Φώτης Κόντογλου |
[…] «Ἔστω καὶ
λίγο, συγγενεύουμε μὲ τοὺς θεοὺς τοὺς ἀθανάτους, τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἔμφυτη ὁρμὴ
(φύσις)», ἔλεγε ὁ Πίνδαρος. Καὶ ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν ὁμοιότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως πρὸς τὴ θεϊκὴ φύση ἀναδεικνύει ἡ ἐξαίσια σειρὰ τῶν Κούρων καὶ τῶν Κορῶν ποὺ καλύπτουν τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 6ου αἰώνα.
Τὸ χαμόγελο ποὺ
δίνεται ἀδιαφοροποίητα στοὺς πάντες, ἀκόμη καὶ στοὺς μαχητὲς ἢ τοὺς ἑτοιμοθάνατους,
θὰ εἶναι τὸ πιὸ φανερὸ σημάδι τῆς ὁμοούσιας ἑνότητος τῶν, θνητῶν ἢ ἀθανάτων,
παιδιῶν τῆς γῆς. […]
Ὅμως τέχνη καὶ
ποίηση ἔχουν τὴν ἴδια ἀποστολή: νὰ διαδώσουν τὸ φῶς τῆς ἀληθείας, νὰ κάνουν ἀξέχαστη τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀγγίζει τὴν ἀρετὴ καὶ γίνεται πράγματι τετράγωνος καὶ «δουλεμένος χωρὶς ψεγάδι».
Καὶ ἡ ὁμοιότητα πάει ἀκόμα πιὸ μακριά. Ὅταν ἀναπαράγουν τὸ ἀνθηρὸ σφρίγος τῶν Κούρων, τὰ ἀγάλματα αὐτῆς τῆς περιόδου
παρουσιάζουν μιὰ ἰδιαιτερότητα ὅμοια μὲ αὐτὴ τῆς πινδαρικῆς ποίησης: δὲν
προσπαθοῦν νὰ ἐκφράσουν τὰ ψυχολογικὰ στοιχεῖα ἢ τὴν προσωπικὴ φυσιογνωμία, ἀλλὰ
τὸ ἰδανικὸ σῶμα τοῦ ὁλοκληρωμένου ὄντος. Τὸ ἴδιο κι ὁ Πίνδαρος μιλᾶ γιὰ τοὺς νικητὲς
ὄχι τόσο ὡς ἄτομα ὅσο ὡς ἐνσαρκώσεις τῆς ὑπέρτατης ἀρετῆς.
Αὐτὴ ἡ στάση,
ποὺ τὴν υἱοθετεῖ τόσο ὁ γλύπτης ὅσο καὶ ὁ ποιητής, πηγάζει ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ
ἀντίληψη τῆς σχέσης ἀνάμεσα στὴν τέχνη καὶ τὴν ἀλήθεια. Στὰ ἑλληνικά, ἡ ἀλήθεια ἐτυμολογικὰ σημαίνει «ἔλλειψη λήθης».
Ὡς τέτοια, ἡ ἀλήθεια, παραπέμπει ἀπ’
εὐθείας στὸν πρωταρχικὸ στόχο τοῦ ποιητῆ, ποὺ εἶναι νὰ παρουσιάζει καὶ νὰ
διαφυλάττει τὴ μνήμη: Μνήμη ἢ Μνημοσύνη.
Κόρες τῆς Μνήμης οἱ Μοῦσες, ὀνομάζονται καὶ Μνεῖαι, «ἐνθυμήσεις»: ὁ ποιητὴς εἶναι
φύλακας τῆς ἀλήθειας γιατί, μὲ τοὺς ἐπαίνους του, διασώζει ἀπὸ τὴ λήθη αὐτὸ ποὺ
εἶναι ἀληθές, «ἀλησμόνητο». Νὰ δοξάσει,
νὰ σώσει ἀπὸ τὴ λήθη, νὰ διατηρήσει αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει «νὰ δοξάσει τοὺς ἀθανάτους, νὰ δοξάσει τὰ κατορθώματα τῶν ἀνδρείων
ἀνθρώπων» ὅπως λέει ὁ Ἠσίοδος στὴ Θεογονία
του, ἰδοὺ ὁ πρῶτος στόχος τῆς τέχνης. […] Ἡ λήθη
δὲν εἶναι λησμονιὰ ἑνὸς παρελθόντος, ποὺ ἀναφέρεται ἁπλὰ στὸν χρόνο ἢ στὸ πρόσωπο.
Εἶναι ἔννοια συνώνυμη μὲ τὸ μηδὲν καὶ ὑποδηλώνει τὴν παραγνώριση τοῦ θείου και,
μάλιστα, γιὰ τὸν Παρμενίδη, τὴν ἄγνοια τοῦ Εἶναι.
[…] ἡ τέχνη
νοεῖται ὄντως ὡς φυσικὴ πραγματικότητα, ριζωμένη εἰς τὴν φύσιν, συνώνυμη τοῦ Εἶναι. Καὶ ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι σὲ καμία περίπτωση
μιὰ ἁπλῶς σωστὴ κρίση, adaequatio rei et intellectus. Εἶναι μία Θεά, λέει ὁ Βακχυλίδης καὶ «δίνει λάμψη
καὶ φῶς στὸ καθετί»:
σὺν
ἀλαθεῖ δὲ πᾶν λάμπει χρέος. […]
Κώστας Παπαϊωάννου,
Τέχνη καὶ Πολιτισμὸς στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, μτφρ. Χριστίνα Σταματοπούλου, Ἐναλλακτικὲς
ἐκδόσεις, Ἀθήνα 1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου