Γιῶργος Κόρδης, Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα |
Τὴν τελευταία
Κυριακὴ τῆς Σαρακοστῆς, λίγο πρὶν τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου, τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα
ἀφηγεῖται μία ἀποκαλυπτικὴ γιὰ τὸ δράμα τοῦ ἀνθρώπου παρανόηση. Ὁ Χριστὸς
ἀνεβαίνοντας στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου θὰ κορυφωθεῖ ἡ ἐπίγεια οἰκονομία Του,
διευκρινίζει γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ὅτι ἑκουσίως θὰ θανατωθεῖ καὶ θὰ ἀναστηθεῖ.
Τότε, οἱ υἱοὶ
τοῦ Ζεβεδαίου, ἐκπροσωπώντας στοὺς αἰῶνες τὴ θρησκευτικὴ στρέβλωση τῆς καινῆς
ζωῆς, ζητοῦν τὴν ἀτομική τους βόλεψη, τὴ συγκατάνευση τοῦ Χριστοῦ στὸ αἴτημα
ἀτομικῶν προνομίων καὶ ἐξουσίας. Ἡ παράκλησή τους νὰ κατοχυρώσουν τὴ θέση τους
δίπλα στὸν μέλλοντα νὰ δοξαστεῖ Χριστό, ὁδηγεῖ τὸν Ἰησοῦ στὴν ἀνατρεπτικὴ
ἀποκάλυψη ὅτι ἡ κλήση Του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους δὲν διαθέτει τὴν παραμικρὴ ὑποψία
ἀνταλλάγματος, ἀκόμη καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ θὰ βαδίσουν τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου. Νομοτελειακὰ ἡ ἀπαίτησή τους
προκαλεῖ τὴν ἀγανάκτηση τῶν ὑπόλοιπων μαθητῶν. Στὸ τέλος τοῦ ἀναγνώσματος ὁ
Χριστὸς ἀναποδογυρίζει τὶς ἀξίες τῆς ἀνταποδοτικῆς αὐτασφάλισης σὲ πλήρη
ἀντιδιαστολὴ μὲ τοὺς ἐξουσιαστὲς κάθε ἐποχῆς: «ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι
πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος», ὅπως πρῶτος Αὐτὸς ἔπραξε.
Ὁ Θεὸς τῆς
θρησκείας, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ μέγας ἔμπορος τοῦ
φόβου. Ἀξιώνει τὸν ἐξευμενισμό του κι αὐτὸ γεννᾶ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἠθικοῦ
ἐξωραϊσμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ συναλλαγὴ διαμορφώνει τὸ ἰδεολογικὸ πλαίσιο τῆς μετὰ
θάνατον ἀνταμοιβῆς (μεταφυσικὴ), ἐφόσον ἀντικειμενικὰ τηρήθηκαν οἱ ὅροι τῆς
ἀμοιβαίας δοσοληψίας (ἠθικὴ). Στὸ ἀλισβερίσι αὐτὸ καρπίζει ἡ ἐξουσία, καθὼς τὸ
ὑπαρκτικὸ ἔδαφος ἔχει ἤδη ὀργωθεῖ ἐπιτυχῶς ἀπὸ τὸν ὠφελιμισμὸ τῆς
ἀντικειμενικότητας.
Ὅμως ὁ Νυμφίος
εἶναι ἐσταυρωμένος. Μὲ τὰ λόγια Του πρὸς τοὺς υἱοὺς τοῦ Ζεβεδαίου γκρεμίζει
κάθε ἔννοια προκαθορισμένης βεβαιότητας ἱκανῆς νὰ δομήσει ἐξουσία: «τὸ μαρτύριο
καὶ τὸν θάνατο ποὺ θὰ ὑποστῶ θὰ τὰ γευθεῖτε, αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει ὅτι ἔτσι
ἐξασφαλίζετε καὶ τὴν βασιλεία μου» (Μρκ. 10, 39-40). Κατακρημνίζεται μὲ πάταγο
κάθε ἰδιοτελὴς ὑστεροβουλία, ποὺ μολύνει μὲ τὸ θανατηφόρο δηλητήριό της τὴ
θυσιαστική, ἀπροϋπόθετη σχέση. Ἡ πίστη, ἡ ὁδοιπορία στὰ ἴχνη τοῦ Λόγου τοῦ
Θεοῦ, συνιστᾶ μία οἰκειοθελῆ ἀκροβασία, μία ἑκούσια διακινδύνευση. Κίνητρο
μοναδικὸ εἶναι ὁ πόθος τοῦ Νυμφίου, ὁ
ὁποῖος ὅσο πιὸ ἀτόφιος εἶναι, ὅσο δηλαδὴ πιὸ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἀνάγκη
τῆς αὐτοεπιβεβαίωσης, τόσο πιὸ ἀληθινός.
Δὲν εἶναι
τυχαῖο λοιπὸν ὅτι ἡ συγκεκριμένη εὐαγγελικὴ διήγηση στολίζει τὴ μνήμη τῆς Ὁσίας
Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Δεκαεπτὰ χρόνια μαρτυρικῆς ἄσκησης τῆς Ἁγίας ξεθεμελίωσαν
τὴν ἡδονικὴ ἀσφάλεια, ποὺ προσπορίζει ἡ ἁμαρτία, ὁ τρόπος δηλαδὴ νὰ ἐξαντλεῖται
ἡ ζωὴ στὴν ἐξουσιαστικὴ ἔναντι τοῦ μυστηρίου τῆς ὕπαρξης ἐπιβίωση. Οἱ
πραγματώσεις τοῦ ἐγώκλειστου εἶναι ἐξουσιάζουν δουλικὰ τόσο τὸν ἑαυτό, ὅσο καὶ
τὸν πλησίον. Σμικρύνουν στὰ ὅρια τῶν ἀπαιτήσεων τὴν πληρότητα τῆς ἀγάπης. Ἡ
δίψα νὰ εἶμαι ἀντὶ νὰ στραφεῖ στὸν ἄλλον αὐτοϊκανοποιεῖται στὶς ἀνέξοδες
ψευδαισθήσεις, ποὺ συστήνει ἡ ἐξουσία τοῦ ἐγωικοῦ χωρόχρονου. Ἡ Ὁσία Μαρία
χειραφετήθηκε ἐν μετανοίᾳ ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ἠθικῆς εὐπρέπειας -τὴν ἐξωτερικὴ συμπεριφορὰ- καὶ ἀνοίχτηκε στὸ
πέλαγος τοῦ εἶναι, τῆς καρδιᾶς· ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὴν τακτοποίηση τοῦ μέλλοντος,
ὅπου ἐξορίζεται μεταφυσικὰ ἡ πίστη, μεταμορφώνοντας τὸ ἐδῶ καὶ τῶρα ὡς
πρόγευση.
Οἱ
λαμπικαρισμένες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ - οἱ Ἅγιοι θανατώνουν ἐν ἀσκήσει τὸν
θάνατο, ποὺ κομίζει στὴν ὕπαρξη καὶ τὸν κόσμο ἡ θρησκεία: τὴν ἐξουσία νὰ εἶμαι
ἀσφαλὴς καὶ σίγουρος. Χωρὶς ἀπορία οἱ πόροι τοῦ εἶναι σφραγίζονται ἀπὸ βεβαιότητα
καὶ ὁ Νυμφίος ἀνηφορίζει γιὰ νὰ χαρίσει τὴ ζωὴ μόνος καὶ λησμονημένος στὰ
ἔγκατα μιᾶς νικημένης ἐξουσίας. Οἱ ὑπήκοοί της φοβοῦνται τὸν ἀναστάσιμο
χωρόχρονο τῆς ἀντεξουσίας-τὴ διακονία, γιατὶ ἐκεῖ γυμνώνονται κι ἔρχονται
ἀντιμέτωποι μὲ τὸν ἑαυτὸ ποὺ θέλει ἡ χάρις. Ὁ ἐθισμὸς στὴν ἀμοιβαία χρήση, στὴ
ζωὴ χωρὶς κόπο καὶ ἔκπληξη, ταΐζει τὸ διπρόσωπο θεριὸ τοῦ ἐξουσιαστῆ-ἐξουσιαζόμενου.
Γι’ αὐτὸ κατὰ τὴν ἀνάβαση στὸν Γολγοθὰ ὁ Χριστὸς θὰ πεῖ «οὐ κλῆρος γὰρ ἐμός,
τυραννὶς δὲ γνώμη αὐθαίρετος» (Ὄρθρος Μ. Δευτέρας, ᾨδὴ η´). Ἄλλος δρόμος δὲν
ὁδηγεῖ στὴν Ἀνάσταση, παρὰ μόνο στὴν αὐθαίρετη τυραννία τῆς ἀσταύρωτης-ἀγύμναστης γνώμης:
τὴν ἐξουσία.
Ἀνδρέας
Γ. Βιτούλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου