Γιῶργος Κόρδης |
Κύριε, βοήθησέ με, τοῦ λέω, χάνομαι.
̵ Μὰ αὐτὴ εἶναι ἡ βοήθειά μου – νὰ χαθεῖς…
Γιὰ νὰ σὲ ψάχνουν στοὺς αἰῶνες!
(Κι ἐγὼ χρειάζομαι τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ)
[…] Συμεὼν
Ἂς εἶναι ἄλλοι τὸ σπίτι σου, Κύριε, ὁ κῆπος σου ἢ ἡ συγκομιδή
σου, ἐγὼ ἐρήμωσα τὴ ζωή μου γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ μὲ βλέπεις ἀπὸ
παντοῦ.
Ἴσως, ἂν εἶχα ροῦχο ἢ φωτά, ἢ ὄνειρο, νὰ μὴ σ’ ἄκουγα
τὴν ὥρα ποὺ θὰ μὲ ζητοῦσες.
Δὲν κράτησα παρὰ ἕνα μόνο βράδυ, κάπου στὰ παιδικὰ χρόνια
ἢ ἀργότερα, στὴν ἄκρα ἐγκατάλειψη, γιὰ ν’ ἀκουμπᾶς κάποτε,
αιώνιε ὁδοιπόρε, ἀνάμεσα στὶς σκιές…
(Οἱ τρεῖς)
Ἡ εἴσοδος δὲν ἐπιτρεπόταν παρὰ μόνο σ’ ἐκείνους τοὺς φτωχοὺς
τρελοὺς ποὺ φαντάζονται ὅτι εἶναι πουλιά, σκάλες ἢ δέντρα –
μαντεύοντας ἀόριστα ὅτι γιὰ νὰ μποῦν στὸ μυστήριο
πρέπει ν’ ἀφήσουν ἔξω τὸν ἑαυτό τους.
(Ἀπαγορεύεται ἡ εἴσοδος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου