Στὴν παραβολὴ
τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου αὐγάζεται μὲ ἐξαιρετικὴ διαύγεια τὸ ὑπαρκτικὸ
φορτίο-ὑπόβαθρο τῆς ἐξουσίας. Αὐτό δε δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἀποκρουστικῆς
βεβαιότητας ἀποστροφὴ τοῦ Φαρισαίου ὅτι «οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων
[…] ἢ καὶ ὡς οὗτος».
Ἡ παρουσία τοῦ
ἄλλου δὲν ἀποτελεῖ γιὰ τὸν Φαρισαῖο δυνατότητα νοσταλγίας, εὐκαιρία ἐξόδου του
στὴν καθολικότητα, ποὺ ἀνοίγει ἡ προοπτικὴ τῆς σχέσης. Ἡ ἔναντί του παρουσία,
τοῦ Τελώνου ἀλλὰ καὶ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων, συνιστᾶ ἐφαλτήριο κατάκτησης. Ὁ
Φαρισαῖος χρησιμοποιεῖ τὸν ἕτερο,
ὥστε νὰ ὁδηγεῖται στὴν ποθεινὴ αὐτοεπαλήθευση. Κλειδαμπαρωμένος στὴν κλεισούρα
τῆς ἀκοινωνησίας του ἀντιποιεῖται οὐσιαστικὰ τὴν παρουσία του Θεοῦ. Ὁ ἄλλος
ἐκπίπτει ἀπὸ πρόσωπο σὲ κριτήριο αὐτοεπιβεβαίωσης. Ἡ πορεία δηλαδὴ πρὸς τὸ καθ’
ὁμοίωσιν ἐκτροχιάζεται ἀπὸ ἀναφορικὸ γεγονὸς κοινωνίας σὲ μία αὐτοαναφορικὴ
περιδίνηση.
Ὁ Φαρισαῖος
πασχίζει νὰ εἶναι καταλαμβάνοντας τὸν
πλησίον, ὄχι μεταλαμβάνοντάς τον. Γι’ αὐτὸ στὸν κολοφώνα τῆς μεγαλαυχίας του
ἀναφωνεῖ τὸ τραγικὸ τελικὰ «οὐκ εἰμί». Δὲν ὑπάρχει ὄντως, γιατὶ ὁ ἕτερος ἐκτοπίστηκε
ἀπὸ τὸν χῶρο ἀναφορᾶς του. Ἡ τραγωδία συνίσταται στὸ γεγονὸς μιᾶς κενῆς δόξας
(κενοδοξία): εἰμὶ διότι «οὐκ εἰμί». Ὁ Φαρισαῖος οἰκοδομεῖ τὸ εἶναι του στὸ κενὸ
τῆς ἀνεπίγνωστης ἀνυπαρξίας, ἐφόσον ἔχει ἤδη ἐξουδετερώσει τὸν πλησίον. Εὔκολα
λοιπὸν εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, καθὼς Ἐκεῖνος ἀπουσιάζει. Ἔχει ὑποκατασταθεῖ-ἐξουθενωθεῖ
ἀπὸ τὴ σιδηρὰ βεβαιότητα τοῦ ὑπερμεγέθους Φαρισαίου. Ἄλλωστε ἡ εὐαγγελικὴ
παραβολὴ εἶναι σαφής: ὁ Φαρισαῖος εὐχαρίστησε «σταθεὶς πρὸς ἑαυτόν». Ἀπέναντί
του δὲν ὑπᾶρχει χῶρος γιὰ κανέναν πλὴν τοῦ ἐγωικοῦ γιγαντισμοῦ του.
Αὐτὴ εἶναι ἡ
μήτρα τῆς ἐξουσίας. Τὸ ἔδαφος γιὰ κάθε εἴδους ἐπιβολὴ ὀργώνεται ἀπὸ τὴν ὑπαρκτικὴ
τοποθέτηση ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἡ συγκεφαλαίωση
τοῦ εἶναι, συνεπῶς καὶ ἡ συνισταμένη τῶν κριτηρίων τῆς πραγματικότητας. «Ἐγὼ
εἰμὶ ἡ ἀλήθεια» ὑπονοεῖ σαφέστατα ὁ κάθε Φαρισαῖος, ἄρα ἡ ὑποταγὴ στὴν ἀφεντιά
του εἶναι αὐτονόητη. Ἀπὸ αὐτὴ δὲν γλιτώνει οὔτε ὁ Θεός, γιατὶ ἀκριβῶς εἶναι
ταπεινός. Ἡ ταπείνωσή Του εἶναι ποὺ δίνει χῶρο στὸν Φαρισαῖο. Ὅμως εἶναι ἄλλο
πρᾶγμα νὰ καταχρᾶσαι τὸν τόπο τῆς κένωσης καὶ ἄλλο νὰ γίνεσαι κενὸς τόπος, κατὰ μίμησιν τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ φανερωθεῖ ὁ
ἄλλος. Τὴ δεύτερη προοπτικὴ πραγματώνει ἑκουσίως ὁ Τελώνης, γι’ αὐτὸ καὶ
δικαιώνεται.
Δὲν εἶναι
τυχαῖο λοιπὸν ποὺ ἡ παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν διευκρίνηση τοῦ Εὐαγγελιστῆ
Λουκᾶ, λέγεται μὲ τὴν ἀφορμὴ ποὺ δίδουν κάθε φορὰ οἱ «πεποιθότες ἐφ’ ἑαυτοῖς
ὅτι εἰσὶν δίκαιοι καὶ ἐξουθενοῦντες τοὺς λοιπούς». Ἡ δικαίωση εἶναι ἀληθὴς καὶ
ἀπέχει ἀπροσμέτρητα ἀπὸ τὴ νομικὴ καὶ ἠθικὴ ἀποκατάσταση, ἀκριβῶς διότι δὲν
ἀντλεῖται ἐξ ἑαυτοῦ καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δὲν ἐξουθενώνει κανέναν. Ἐξουθενώνει
μόνο τὸ ἐξουσιαστικὸ πάθος, δηλαδὴ τὸν συμπυκνωμένο ἑαυτό, ποὺ δὲν γνωρίζει νὰ
χαρίζει χῶρο, παρὰ νὰ τὸν ἐξασφαλίζει ἰσοπεδώνοντας τοὺς γύρω.
Ἡ ἐξουσιαστικὴ παράχρηση τοῦ ἑαυτοῦ καὶ τοῦ
ἄλλου εἰκονίζεται ἐξαιρετικὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀπεικόνιση τῆς παραβολῆς. Δὲν
θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὰ εἰκονιζόμενα πρόσωπα ἀποτελοῦν τὰ
σαρκωμένα ἀρχέτυπα τοῦ ὑπαρκτικοῦ ὑπεδάφους τῆς ἐξουσίας. Τὸ αἴσθημα τῆς
ὑπεροχῆς τοῦ Φαρισαίου ἀποτυπώνεται στὸ συνοφρυωμένο πρόσωπό του, τὴ γεμάτη
σφρίγος καὶ ἐπίδειξη ὄρθια στάση τοῦ σώματος καὶ φυσικὰ ἀπὸ τὸ χέρι ποὺ δὲν
προσκαλεῖ, δὲν μοιράζει ἀλλὰ ὑποτιμᾶ καὶ ἐπιτιμᾶ. Τὸ ἄλλο χέρι δείχνει πρὸς τὸν
μόνο γνώριμό του, δηλαδὴ τὸν αὐτοθεωμένο ἑαυτό του, μάλιστα μὲ ἀδιαμφισβήτητη
διάθεση διδακτισμοῦ ἀπέναντι καὶ στὸν ἴδιο τὸν Θεό-ὑπηρέτη του. Ἡ γλῶσσα τοῦ
σώματος ἀποδίδει ἄριστα τὸ ἐξουσιαστικὸ φορτίο τοῦ Φαρισαίου.
Τὸ ἀριστερὸ
χέρι ὅμως τοῦ Τελώνου εἶναι γροθιὰ ποὺ τύπτει τὴν καρδιά: τὸν τόπο τῆς
κατακυρίευσης ἢ τῆς δεξίωσης τοῦ ἄλλου, ἐνῶ τὸ δεξὶ δείχνει τὸν προσωπικό του
ᾅδη. Ἡ ταυτόχρονη κλίση κεφαλῆς καὶ σώματος δὲν ὑποδηλώνει ὑποταγή.
Καταδεικνύει τὸ κατεξοχὴν σχῆμα τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν φαρισαϊκὴ ψευδαίσθηση
τῆς αὐτάρκειας, ποὺ νομοτελειακὰ ἐκρήγνυται ὡς ἐξουσία.
Ἀπὸ τὴ διακριτὴ διαφορὰ τρόπου μεταξὺ Φαρισαίου καὶ Τελώνου
διαζωγραφεῖται ἡ διττὴ ταπείνωση: ὅταν πραγματώνεται ὡς ἀκούσιο ἀποτέλεσμα
(Φαρισαῖος) προϋποτίθεται ἐξουσία, ὅταν πραγματώνεται ὡς ἑκούσια προϋπόθεση
(Τελώνης) μοσχοβολᾶ σχέση.
Ἀνδρέας Γ. Βιτούλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου