -θρησκευόμενοι ἢ μή- ὁμόφρονές
τους.
*μικρὰν φωνὴν ἀφῆκεν ὁ ληστὴς ἐν τῷ Σταυρῷ
μεγάλην πίστιν εὗρεν
(Ὄρθρος
Μ. Παρασκευῆς)
Ἀνδρέας
Γ. Βιτούλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου