Τὴν ἐξήγηση
γιατὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς μεταβάλλεται σὲ ὀργισμένη ἀποδοκιμασία δίνει ἡ ἀκολουθία
τοῦ Νυμφίου κατὰ τὶς τρεῖς πρῶτες ημέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας. Στὶς ἀκολουθίες
τῆς Μ. Δευτέρας, Μ. Τρίτης καὶ Μ. Τετάρτης ἡ Ἐκκλησία προβάλλει, μεταξὺ ἄλλων,
ἕνα συμβολικὸ περιστατικό, μία παραβολή καὶ ἕνα γεγονός ἀντίστοιχα. Οἱ ἀναφορὲς
αὐτὲς συνιστοῦν μία μεστὴ ἀπάντηση στοὺς αἰῶνες σχετικὰ μὲ τὴ δραματικὴ ἀλλαγὴ
τῆς στάσης τοῦ πλήθους ὡς πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀπάντηση ἔχει νὰ κάνει
μὲ τὴ δίψα τῆς ἀντικειμενικότητας καὶ τῆς ἰσχύος, οἱ ὁποῖες καὶ ἀποτελοῦν τὴ
θεμελιώδη πειρασμικὴ ζύμη κάθε ὁλοκληρωτισμοῦ.
Τὴ Μ. Δευτέρα
λοιπὸν ὁ Χριστὸς καταρᾶται μία συκιὰ μὲ πυκνὸ φύλλωμα ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναζήτησε
καρποὺς ἀλλὰ δὲν βρῆκε. Ὁ συμβολισμὸς πρὶν τὴν ἀποκήρυξή Του ἀπὸ τοὺς
συμπατριῶτες Του εἶναι προφανής: ἡ τυπικὴ εὐσέβεια εἶναι ἕνα προσωπεῖο ποὺ
ἀποκρύβει τὴν ὑπαρκτικὴ φτώχεια.
Τὴ Μ. Τρίτη ἡ
Ἐκκλησία θυμίζει τὴν παραβολὴ τῶν δέκα παρθένων. Μωρὲς χαρακτηρίζονται ἐκεῖνες
ποὺ σπατάλησαν τὸν κόπο τῆς παρθενίας στὴ ρηχότητα τῆς πνευματικῆς αὐτάρκειας.
Ἡ ἄσκησή τους δὲν ὑπῆρξε ποτὲ μία ἀναμονή, ποὺ σημαίνει ἀγωνία γιὰ τὴν ἀπάντηση
τοῦ Νυμφίου, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἦταν μία παραμονή, ποὺ καθιστοῦσε τὸν Ἀναμενόμενο
ὑπόχρεο στὶς κατακτήσεις τῶν ἀρετῶν τους.
Τὴ Μ. Τετάρτη
ἔρχεται ἡ ἀντιθετικὴ παράθεση δύο προσώπων: μιᾶς πόρνης καὶ τοῦ προδότη Ἰούδα.
Τὴν πρώτη σώζει ἡ πονετικὴ αἴσθηση τῆς ἀπόστασής της ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἐνῶ τὸν
δεύτερο καταδικάζει ὁ ἀνικανοποίητος ἀπὸ τὸν Χριστὸ πόθος του νὰ σαρώνει ἡ
ἀποτελεσματικότητα τὴν καρδιά.
Ἡ βαϊοφόρος
προϋπάντηση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶχε ὡς ἀποκλειστικὸ κίνητρο τὸ θαῦμα, καὶ ὄχι μία βαθύτερη ἀποτίμηση τῆς πραγματικότητας στὴν ὁποία τὸ θαῦμα παραπέμπει, εἶναι ἔκφραση τριῶν συμπλεγμάτων: τοῦ ἄκαρπου
εὐσεβισμοῦ, τῆς ἠθικῆς κατασφάλισης καὶ τῆς ἀνάγκης γιὰ κατίσχυση. Μὲ τοὺς
τρόπους αὐτοὺς ἡ ζωὴ μένει ἀμεταποίητη, πνίγεται στὶς ψευδαισθητικὲς βεβαιότητες
«καθαρότητας» καί, νομοτελειακά, θέλει νὰ ἐπιβληθεῖ αὐτοδικαιωτικά.
Τὸ «ὡσαννὰ» εἶναι
ὁ σπαραγμὸς τῆς ζωῆς ἔναντι τῶν φόβων της. Ἔναντι τοῦ φόβου νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι
εἶμαι ἕνα βοερὸ κενό, ἔναντι τοῦ φόβου ὅτι τὰ ἠθικά μου κατορθώματα δὲν σώζουν,
ἔναντι τοῦ φόβου ὅτι ἡ ἠχηρὴ ἀποτελεσματικότητα δὲν εἶναι ἀλήθεια. Οἱ
ἐπιπόλαιοι χειροκροτητὲς τοῦ Χριστοῦ ψάχνουν ἕναν σωτήρα ποὺ δὲν θὰ ἀποκαλύψει
ποτὲ τὸ κρυμμένο μυστικό: τὴν ἐκχώρηση τῆς ἑκούσιας ἀνεπάρκειας νὰ ζῶ στὸ
θαῦμα, τὴν προδοσία τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης χάριν τῆς ἀδιατάρακτης
ἡσυχίας ποὺ προσφέρουν οἱ μεσσίες ἐξουσιαστές. Ἀλίμονο, ἂν ὁ σωτήρας
ἀποδειχθεῖ… Χριστός - σφάγιο τῆς ἀκατανόητης γιὰ τὸν συμπλεγματικὸ ἐγωτισμὸ σταυρικῆς αὐτοπαράδοσης.
Γι’ αὐτὸ ὁ
Χριστὸς «ὡς ἤγγισεν, ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ’ αὐτῇ» (Λκ. 19, 41).
Ἀνδρέας
Γ. Βιτούλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου