[Ὁ Ἰησοῦς Χριστός] ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων
οὐχ ἁρπαγμὸν ἠγήσατο τὸ εἶναι
ἴσα Θεῷ,
ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν
δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος,
καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος
ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν
γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ.
Δι᾿ ὃ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν
ὄνομα.
(Φιλ. 2, 6-9)
Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ
δὲν θεώρησε ὅτι ἡ ἰσότητά Του μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα εἶναι προϊὸν ἁρπακτικοῦ
σφετερισμοῦ. Ἀντιθέτως, ἐπειδὴ διαθέτει φυσικὴ τὴν ὁμοτιμία τῆς θεότητος, δὲν
ἐφείσθη αὐτῆς Του τῆς δόξας καὶ ἐκένωσε ἑαυτὸν ἕως θανάτου. Ἐὰν δὲν μετεῖχε
φυσικῶς στὸν τρόπο τῆς ἄκτιστης θείας οὐσίας δὲν θὰ προέβαινε στὸ ὑπαρκτικό Του
ἄδειασμα νὰ δεξιωθεῖ τὴν φύση τοῦ κτιστοῦ. Γιατὶ κάτι τέτοιο θὰ σήμαινε ἀπώλεια
μιᾶς ἰδιοποίησης. Ἡ πραγματικότητα τῆς θεότητος Του λοιπὸν δὲν «ἀποδεικνύεται»
ἀπὸ τὴν ἐπίδειξη καὶ χρήση τῆς θείας ἰσχύος ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἐρωτικὸ ἄδειασμά της.
Ἡ κένωση τοῦ
θείου μεγαλείου προϋποθέτει τὴν ἐρωτικὴ παραφορὰ τοῦ ἐραστῆ, ὁ ὁποῖος ἔξω
ἑαυτοῦ γίνεται, δαπανᾶται, χαρίζεται· διότι ὁ ἔρως δὲν ἀφήνει τοὺς ἐραστὲς νὰ
ἀνήκουν στὸν ἑαυτό τους ἀλλὰ στοὺς ἐρωμένους, κατὰ τὸν Ἀεροπαγίτη Διονύσιο.
Ἔτσι καὶ ὁ Λόγος Τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπαναπαύθηκε στὴ θεία μακαριότητα. Φανέρωσε τὴν
ἀλήθεια τῆς ἀδημιούργητης ὕπαρξῆς Του κοινωνώντας ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως μὲ
τὸ δημιούργημά Του. Ἡ ἄκτιστη ἀρχὴ-ἐξουσία Του «αὐτοαναιρέθηκε» κρυπτόμενη.
Ὁ Θεὸς ὑπάρχει
ὄντως διότι «αὐτοσμικρύνεται» ἄνευ σμικρύνσεως. Γι’αὐτὸ δοξολογεῖται ὡς
Ἄναρχος. Ἐπειδὴ ἡ ἀρχὴ τῆς ἄκτιστης φύσης Του δὲν Τὸν προσδιορίζει. Συνεπῶς, γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς,
δὲν «ὑπ-ἄρχει». Μὲ ἄλλα λόγια δὲν ὑπόκειται σὲ καμία ἀρχή, δὲν εἶναι
ἀναγκασμένος νὰ εἶναι Θεός. Αὐτὴ ἡ
κατεξοχὴν ἐλευθερία Τοῦ ἐπιτρέπει νὰ μπορεῖ καὶ νὰ θέλει νὰ μετέχει καὶ στὴ
φύση τοῦ δημιουργήματός Του.
Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ἀναιρεῖ στὸ πρόσωπό Του τὴν
ἄβυσσο μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου. Προσλαμβάνει κάτι ἐντελῶς ξένο καὶ μάλιστα
ἐξαχρειωμένο, τὴν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὴ ἡ μανικὴ ἀγαπητικὴ ἕνωση τοῦ Δημιουργοῦ
μὲ τὸ δημιούργημα χαρίζει καὶ πάλι τὴ δυνατότητα νὰ καταλύεται ἡ ἀρχὴ τοῦ
θανάτου ποὺ ὁρίζει ἄτεγκτα τὸ κτιστό. Ἔτσι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ
Θεοῦ ἱδρύει τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴ μόνη ὄντως ἀναρχικὴ πολιτεία. Γιατὶ εἶναι
ἀδύνατο νὰ πολιτευθοῦμε ἀναρχικὰ ὅσο γρυλλίζει ἐντός μας ἡ ἀρχὴ-ἐξουσία τοῦ
θανάτου, ποὺ γεννᾶ τοὺς ὀδυνηροὺς μικροθανάτους τοῦ θεοποιημένου καὶ γι’αὐτὸ
θανατοφόρου ἑαυτοῦ.
Ἡ αναρχικὴ
πραγματεία εἶναι ἀσύμβατη μὲ κάθε εἴδους ἀρχές, γιατὶ κάθε ἀρχὴ συνιστᾶ
προκαθορισμό, δηλαδὴ στέρηση τῆς ἐλευθερίας. Ἐπιπλέον, κάθε ἀρχὴ αὐτοριοθετεῖται
στὴν ἐπιβολή. Ἐὰν λοιπὸν δὲν καταλύεται ἡ ἀρχὴ-ὅρος τοῦ μοναχικοῦ κτιστοῦ, ποὺ
εἶναι ἡ φθορὰ τοῦ θανάτου, τότε ἡ ἀναρχία εἶναι ἐκ τῶν ἔνδον φαλκιδευμένη. Αὐτὸ
ποὺ συμβαίνει τότε εἶναι ἡ ἀδιάκοπη αναπαραγωγὴ τοῦ θανάτου, ποὺ ἔχει ἐνδυθεῖ
τὴ λεοντὴ τοῦ ἐπαναστατικοῦ μετασχηματισμοῦ. Πρόκειται ὅμως γιὰ τὸν θρίαμβο τῆς
(πλέον ἀνορθόλογης) μεταφυσικῆς, καθὼς οἱ θιασῶτες τῶν δῆθεν
ἄθεων-ἀπελευθερωτικῶν προταγμάτων βαδίζουν ἀμέριμνοι στὸ ναρκοπέδιο τῶν
αὐτοάνοσων κτιστῶν προδιαγραφῶν τους.
Ἐφόσον τὸ
ὑπαρκτικὸ πλήρωμα, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀναδύεται ἐκ τοῦ
ἐρωτικοῦ-θυσιαστικοῦ ἀδειάσματος τῆς ἰσχύος, ἀκολούθως μόνο σχιζοειδὴς μπορεῖ
νὰ ὀνομαστεῖ ἡ ἀναρχικὴ θεώρηση καὶ πρακτικὴ ποὺ δὲν πολεμᾶ νὰ ξεβολεύεται ἀπὸ
τὶς ἀρχές της. Οἱ ἀρχὲς αὐτὲς θεριεύουν ἀπὸ τὸν δικαιολογημένο ἐπαναστατικὸ
πόθο ἀλλὰ ἀποκρύπτουν τελικὰ τὸν μόνον ἀληθινὸ ἐχθρό: Τὴν καμουφλαρισμένη
γύμνια τῆς ἀκοινωνησίας. Διότι κοινωνία σημαίνει ἠθελημένη αὐτοελάττωση πρὸς
ἀνάδειξιν τοῦ πλησίον. Ἡ μόνη ἀρχή, ποὺ προοδευτικὰ ἀποδεικνύεται ἄναρχη, εἶναι
ὁ βίος ποὺ πραγματώνεται ὡς φανέρωση τοῦ ἑτέρου.
Ὅσο λοιπὸν
οἰκειωνόμαστε τὸν τρόπο τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Θεοῦ Λόγου, τῆς ἄνευ ὅρων-ἀρχῶν
κατάδυσης στὸ ἐρωτικὸν ἄλλο, τόσο καλλύνεται ὁ τόπος τῆς ὄντως ἀναρχίας. Κι ἂν
ὅλα αὐτὰ φαντάζουν ὡς ὁ θρίαμβος τῆς ἑτερονομίας εἶναι γιατὶ ἡ αὐτονομία
λησμόνησε τὸν ἕτερο ὡς ἀψευδῆ ὅρο τῆς πραγμάτωσής της.
Χριστὸς ἐτέγχθη!
Ἀνδρέας Γ. Βιτούλας
Ἀνδρέας Γ. Βιτούλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου