[…] Δὲν εἶναι ἐκπληκτικὸ
ἕνας ποὺ ἔχει ψωμὶ νὰ δίνει σ’ ἕναν πεινασμένο ἕνα κομμάτι. Τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι
νὰ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει μὲ μιὰ χειρονομία διαφορετικὴ ἀπὸ κείνην ποὺ κάνουμε ὅταν
ἀγοράζουμε κάτι. Ἡ ἐλεημοσύνη, ὅταν δὲν εἶναι ὑπερφυσική, μοιάζει μὲ πράξη ἀγορᾶς. Ἀγοράζει τὸν δυστυχισμένο.
Ὅ,τι κι ἂν θέλει
κανείς, μὲ τὸ ἔγκλημα ὅπως καὶ μὲ τὴν ὑψηλότερη ἀρετή, μὲ τὶς πιὸ ταπεινὲς μέριμνες
ὅπως καὶ μὲ τὶς μεγάλες ἐπιδιώξεις, στὴν οὐσία αὐτὸ ποὺ θέλει ἔγκειται πάντοτε
σὲ τοῦτο: πὼς θέλει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴ θέλησή του ἐλεύθερη. Τὸ νὰ θέλουμε νὰ ὑπάρχει
αὐτὴ ἡ ἱκανότητα ἐλεύθερης συγκατάβασης γιὰ κάποιον ἄλλο ποὺ τὴ στερήθηκε ἐξ αἰτίας
τῆς δυστυχίας, σημαίνει νὰ μεταφερθοῦμε μέσα στὸν ἄλλο, σημαίνει νὰ παραδοθοῦμε
στὴ δυστυχία, δηλαδὴ στὴν καταστροφὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας. Σημαίνει νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό
μας. Ἀρνούμενοι τὸν ἑαυτό μας γινόμαστε ἱκανοὶ νὰ καταφάσκουμε, ὅπως ὁ Θεός, ἕναν
ἄλλο, μὲ μιὰ κατάφαση δημιουργική. Δίνουμε τὸν ἑαυτό μας λύτρο γιὰ τὸν ἄλλο. Εἶναι
μιὰ λυτρωτικὴ πράξη.
Ἡ συμπάθεια τοῦ
ἀδύνατου γιὰ τὸν δυνατὸ εἶναι φυσική, γιατὶ ὁ ἀδύνατος ὅταν μεταφερθεῖ μέσα στὸν
ἄλλο ἀποκτᾶ μιὰ φανταστικὴ δύναμη. Ἡ συμπάθεια τοῦ δυνατοῦ γιὰ τὸν ἀδύνατο, ὄντας
μιὰ ἐνέργεια ἀντίστροφη εἶναι ἀντίθετη στὴ
φύση. […]
Simone Weil, Ἀγάπη τοῦ πλησίον, μτφρ. Βασιλικὴ Τριανταφύλλου, στὸ Ἐκλογὴ ἀπὸ τὸ ἔργο της, ἐκδ. Μήνυμα
Σημ. Ἡ ὑπογράμμιση εἶναι τοῦ ἐρανιστῆ
μὲ σκοπὸ τὴν ἑρμηνευτικὴ διασύνδεση τῶν ὑπογραμμισμένων, ἡ ὁποῖα, κατὰ τὴ γνώμη
του, νοηματοδοτεῖ τὸν ὅρο «ὑπερφυσικὴ» ὡς τὸν τρόπο ποὺ θεραπεύει τὶς (ἐξουσιαστικὲς)
στρεβλώσεις ποὺ ὑπέστη ἡ φύση λόγῳ τῆς πτώσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου