[…] Μία ἀπὸ
τὶς παραβολὲς τοῦ Χριστοῦ εἶναι αὐτὴ τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καὶ τοῦ πλουσίου, ὅπου
ὁ μὲν πρῶτος κερδίζει τὴν αἰώνια ζωή, ἐνῶ ὁ δεύτερος τὴν αἰώνια καταδίκη (Λκ.
16, 19-31). Ὁ Χρυσόστομος κάνει μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἐπισήμανση: Ὁ Χριστὸς μᾶς
δίνει μὲν τὸ ὄνομα τοῦ φτωχοῦ, ἀφήνει ὅμως ἀνώνυμο τὸν πλούσιο. Γιατί; Διότι
(ἀπαντᾶ ὁ ἴδιος) ὅποιος ἐπιδίδεται σὲ ἁρπαγὲς καὶ σὲ πλουτισμὸ εἶναι λύκος καὶ
ὄχι ἄνθρωπος.
Ἐδῶ μποροῦμε
νὰ ἐντοπίσουμε μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα παράμετρο τῆς χριστιανικῆς ἀντίληψης. Ὁ
ἄνθρωπος κινδυνεύει νὰ χάσει τὸ πρόσωπό του, τὸν ἑαυτό του μέσα στὸ ξέφρενο
κυνηγητὸ τοῦ κέρδους καὶ (θὰ λέγαμε σήμερα) τῆς καριέρας καὶ τοῦ ἀνταγωνισμοῦ.
Δὲν εἶναι μόνο ἡ κοινωνικὴ ἀδικία στὴν ὁποία συμβάλλει, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀλλοτρίωση
τοῦ ἴδιου μέσῳ τῆς ἴδιας του τῆς ἐργασίας. Κέντρο τῆς ζωῆς του καθίσταται κάτι
ἀπρόσωπο καὶ περαστικό, τὸ χρῆμα. Εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ἐπισημαίνει μιὰ ἄλλη
παραβολή, ἡ παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου (Λκ. 12, 16-21). Καμία «κλασικὴ»
ἁμαρτία δὲν καταλογίζει τὸ εὐαγγέλιο σὲ αὐτὸν τὸν πλούσιο παρὰ μόνο τὸ γεγονὸς
τῆς ὁλόψυχης ἀφιέρωσής του στὴ συσσώρευση πλούτου. Ἀνώνυμος καὶ αὐτός, ἔμεινε
στὴν ἱστορία ὡς ὁ «ἀνόητος» (ἄφρων), ὡς αὐτὸς ποὺ ἔχασε τὸν ὕπνο του (καὶ
τελικὰ τὴν ψυχή του) προβληματιζόμενος ποῦ θὰ ἀποθηκεύσει τὰ γεννήματά του.
Αὐτὴ ἡ
προσκόλληση τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ οἱ βασικὲς ἐπιλογὲς τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ποὺ
νοηματοδοτοῦν τὴν ὕπαρξή του. Ὁ Χριστὸς εἶχε τονίσει ἀκριβῶς ὅτι «ὅπου εἶναι ὁ
θησαυρός σας ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας» (Μτθ. 6, 21). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ
Παῦλος δὲν ὁρίζει τὴν πλεονεξία ὡς ἕνα ἠθικιστικοῦ τύπου ἤ, ἐν πάσῃ περιπτώσει,
ὡς κάτι δευτερεῦον, ἀλλά -οὔτε λίγο οὔτε πολύ- ὡς εἰδωλολατρία (Κολος. 3, 5
εἶναι μιὰ προσέγγιση ποὺ θυμίζει τὸν ὁρισμὸ τῆς θρησκείας ὅπως μᾶς τὸν ἔδωσε ὁ
Ἔριχ Φρόμ). Ὁ πόθος γιὰ ἀπόκτηση γίνεται κέντρο τοῦ ἀνθρώπινου βίου καὶ
νοηματοδοτεῖ κάθε ἐπιμέρους ἔκφανσή του. Γίνεται, δηλαδή, θεὸς στὴ θέση τοῦ
Θεοῦ, εἴδωλο γύρω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὑφαίνεται ὁλόκληρη θρησκεία, ἀκόμη κι ἂν ὁ
θιασώτης της δηλώνει τυπκὰ ὅτι εἶναι
Χριστιανὸς ἢ καὶ ἄθεος. Ποιὸς εἶπε ὅτι τὸ εὐαγγέλιο ἀγνοεῖ τὴν ὕπαρξη τῶν
γιάππις;
Ἂς σημειωθεῖ
ἐδῶ καὶ κάτι ἀκόμα.Ὅπως εἰδαμε παραπάνω, συχνὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα
χρησιμοποιοῦν σχεδὸν στερεότυπα τοὺς ὅρους «χήρα», «ὀρφανός», «φτωχός» κ.λπ.,
ὅταν θέλουν νὰ ἀναφερθοῦν γενικὰ στὸν καταπιεσμένο. Αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο. Ἡ
ὁρολογία αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ κάποια σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπου καὶ
σήμαινε τοὺς «φίλους τοῦ Θεοῦ», ἐκείνους, δηλαδή, ποὺ ἑδράζουν τὴ ζωή τους στὴ
σχέση τους μὲ τὸν Γιαχβέ, ἀντίθετα πρὸς τοὺς πλουσίους, ποὺ τὴν ἑδράζουν στὸν
πλοῦτο, στὴν ἰδιοκτησία καὶ στὴν ἐξουσία. […]
Θανάσης
Ν. Παπαθανασίου, Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ
κοινωνικὴ δικαιοσύνη, ἕνα διάγραμμα, περ. Νέα Κοινωνιολογία, τ. 30, Ἄνοιξη
2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου