Ὁ τοκογλύφος καὶ ἡ γυναίκα του (1514) Musée du Louvre, Paris
|
Τὴ θεολογικὴ
δικαίωση τῆς ἰδιοκτησίας, ὅπως καὶ γενικότερα τῆς ἀποκτήσεως καὶ διατηρήσεως ὑλικῶν
ἀγαθῶν, ἐπιχείρησε νὰ παρουσιάσει πρῶτος ὁ Θωμᾶς Ἀκινάτης. Μὲ τὴν ἀπόκτηση καὶ
διαχείριση τῶν ἀγαθῶν αὐτῶν ἀπὸ τὰ ἐπιμέρους ἄτομα ἐξυπηρετεῖται κατὰ τὸν Ἀκινάτη
καλύτερα τὸ κοινὸ καλό. Ἡ ἰδιοκτησία λοιπὸν ἔχει κοινωνικὴ ἀποστολὴ καὶ ἔτσι
βρίσκει τὴ δικαίωσή της. Ἡ θέση αὐτὴ εἶχε εὐρύτατη ἀπήχηση στὴ μεταγενέστερη
θεολογία.
Ὁ Max Weber ὑποστήριξε,
ὅπως εἶναι γνωστό, ὅτι ἡ προτεσταντικὴ καὶ εἰδικότερα ἡ πουριτανικὴ ἠθικὴ μὲ τὸ
ἐνδοκόσμιο ἀσκητικὸ πνεῦμα συνέβαλε ὡς βασικὸς παράγοντας στὴ διαμόρφωση τοῦ νεώτερου
καπιταλισμοῦ. Οἱ Προτεστάντες, γράφει ὁ Weber, «εἴτε ὡς κυρίαρχοι εἴτε ὡς κυριαρχούμενοι, εἴτε ὡς
πλειοψηφία εἴτε ὡς μειοψηφία, παρουσίασαν ἰδιαίτερη τάση γιὰ οἰκονομικὸ ὀρθολογισμό,
πράγμα τὸ ὁποῖο στοὺς Καθολικοὺς οὔτε στὴ μία οὔτε στὴν ἄλλη κατάσταση ἦταν ἢ εἶναι
δυνατὸ νὰ παρατηρηθεῖ στὸν ἴδιο βαθμό». Ἡ αἰτία γιὰ τὴ διαφορετικὴ αὐτὴ συμπεριφορὰ
πρέπει κατὰ τὸν Weber νὰ
ἀναζητηθεῖ βασικὰ στὴ διήκουσα ἐσωτερικὴ ἰδιομορφία καὶ ὄχι μόνο στὶς ἐξωτερικὲς
ἱστορικοπολιτικὲς καταστάσεις ποὺ παρουσίαζαν κάθε φορὰ οἱ χριστιανικὲς αὐτὲς ὁμολογίες.
Ὁ
Προτεσταντισμός, πρεσβεύοντας τὴν τέλεια ἐξαχρείωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ τὸν
ἀπόλυτο προορισμό, ὁδηγοῦσε ἀναπόφευκτα τὸν κάθε πιστὸ στὸ ἐρώτημα γιὰ τὴ βεβαιότητα
τῆς σωτηρίας του (certitudo salutis).
Ὡς μέσο γιὰ τὴν ἐξασφάλιση μιᾶς τέτοιας βεβαιότητας χρησιμοποιήθηκε ἡ
συστηματικὴ ἐπίδοση τοῦ πιστοῦ στὸ ἐπάγγελμά του, ποὺ ἀντιμετωπίστηκε ὡς κλήση
τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐπαγγελματικὴ αὐτὴ ἐπίδοση καὶ τὸ ἐνδοκόσμιο ἀσκητικὸ πνεῦμα ὁδήγησαν
στὴ δημιουργία κεφαλαίου καὶ τὴν ἀποταμίευση. […]
Ὅπως παρατηρεῖ
ὁ Μ. Weber, ὁ δυτικὸς
μοναχισμός, ὅχι βέβαια στὸ σύνολο ἀλλὰ στὸ γενικὸ τύπο του, παρουσίασε μιὰ ἐκλογίκευση
καὶ συστηματοποίηση τῆς ἠθικῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τοῦ
Προτεσταντισμοῦ. Ἄλλωστε καὶ ἡ προτεσταντικὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ ἐπάγγελμα καὶ τὴν ἐργασία
δὲν μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ, χωρὶς τὶς προϋποθέσεις ποὺ εἶχαν ἤδη καλλιεργηθεῖ στὴ
Δύση. Ἡ μοναχικὴ παράδοση ποὺ διαμορφώθηκε μὲ τὴν ἀρχὴ «ora et labora» τοποθέτησε τὴν ἐργασία
δίπλα στὴν προσευχή. Μὲ τὴν Ἀναγέννηση καὶ τὴν Μεταρρύθμιση ἡ ἐργασία αὐτονομήθηκε
καὶ ἀντιμετωπίστηκε ὡς πρωταρχικὸ μέσο γιὰ τὴν κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀπόκτηση
πλούτου καὶ ἰδιοκτησίας. Ἡ αὐτονόμηση τῆς ἐργασίας ὁλοκληρώθηκε στὸν Καλβινισμὸ
καὶ ἐμπεδώθηκε μὲ τὸ καπιταλιστικὸ πνεῦμα. Ἔτσι οἱ δύο μεγάλοι κλάδοι τοῦ δυτικοῦ
Χριστιανισμοῦ, παρὰ τὶς διαφορές τους δὲν ἔπαυσαν νὰ ἔχουν κοινὲς βάσεις, ποὺ εὐνόησαν
τὴ διαμόρφωση συγγενῶν σχετικὰ κατευθύνσεων στὴν περιοχὴ τῆς οἰκονομικῆς ζωῆς.
Γεωργίου Ἰ.
Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία τοῦ
Χριστιανισμοῦ, ἐκδ. Πουρναρᾶ, 51999, Θεσσαλονίκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου