Τὸ κτιστὸ
ἔρχεται ἐκ τοῦ μὴ ὄντος στὸ εἶναι. Κουβαλάει τὸ μηδὲν στὸ πετσί του.
Γεννιέται ὡς θανατηφόρος κοιλότητα. Ἡ πλοηγὸς ἐλευθερία ἀποφασίζει ποιὸς θὰ
θανατωθεῖ. Συνεπὼς ἡ κορωνὶς τοῦ κτιστοῦ, ὁ ἄνθρωπος, συνιστᾶ μιὰ διαρκῶς
ἀνοιχτὴ ἀγκαλιά. Ἐπιλέγει εἴτε νὰ πνίξει τὸν ἄλλον καὶ τελικὰ νὰ αὐτοχειριαστεῖ
εἴτε νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν ἄλλον. Τὸ πρῶτο ἐλεύθερο ἐνδεχόμενο θανατώνει τὴ ζωή, τὸ
δεύτερο θανατώνει τὸν θάνατο.
Συνεπῶς τὸ
καινὸν εἶναι φιλοκαλεῖται στὸ κενό. Ὄχι στὸ κενὸ τῆς ἀναπαυτικῆς ἐγωτικῆς
καταβόθρας ἀλλὰ στὸ κενὸ ποὺ σταυρικῶς μένει τέτοιο μὲ μόνο σκοπὸ τὴ δεξίωση
τοῦ ἄλλου. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ δεύτερη προοπτικὴ τοῦ κτιστοῦ ἀνατέλλει ποίηση
κοινωνική: τὸ ὁμοθυμαδόν. Τὸ κοινὸ δηλαδὴ φρόνημα τῆς ἀγαπητικῆς
ἐρωταποκρίσεως, τοῦ ἐρωτικοῦ διαλόγου μεταξὺ τῶν ἑτέρων ἑταίρων.
Ἡ πρώτη
πατρίδα τῆς ἐρωτικῆς κένωσης ὅπου βλάστησε τὸ ἓν φρόνημα, φιλοτεχνήθηκε ἀπὸ τὴ
Μαρία τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Ἡ Μαρία ὑπῆρχε ὡς διαρκὴς ἀπορία-κενὸ τέτοιας
καθολικότητος, ὥστε ἀξιώθηκε ἐλευθέρως νὰ φιλοξενήσει στὰ σπλάχνα της τὸν
Ἄκτιστο ποιητὴ τοῦ παντός. Τὸ «ἰδοῦ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα
σου» μηδένισε τὸ μηδὲν τῶν κτιστῶν προδιαγραφῶν της· τὸ μεταποίησε ἀπὸ λάκκο ταφῆς
σὲ ἀνοιχτοσιὰ ὑποδοχῆς. Τοιουτοτρόπως ὁ θάνατος μόνον ἀγγίζει τὸ θύμα του,
διέρχεται παραπλεύρως αὐτοῦ, ἀδυνατώντας νὰ εὕρει τόπον. Γίνεται ὕπνος. Ἡ
κοίμηση δὲν εἶναι παρὰ ἡ τελευταία του αὐταπάτη. Διαρκῶς ἀπατώμενος καὶ
ἐκδιωκόμενος ἀπὸ τὸ ἐρωτικῶς σταυρούμενο εἶναι ἐξαντλεῖται καὶ ἀποκοιμίζεται.
Δὲν τρέφεται ἀπὸ τὸ ἐγωικὸ φρόνημα, ὥστε σφριγιλὸς νὰ δεσπόζει, νὰ κατακυριεύει
καὶ νὰ κατασπαράζει. Δὲν θανατώνει, κοιμᾶται. Δὲν κοιμίζει, θανατώνεται.
Γι’ αὐτὸ στὴ συνάφεια τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ὁ Παῦλος τῶν ἐθνῶν περιγράφει
τὸ Ἔθνος τοῦ Ἀχωρήτου: Τὸ πρόσωπο καὶ τὸν τρόπο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου ποὺ στὴ
Θεοτόκο Μαρία εὑρίσκει τὴν πληρέστερη κτιστὴ ἐπαλήθευση. Ἡ Μαρία εἶναι ἡ πρώτη
μετανάστις, ἡ πρώτη ποὺ ἐγκατέλειψε τὴ μητριὰ πατρίδα τῆς γνώμης καὶ
ἐγκαταστάθηκε στὴν παρθένο χώρα τῆς ἐμπιστοσύνης. Τὸ πολίτευμα τοῦ ἔθνους τῶν
Θεοτόκων προσφύγων ἰχνογραφεῖται στὶς συν-ταγματικὲς προτροπὲς τοῦ Παύλου: «[…]
ἀξίως τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ
πολιτεύεσθαι […] τὸ αὐτὸ φρονῆτε, τὴν αὐτὴν ἀγάπην ἔχοντες, σύμψυχοι, τὸ ἓν
φρονοῦντες, μηδὲν κατὰ ἐριθείαν ἢ κενοδοξίαν, ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους
ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν. Μὴ τὰ ἑαυτῶν ἕκαστος σκοπεῖτε, ἀλλὰ καὶ τὰ ἑτέρων
ἕκαστος. Τοῦτο γὰρ φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ […]» (Φιλ. 1, 27
· 2,2 - 2,5). Ἔτσι ἐξουσιάζεται ἡ ἐξουσία καὶ δὲν ἀφήνεται ἀνεξέλεγκτη νὰ ποδηγετεῖ τὴ ζωὴ στὶς ρύμες τοῦ ἄυπνου θανάτου.
Ἄρα ἡ Κοίμηση
τῆς Θεοτόκου χαρτογραφεῖ τὴν ὄντως πατρίδα. Τὴν πατρίδα ποὺ γρηγορεῖ μήπως ἡ
πεποίθηση μολύνει τὸ πολίτευμα τῆς ἀγάπης, μήπως τὸ δικαίωμα βεβηλώσει τὴν
παρθενία τῆς ἐλευθερίας, μήπως τὸ κράτος τῆς ἰδιωτείας σπιλώσει τὴν ἑτερότητα.
Ἡ πατρίδα τῆς ἐπικρατούσας θρησκείας ἂς συνεχίσει νὰ κοιμᾶται... Σὲ κάποια
κακόφημα χωριὰ τῆς ἐπικράτειάς της, σὲ κάποιες ἄσημες Ναζαρὲτ κάποιοι θὰ
ἐορτάζουν τὴν Κοίμηση τῆς Μαρίας κατὰ τὸν τρόπο της· νανουρίζοντας τὸ μηδὲν
μηδενιζόμενοι.
Ἀνδρέας
Γ. Βιτούλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου