Εἶναι ψάλτης;
Καθηγητὴς ξένων γλωσσῶν; Ἱεροκήρυκας; Οἱ παραξενιὲς τῆς ζωῆς του, μεγαλωμένες ἀπὸ
στόμα σὲ στόμα, τὸν ντύνουν μ’ ἕνα παράξενο φῶς μυστηρίου ποὺ διεγείρει τὴν
περιέργεια. Ὁ καροτσέρης κι ὁ κὺρ Θανάσης δὲν εἶναι οἱ μόνοι ποὺ γελάστηκαν. Κάτω
στὸν προφήτη Ἐλισαῖο, καθὼς περίμενε στὴν πόρτα τὸν Μωραϊτίδη, κάποια γυναίκα
τοῦ ’βαλε τὴν πεντάρα της στὸ χέρι ὅπως στοὺς ἄλλους ζητιάνους. Μὴν εἶναι ἀλήθεια
ζητιάνος; Πίνει κρασὶ μὲ καντηλανάφτες καὶ κοιμᾶται σὲ μιὰ μάντρα, μὲ λούστρους
καὶ χαμάληδες. Εἶναι καλόγερος ποὺ δραπέτευσε ἀπὸ τὸ Ὅρος; Ἔχει δικό του ταλέντο;
Παραφράζει τὸ Δίκενς; Τὶ εἶναι τέλος πάντων ὁ σιωπηλὸς καὶ περήφανος αὐτὸς
κουρελὴς ποὺ κουβαλάει κάτω ἀπὸ τὰ ράκη τοῦ ταβερνόβιου τὴ μαγεία ἑνὸς
συναρπαστικοῦ ὕφους;
Οἱ συνάδελφοι
προσπαθοῦν νὰ τὸν πλησιάσουν, νὰ γίνουν φίλοι του. Αὐτὸς ἀποφεύγει ὅσο μπορεῖ
καὶ κρατάει τὸ κεφάλι χαμηλομένο. Κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ πὼς τὸν εἶδε
ποτὲ κατὰ πρόσωπο. Κι οὔτε ἔμαθε τὸ χρῶμα τῶν ματιῶν του.
[…]
Ἀγαλλιάσεται ἡ ψυχή μου ἐπὶ τῷ Κυρίῳ
ἐνέδυσε γάρ με ἱμάτιον σωτηρίου
καὶ χιτῶνα εὐφροσύνης περιέβαλέ με…
Ἡ φωνὴ ὅσο πάει
λιγοστεύει. Γίνεται ψίθυρος, γίνεται ἀναπνοή, ὕστερα παύει. Θὰ νύσταξε. Ἔχει
σταυρώσει τὰ χέρια του, ἔχει σφαλίσει τὰ βλέφαρα κι ἄφησε τὸ κεφάλι νὰ γείρει ὅπως
πάντα μπροστά, μ’ ἐλαφρὴ κλίση ἀριστερά.
Στὴν ἴδια στάση,
παγομένον, τὸν βρῆκαν τὸ πρωὶ οἱ ἀδερφές του.
Ξημέρωνε ἡ 3η
Ἰανουαρίου 1911. Ἔξω χιόνιζε πάλι.
Μ.
Περάνθη, Ὁ Κοσμοκαλόγερος, Βιβλιοπωλεῖον
τῆς Ἐστίας, Ἀθήνα, 41967
(διατηρήθηκε ἡ ὀρθογραφία τοῦ πρωτοτύπου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου