K. Λουδοβίκος - ἐλεύθερος ἔρχομαι |
Ὁ Πιὸτρ
Κροπότκιν στὸ ἔργο του Ἀλληλοβοήθεια-ἕνας
παράγοντας τῆς ἐξέλιξης, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων ἐνδιαφερόντων, συνοψίζει τὴν θύραθεν ριζοσπαστικὴ
κριτικὴ ποὺ ἀσκεῖται κατὰ καιροὺς στὴν ἐκκλησιαστικὴ φιλανθρωπία. Ἀναφέρει
λοιπὸν ὅτι: «ἡ χριστιανικὴ ἐκκλησία […] ἀντὶ γιὰ τὴν ἀλληλοβοήθεια ποὺ κάθε ἄγριος θεωρεῖ ὑποχρέωση πρὸς τοὺς ὁμοφύλους
του, ἄρχισε νὰ κηρύττει τὴ φιλανθρωπία, ποὺ
ἔχει τὸ χαρακτήρα ἄνωθεν ἔμπνευσης, καὶ ἀκολούθως ὑπονοεῖ μιὰ κάποια ἀνωτερότητα
τοῦ δότη σὲ σχέση μὲ τὸ λήπτη».
Ἡ μαρτυρούμενη
στὸ σχόλιο σύγκρουση μεταξὺ «φυσικῆς» ἀλληλοβοήθειας καὶ ἑτερόνομης
φιλανθρωπίας μᾶλλον ἀποδεικνύεται τεχνητή, ἂν οἱ ἔννοιες ποὺ φαίνεται νὰ
ἀντιπαρατίθενται κριθοῦν βάσει τῆς παραβολῆς τῆς κρίσεως. Σὲ αὐτὴν τὰ λόγια τοῦ
Χριστοῦ ἰχνογραφοῦν μὲ ἔντονες εἰκόνες τὸ κριτήριο ἐκείνης τῆς ζωῆς ποὺ μπορεῖ
νὰ νικήσει ὁλοκληρωτικὰ τὸν θάνατο: τὴν ἀπροϋπόθετη ἀγάπη.
Ὁ Χριστὸς
λοιπὸν ἀναγγέλλει ὅτι ἀθανατίζουν τὴ ζωὴ ἐκεῖνοι ποὺ κοινώνησαν τὴ ζωή τους μὲ
τὸν πόνο τοῦ Χριστοῦ. Ἀντιθέτως ἐκεῖνοι ποὺ μίκρυναν τὴ ζωὴ στὰ ὅρια τῶν
ἐγωικῶν στεγανῶν τους, μαραζώνουν στὴν ἀπόσταση ποὺ αὐτοβούλως ἵδρυσαν μεταξὺ
τοὺ ἑαυτοῦ τους καὶ τοῦ πονεμένου Χριστοῦ. Τὸ ἰδιαίτερο καὶ συνάμα ἔξοχο
στοιχεῖο τῆς συγκεκριμένης παραβολῆς ἐντοπίζεται στὸ γεγονὸς ὅτι τόσο οἱ
πρῶτοι, ὅσο καὶ οἱ δεύτεροι ἀποροῦν ἐξίσου γιὰ τὴν παρουσία καὶ τὴν ἀπουσία
ἀντίστοιχα τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή τους. Οἱ πρῶτοι, ποὺ ἔζησαν τὸ πρόσωπο τοῦ
ἀναγκεμένου ὡς πλησίον, ἀναρωτιοῦνται γιὰ τὴ βεβαίωση τοῦ Χριστοῦ ὅτι ἔζησαν μὲ
τὸν Ἴδιο. Οἱ δεύτεροι, ποὺ δὲν νοιάστηκαν ἂν πλησίον τους ὕπάρχει ὁ ἄλλος,
ἀναρωτιοῦνται ἐπίσης πότε ἀρνήθηκαν τὸν Χριστό.
«Κύριε πότε σε
εἴδομεν;» ρωτοῦν καὶ οἱ δύο. Οἱ μέν, διότι πολιτεύθηκαν ἀγαπῶντες. Ἔζησαν κατὰ
φύσιν, χωρὶς τὴν ἀναγκαιότητα ποὺ ἐπιβάλλει ὁ φόβος ἢ ἡ ἀνταπόδοση. Ὄντες
πανδοχεῖς τοῦ ἄλλου ἀξιώθηκαν νὰ δεξιωθοῦν τὸν κατεξοχὴν Ἄλλον, τὸν ἴδιο τὸν
Χριστὸ ἐν ἀγνοίᾳ τους. Ἡ ἄγνοιά τους κατέστη σωστικὴ καθὼς σημαίνει συν-χώρηση
τοῦ ἑτέρου ἄνευ προαπαιτουμένων.
Οἱ δεύτεροι
καταθέτουν τὴν ἴδια ἐρώτηση: «Κύριε πότε σε εἴδομεν;» Αὐτοὶ ὅμως ρωτοῦν, διότι
ἐπέλεξαν νὰ ἕρπουν στὸ βυθὸ τῆς ἀκοινωνησίας. Ὁ βίος τους προσδιορίστηκε
καθοριστικὰ ἀπὸ τὴν αὐτεπίστροφη περιπλάνηση στὰ ἴδια. Δὲν ξεμύτισαν ἀπὸ τὴν
κλεισούρα τοῦ ἑαυτοῦ. Ἐν ἀγνοίᾳ τους, δηλαδὴ στὴ μοναξιὰ τῆς σφετερισμένης
ζωῆς, ἀπέλασαν τοὺς πάντες γνωρίζοντες μόνον ἑαυτοὺς χωρὶς ἀλλήλους.
Συνεπῶς ὁ
ἀναρχικὸς πρίγκηπας δικαίως στηλιτεύει τὴν ἄνωθεν ἔμπνευση τῆς φιλανθρωπίας.
Αὐτὴ ἡ ἐπιλογὴ λειτουργεῖ ἔμπλεη φόβου (κόλαση) ἢ ἀνταποδοτικότητας
(παράδεισος), εἶναι δηλαδὴ ἀπολύτως χειραγωγημένη ἀπὸ τὴν ἰδιοτέλεια. Ἐπιπλέον
σὲ τέτοιο περιβάλλον εὐδοκιμεῖ κατεξοχὴν ἡ ἐξουσία, ποὺ κατεργάζεται τὴν
ἐκμετάλλευση τοῦ λήπτη ἀπὸ τὸν δότη. Ἡ φυσικὴ κοινωνικότητα ὅμως τῶν ἀγαπώντων
τῆς παραβολῆς ἀδυνατεῖ νὰ θεσπίσει ἐξουσία καὶ ἰδιοτέλεια. Στὴ σχέση ἐκείνη ὁ
ἑαυτὸς ὑποστασιοποιεῖται στὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον· δὲν ἐκπτύσσεται ὄντας ἤδη συγκροτημένος
ἀλλὰ συγκροτεῖται ὅσο κοινωνεῖ.
Ἔτσι, ἡ
εὐαγγελικὴ προοπτικὴ τῆς ὄντως φιλανθρωπίας ἀμβλύνει καθοριστικὰ τὴ διαμαρτυρία
τοῦ ἀναρχικοῦ φυσιοδίφη. Γιατὶ ἡ παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ ἐξοβελίζει βιαίως καὶ τὴν
ὑπόνοια ἀκόμη περὶ φοβικῆς ἢ χρησιμοθηρικῆς σχέσης δότη-λήπτη. Ἡ ἐν Χριστῷ
φιλανθρωπία οὔτε νοθεύει ἑτερονομικῶς τὴν κοινωνικότητα, οὔτε ὑποθάλπει τὴν
ἀφύσικη ἰδιοτέλεια, διότι οἱ σεσωσμένοι τῆς παραβολῆς δὲν ἀκολουθοῦν κάποιο
ἠθικὸ πρότυπο. Βρίσκουν τὸν Χριστὸ στὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου ἀγνοώντας Τον· διότι δὲν πολιτεύθηκαν
κατακτητικὰ ἀλλὰ προσφερόμενοι. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἀναμένουν κάτι ἀπὸ τὸν τρόπο
ποὺ ἐπέλεξαν νὰ ὑπάρχουν.
Συνάμα ὅμως
δὲν ὑποχρεοῦνται νὰ ζοῦν τοιουτοτρόπως ἀπὸ τὴν «αὐτονομία» ποὺ ὁρίζει ἡ
φυσιοκρατία, οὔτε περιορίζουν τὴ σχέση σὲ ἡμετέρους, ὥστε νὰ ἱκανοποιεῖται
ψυχολογικὰ ἡ ἀνάγκη μιᾶς ἀντικειμενικὰ προσδιορισμένης ταυτότητας (ὁμόφυλον).
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀντεστραμμένη –φυσιοκρατική- θρησκευτικότητα, ποὺ ὑπονοεῖται
σαφέστατα στὴν τοποθέτηση τοῦ Κροπότκιν.
Ἡ καθολικότητα
τοῦ κοινωνικῶς ὑπάρχειν θραύει τὰ ὅρια τόσο τῆς μεταφυσικῆς φιλανθρωπίας, ὅσο
καὶ τῆς φυσιοκρατικῆς ἀλληλεγγύης. Ἄλλωστε καὶ τὰ δύο εἶναι οἰκοδομημένα στὰ
θεμέλια τοῦ ἑαυτοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνδύεται τὴν ἠθική, εἴτε ἐμπνεόμενος ἄνωθεν εἴτε
ἐμπνεόμενος ἔσωθεν. Ἡ εὐαγγελικὴ εἰκόνα ὅμως τῆς κρίσεως ἱδρύει καὶ προτείνει
τὴν ἐν κοινωνίᾳ ἔμπνευση, αὐτὴ ποὺ τεχνουργεῖται στὴν ἄφοβη καὶ ἀνυστερόβουλη
σχέση, στὴν ἐλευθερία νὰ ὑπάρχω μόνο ἐντός της καὶ ἀπὸ τὴ χάρη της.
Ἀνδρέας Γ. Βιτούλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου