Νίκος Χουλιαρᾶς |
Αναρχική συλλογικότητα Πυργῖται
Η επαναφορά στο προσκήνιο του
λεγόμενου Μακεδονικού ζητήματος και ο «Μαύρος Κύκνος»(*) του ογκώδους
συλλαλητηρίου για τη Μακεδονία, μας υποχρεώνει να τοποθετηθούμε συνολικά για τα
εν λόγω ζητήματα.
Και τα ζητήματα που ανοίγονται
είναι πράγματι πολλά και ευρεία. Θεωρούμε, πως είναι μια καλή ευκαιρία
ξεκαθαρίσματός τους από την πλευρά μας, καθώς η περίοδος που διανύουμε είναι
κρίσιμης σημασίας για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου.
Ξεκινώντας από το πρόσφατο
συλλαλητήριο, ας πούμε ευθύς εξ αρχής πως το θεωρούμε περισσότερο εθνικού παρά
εθνικιστικού χαρακτήρα και πως ως τέτοιο θα το προσεγγίσουμε. Πολύ περισσότερο,
δε, όταν είναι φανερό, για όσους θέλουν να το δουν, πως πίσω από τον εθνικό
χαρακτήρα υποκρύπτονται βαθιές κοινωνικές διεργασίες που σχετίζονται
άμεσα με τον οικονομικής υφής εξανδραποδισμό της τελευταίας δεκαετίας.
Έχοντας αναφέρει το παραπάνω, δεν
αγνοούμε πως στο συλλαλητήριο συμμετείχαν – φυσικά – άπαντες οι εθνικιστές,
αλλά δεν ήταν αυτοί που έδωσαν το «εσωτερικό χρώμα» της κινητοποίησης παρά
μόνον, ίσως, το επίχρισμά της. Σε 300 – 400 χιλιάδες κόσμου (με μια μάλλον
προσγειωμένη εκτίμηση) η παρουσία τους ήταν μειοψηφική και η ανάδειξή τους
προήλθε κυρίως από την προσοχή που, βεβαίως, τους έδωσαν οι «αντίπαλοί» τους ως
απόπειρα δικής τους άμυνας.
Για εμάς υπάρχει μια λεπτή αλλά
υπαρκτή και πολύ σημαντική διαφορά μεταξύ εθνισμού και εθνικισμού.
Ο εθνισμός συνδέεται με την ύπαρξη και κυρίως τη συνειδητοποίηση πολιτιστικών
συγγενειών, κυρίως γλωσσικών, συγγενειών «έθους» και αντιλήψεων για τη ζωή και
τον θάνατο, βασικό ρόλο στις οποίες παίζουν και οι θρησκευτικές ή άλλες
φιλοσοφικές αντιλήψεις. Συνδέεται, επίσης και με την αντίληψη μιας ιστορικής
συνέχειας αυτών των χαρακτηριστικών, που μπορεί να είναι σε μικρότερο ή
μεγαλύτερο βαθμό υπαρκτή. Αντίθετα, ο εθνικισμός συνδέεται, αναγκαία, με την
ύπαρξη μιας κρατικής οντότητας, η οποία οργανώνει τον πυρήνα και την ιδεολογική
συνοχή της στη βάση μιας κυρίαρχης εθνότητας– είτε υπαρκτής είτε υπό κατασκευή
– σε έναν γεωγραφικό χώρο, προσδοκώντας στην μακροημέρευσή της μέσω της
ταύτισης των συμφερόντων της εξουσίας με τα συμφέροντα των μελών της εθνότητας.
Ο εθνισμός, λοιπόν, δεν διαθέτει
τα επιθετικά χαρακτηριστικά του εθνικισμού που επιθυμεί να ενσωματώσει δια της
καταπίεσης ή του πολέμου άλλους πληθυσμούς με διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Αποτελεί μια λογική ιστορική διεργασία η οποία μπορεί να συνδέεται ή να μην
συνδέεται καθόλου με μια οργανωμένη δομή εξουσίας.
Οι συμμετέχοντες στο συλλαλητήριο
δεν επέδειξαν στην πλειοψηφία τους τέτοιας μορφής επιθετικά χαρακτηριστικά προς
τον πληθυσμό των Σκοπίων, επομένως ο χαρακτηρισμός τους συλλήβδην ως
«εθνικιστών» είναι πλήρως ανεδαφικός.
Κάποιοι θα απέρριπταν τη διάκριση
που κάνουμε, θεωρώντας πως δεν μπορεί να υφίσταται το ένα δίχως το άλλο, ο
εθνικισμός δηλαδή δίχως τον εθνισμό και το αντίστροφο. Ο εθνισμός, όμως, είναι
πανάρχαια υπόθεση. Έχει να κάνει με τα «νομιζόμενα» και «πρέπει» ενός τόπου με
κυρίαρχο στοιχείο φυσικά τη γλώσσα, επειδή η γλώσσα αποτελεί θεμελιώδες
εργαλείο της σκέψης και συγχρόνως τρόπο διαμόρφωσής της. Ο εθνικισμός, όμως,
αφορά τη νεωτερική εποχή στα πλαίσια κυρίως της βιομηχανικής ανάπτυξης και
συνδέεται με τη διαδικασία διάλυσης των παλιών αυτοκρατοριών και τη συγκρότηση
της εξουσίας γύρω από το λεγόμενο εθνικό ιδεώδες. Προσοχή, το εθνικό ιδεώδες,
όμως, εδώ νοείται ως μια ιδεολογικοποιημένη κατασκευή και όχι ως μια βιωμένη
κατάσταση εθνισμού σε συνθήκες πραγματικής ζωής.
Εδώ είναι σημαντικό να
σημειώσουμε πως και ο εθνικισμός, όταν πρωτοεμφανίστηκε στο προσκήνιο, ήταν ένα
επαναστατικό ρεύμα που πρέσβευε την απελευθέρωση από τη δεσποτική εξουσία είτε
των αυτοκρατόρων είτε των αποικιοκρατών. Τον 19ο αιώνα έως τις αρχές του
20ου, σχεδόν όλες οι ανερχόμενες εξουσιαστικές συγκροτήσεις ήταν εθνικιστικές.
Οπότε το ευρύτερο γεωπολιτικό παιχνίδι παιζόταν γύρω από το πλαίσιο της
«αυτοδιάθεσης των λαών». Θέλουμε να πούμε πως εκείνη την εποχή ο εθνικισμός δεν
είχε καθόλου «κακό» όνομα. Αυτό άρχισε να το αποκτά μετά το 2ο Παγκόσμιο
Πόλεμο και ειδικότερα τα τελευταία 40 περίπου χρόνια. Ο λόγος γι’ αυτό είναι
απλός. Μεταπολεμικά άρχισε να συγκροτείται βήμα – βήμα η σύγχρονη Δυτική
αυτοκρατορία (ΕΕ – ΝΑΤΟ). Η αυτοκρατορική δόμηση της εξουσίας που προϋποθέτουν
οι νέοι σχηματισμοί είναι εξ ορισμού ανταγωνιστική προς τον εθνικισμό,
εφ’ όσον αυτή φιλοδοξεί να κυριαρχήσει σε ένα πλήθος διαφορετικών
εθνοτήτων με έναν ενιαίο τρόπο δίχως τη «δυσκολία» προσαρμογής της στις επί
μέρους πληθυσμιακές διαφοροποιήσεις. Επί πλέον, ήδη πριν τον πόλεμο, με την
επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσσία και την συγκρότηση της 3ης Διεθνούς,
είχαμε τη γέννηση ενός άλλου αυτοκρατορικού επεκτατικού οράματος με όχημα την
δήθεν «κοινωνική απελευθέρωση», το οποίο, ενώ ήταν εξ ίσου εχθρικό προς τον
εθνικισμό, τον αντιμετώπιζε ωστόσο εργαλειακά κατά τόπους για την επίτευξη των
δικών του σκοπών.
Κάπου εδώ θα συναντήσουμε
αργότερα και την κατασκευή του Μακεδονικού ζητήματος ως μέρους της πολιτικής της
Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής) για τα Βαλκάνια, πολιτική που εφάρμοσε το ΚΚΕ
σε μια προσπάθεια αναίρεσης των αποτελεσμάτων των Βαλκανικών πολέμων και
ενοποίησης των Βαλκανίων υπό την εποπτεία των Σοβιετικών. Στις μέρες μας, η
σύγκρουση αυτοκρατορίας και εθνο-κρατικών δομήσεων εντείνεται και τα πράγματα
περιπλέκονται ακόμη περισσότερο σε κοινωνικό επίπεδο, καθώς η Δυτική
αυτοκρατορία ενσωματώνει και χρησιμοποιεί στοιχεία του πάλαι ποτέ επαναστατικού
διεθνισμού, για να υποσκάψει τη βάση του εθνο-κράτους, θέλοντας πλέον να το
απορροφήσει ολοκληρωτικά στις δομές της. Το κράτος δηλαδή πρέπει να
ισχυροποιηθεί μεν εφ’ όσον θα κάνει τη δουλειά του αυτοκρατορικού ελεγκτή μιας
γεωγραφικής επαρχίας, αλλά να χάσει τα εθνικά του χαρακτηριστικά, που
δημιουργούν «περιττές» διαφοροποιήσεις στα πλαίσια της αυτοκρατορίας.
Τα λέμε όλα αυτά (εξ ανάγκης κι
εν συντομία) για να ξεκαθαρίσουμε πως δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τον εθνισμό
του οποιουδήποτε, αρκεί αυτό να εκφράζει μια βιωματική και όχι φαντασιακή
συνθήκη και κυρίως να είναι ειλικρινής, δηλαδή να μην τροφοδοτείται από
ιστορικά ψεύδη. Όχι κραυγαλέα ιστορικά ψεύδη τουλάχιστον, όπως συμβαίνει
τώρα με την περίπτωση των Σλαύων των Σκοπίων, γιατί, δυστυχώς, το σύνολο της
Ιστορικής αλήθειας και γενικότερα του παρελθόντος θεωρούμε πως δεν μπορούμε να
το γνωρίζουμε στην πληρότητά του. Ειλικρίνεια, επίσης, σημαίνει το να δεχόμαστε
το σύνολο της αλήθειας (σε όση ιστορική αλήθεια έχουμε πρόσβαση) είτε μας
βολεύει είτε όχι.
Στα πλαίσια που περιγράφηκαν,
λοιπόν, ο διεθνισμός μεταπολεμικά άρχισε να κερδίζει έδαφος, είτε ήταν ο
κομμουνιστικός διεθνισμός, είτε ο διεθνισμός από τον οποίον διεπόταν η
εξελισσόμενη Ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση». Μετά το 1990, με την επικράτηση μιας τάσης
των οραμάτων για παγκόσμια κυριαρχία, ο κομμουνιστικός διεθνισμός,
σταδιακά (και ολοκληρωτικά στις μέρες μας) ενσωματώθηκε στον διεθνισμό της
παγκοσμιοποίησης. Δεν χρειάστηκε και πολύ προσπάθεια γι’ αυτό· άλλωστε και οι
δύο, όπως είπαμε προηγουμένως, είχαν παρόμοιες λογικές με στόχευση την ουτοπία
μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Στις μέρες μας είναι εύκολο το να καταφέρεται
κάποιος εναντίον του εθνικισμού, γιατί πλέον έχει την ολόπλευρη ιδεολογική
υποστήριξη της επικρατούσας τάσης της διεθνούς εξουσίας. Ο διεθνισμός,
όμως, πλέον, έχει αποδειχθεί χειρότερος του εθνικισμού, γιατί έχει
ευρύτερες φιλοδοξίες και έχει ισχυρότερη εμμονή στην κατασκευή πλαστών
ταυτοτήτων. Κατασκεύασε επί 70 χρόνια την ανύπαρκτη ταυτότητα του Σοβιετικού
πολίτη και σήμερα κατασκευάζει την εξ ίσου ανύπαρκτη ταυτότητα του Ευρωπαίου
πολίτη. Δεν είμαστε βέβαιοι για το ποιος από τους δύο θα αποδειχθεί ο
χειρότερος υπήκοος, αλλά είμαστε σίγουροι πως και το σημερινό οικοδόμημα έχει
ημερομηνία λήξεως όπως η οποιαδήποτε κατασκευή που δεν συμβαίνει με αβίαστο
τρόπο. Πάντως, ο εντόπιος επαναστατικός διεθνισμός στην ουσία κλείνει το μάτι,
ευνοώντας από το δικό του μετερίζι αυτήν την εξέλιξη.
Οι εθνικιστές, λοιπόν, βρέθηκαν
με την πλάτη στον τοίχο. Όχι όμως μόνον αυτοί. Το σύνολο των ανθρώπων που δεν
έβλεπαν το λόγο για να απορρίψουν τον εθνισμό τους βρέθηκαν απολογούμενοι,
βιώνοντας μια άνευ προηγουμένου επίθεση ανακατασκευής στη γλώσσα και την
ιστορία τους. Ιστορία που μπορεί να την έμαθαν μερικώς στρεβλά υπό τα
κελεύσματα είτε της πάλαι ποτέ «εθνικοφροσύνης» είτε αντίστοιχα της
μεταπολεμικής «αριστεροσύνης», αλλά που στη γενικότητά της δεν ήταν ψεύτικη.
Λέμε στη «γενικότητα», επειδή οι λεπτομέρειες έχουν τη σημασία τους. Επίθεση
συγκεκαλυμμένη αρχικά και απροκάλυπτη στη συνέχεια. Θα λέγαμε πως τα τελευταία
20 χρόνια ο Ελλαδικός χώρος εισέρχεται και βιώνει τα τελικά στάδια της
νεωτερικότητας και του μοντερνισμού της Δύσης και, όπως όλες οι τάσεις που τον
επηρέασαν τα τελευταία 40 χρόνια, αυτό συνέβη πολύ γρήγορα, ασυνάρτητα και
βίαια, αλλά πάντως μεθοδευμένα. Το αποτέλεσμα είναι πως σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία
ψάχνει σταθερό έδαφος να πατήσει και δεν το βρίσκει πουθενά, κάτι που
επιτείνεται φυσικά και από τον καθημερινό οικονομικό πόλεμο.
Κάποιοι, βεβαίως, θα βρουν – και
βρίσκουν – αυτό το έδαφος με το να γίνουν περισσότερο υποτακτικοί ως υπήκοοι
μέσα στη «θαλπωρή» μιας κομματικής στρούγκας. Κάποιοι άλλοι ακόμα βρίσκονται σε
αναζήτηση, την ώρα που πολλοί έχουν ήδη ξεκινήσει την Οδύσσειά τους στο
εξωτερικό, αφήνοντας πίσω τους ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Παρασκηνιακές πολιτικές
δυνάμεις περιμένουν την ευκαιρία τους, καθώς το «άστρο» της «πρώτης φοράς
αριστερά» δύει. Υπάρχει, ωστόσο, αυτήν τη στιγμή, μία ακαθόριστη μεν,
ευδιάκριτη δε, τάση διάσπαρτων ανθρώπων που αναζητά μια περισσότερο βαθιά και
ειλικρινή σχέση με την ιστορία και το «είναι» τόσο του εαυτού τους όσο και
αυτού του τόπου με όλες του τις αντιφάσεις, με άγνωστη, προς το παρόν,
κατάληξη. Αυτή η βαθύτερη ζύμωση είναι, κατ’ αρχήν, από εμάς καλοδεχούμενη.
Τα λέμε αυτά, γιατί πιστεύουμε
πως όλα τα παραπάνω έπαιξαν το ρόλο τους στη μεγάλη παρουσία κόσμου στο
συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Ας τα σκεφθούν όλα αυτά όσοι πιπιλάνε την
καραμέλα του «εθνικιστή» και του «φασίστα», επειδή έτσι συμφέρει στην
ιδεολογική τους τύφλωση και ας βάλουν (επί τέλους!) έναν καθρέφτη ενώπιων τους.
(*) Ο Nicholas Taleb στο βιβλίο
του «Μαύρος Κύκνος» περιγράφει ως Μαύρο Κύκνο ένα απρόβλεπτο γεγονός το οποίο
λόγω της φύσης του είναι έξω από κάθε δυνατότητα πρόβλεψης, αλλά οι συνέπειές
του είναι καταλυτικές για την εξέλιξη των πραγμάτων. Εκεί, αναλύει γλαφυρά πως
αυτό που πραγματικά έχει σημασία στην Ιστορία είναι αυτό που δεν μπορεί να
προβλεφθεί.
Θα ήθελα απλώς να σχολιάσω την διάκριση που κάνατε στην αρχή του άρθρου σας. Εθνικισμός και εθνισμός είναι παράγωγα της ίδιας, σύγχρονης ιδεολογίας που δεν είναι άλλη από την εθνικιστική. Πρόκειται για εκείνη την ιδεολογία η οποία αναζητεί την πολιτική αναγνώριση και κατοχύρωση του έθνους μέσω της πολιτισμικής μοναδικότητάς του. Έτσι η εθνικιστική ιδεολογία διαμορφώνει την ταυτότητα του έθνους με αυτή την διπλή έννοια, που συνίσταται στη σύζευξη του πολιτισμικού με το πολιτικό στοιχείο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια περισσότερα βλ. Λέκκας Παντελής. Η εθνικιστική ιδεολογία. Κατάρτι,2006
Καταρχὰς τὸ κείμενο ποὺ ἀναρτήθηκε δὲν εἶναι δικό μου. Ἔχει ταυτότητα. Κατὰ δεύτερον, γνωρίζοντας τὸ βιβλίο τοῦ Λέκκα, καταθέτω ἁπλῶς τὴν ἀντίθεσή μου στὴν ἀνάλυσή του νὰ ταυτίζει τὸν ἐθνικισμὸ μὲ τὸν ἐθνισμό. Ὁ πρῶτος στενεύει μονοθεματικὰ καὶ "εἰδωλοποιητικὰ" τὴν ἑτερότητα, ἐνῶ ὁ δεύτερος ἐπιτρέπει στοὺς πόρους ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀναδύεται ἡ ἑτερότητα νὰ ἀναπνέουν, δηλαδὴ νὰ τὴν κοινωνοῦν καὶ ποτὲ νὰ μὴν τὴν στερεοποιοῦν. Αὐτὸ κατὰ τὴ γνώμη μου συνιστᾶ καὶ τὸν διεθνισμό. Ὁ ἐθνικισμὸς στερεῖται οἰκουμενικότητας, αὐτοανακυκλώνεται στοὺς ἱδρυτικούς του μύθους καὶ ὄντας ἐγωκεντρικὰ μύωψ συμπορεύεται πάντοτε μὲ τὴν ἰσχύ, ποὺ παράγει έξουσία ἰσοπεδωτικὴ γιὰ κάθε τὶ διαφέρον αὐτοῦ.
ΑπάντησηΔιαγραφή