Τάκης Μάρθας |
[…] Ἡ σχέση μὲ
τὸ ὑπερβατικὸ δὲν ἐκφράζεται μὲ τοὺς ὅρους μιᾶς «ἑτερονομίας» τοῦ Kant, γιατὶ ἀκριβῶς δὲν ὑπάρχει
κανένα ἕτερο μέσα στὴ «θεονομία». Νὰ ἐξαρτᾶται κανεὶς ἀπὸ τὸ Θεό, σημαίνει
νὰ λαβαίνη τὴν ἀποκάλυψη τῆς ἐσωτερικότητάς του, νὰ συνειδητοποιῆ ὅτι μέσα του
κατοικεῖ ὁ Λόγος: «Δὲ σᾶς ὀνομάζω πιὰ ὑπηρέτες, σᾶς ὀνομάζω φίλους».
Ἀντίθετα, κάθε
αὐτονομία «περικλείνει» τὸν ἄνθρωπο ποὺ κλείνεται στὸν ἑαυτό του. Μέσα στὴν ἄσκηση,
ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁρίζει ἀκριβῶς τὶς τρεῖς θελήσεις ποὺ ἀναπαρίστανται μέσα στὸν
ἄνθρωπο: ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, σωτήρια καὶ ἐνεργοῦσα ἐσωτερικὰ ποὺ εἶναι ἡ θεονομία
στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος συγκατατίθεται ἐλεύθερα μὲ τέλεια συνεργία, κάνοντάς τη
δική του. Ἐκείνη τοῦ ἀνθρώπου πού, χωρὶς νὰ εἶναι πλασμένη ἁμαρτωλή, εἶναι ἄστατη
καὶ προβληματική, καὶ ἐκφράζεται ὡς αὐτονομία· καὶ τέλος, ἡ δαιμονικὴ θέληση, ξένη
ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι ἡ ἑτερονομία.
Ἂν ἡ ἐλευθερία
δὲν εἶναι παρὰ μιὰ καθαρὴ ὑποταγὴ στὴ θεία ἐνέργεια καὶ καταλήγει στὸ νὰ τὴν ἀναπαράγη,
νὰ τὴν ἀντιγράφη, στὴν περίπτωση αὐτή, τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ἐλευθερωμένος κατ’ εἰκόνα
τῆς θείας ἐλευθερίας, δὲ σημαίνει πιὰ τίποτε. Λοιπόν, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος,
«ὁ ἄνθρωπος γεννήθηκε κατὰ τὴ θέλησή του ἀπὸ τὸ Πνεῦμα καὶ μποροῦσε νὰ κινηθῆ αὐτὸς
ὁ ἴδιος», ἐξ ἰδίων. Πάνω ἀπὸ τὴν ἠθικὴ τῶν δούλων καὶ τῶν μισθοφόρων, τὸ Εὐαγγέλιο
θέτει τὴν ἠθικὴ τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ.
Τὸ χριστολογικὸ
δόγμα τῆς ἑνότητας τῶν δυὸ φύσεων τοῦ Χριστοῦ προσδιορίζεται στὸ δόγμα τῆς ἑνότητας
τῶν δυὸ βουλήσεων καὶ ἀπαιτεῖ σὰ συμπέρασμά του, τὴν ἑνότητα τῶν δυὸ ἐλευθεριῶν.
Πρέπει νὰ ἀποφύγη κανεὶς κάθε σύγχυση μεταξὺ τοῦ ψυχολογικοῦ ὅρου τῆς βούλησης
καὶ τοῦ μεταφυσικοῦ ὅρου τῆς ἐλευθερίας. […]
Πὼλ Εὐδοκίμωφ, Ἡ ἐλευθερία, περ. Χριστιανικὸν Συμπόσιον,
ἐτήσια ἔκδοσις χριστιανικοῦ στοχασμοῦ καὶ τέχνης, βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἐστίας, ἀπόδοση
Λουκίας Ἰ. Μεταξᾶ, 1970
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου