Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

κομμουνισμὸς εἶναι τὸ ἄδικο τῆς ἀγάπης




Γιατὶ λοιπὸν χριστιανέ μου, δὲν μᾶς ἀγαπᾶς ἐμᾶς τοὺς κομμουνιστὲς καὶ τοὺς σοσιαλιστές; Διότι μέσα στὴν κίνησή μας πέσαμε στὴν ἁμαρτία; Γιὰ φαντάσου! Καλὸς ὠριγενισμὸς κι αὐτός, φυρὶ φυρὶ δηλαδή, εἶσαι προτεστάντης… «Ὡς δὲ δούλου μορφή, συγκαταβαίνει τοῖς ὁμοδούλοις καὶ δούλοις… ὅλον ἐν ἑαυτῷ ἐμὲ φέρων μετὰ τῶν ἐμῶν…» (Γρηγόριος Θεολόγος). Ὅταν λοιπὸν ὁ Δικός σου καταδέχεται νὰ γίνει δοῦλος μαζὶ μὲ τὴ λερὴ ἀφεντιά μου, καὶ μὲ παίρνει μέσα του, ἐμένα μὲ τὰ ἐμά μου, ἐσὺ δηλαδὴ πῶς; Σοῦ βρωμάω, σοῦ πέφτω λίγος; Τὶ ἔκανε λέει; Εἶμαι ὑλιστής; Καλὰ κάνω καὶ εἶμαι (Μπουλγκάκωφ). Ὁ Δικός σου, μὲ φέρει ὅλον μέσα του μὲ ὅλα τὰ ἐμά μου, μὲ τὰ καλά μου, μὲ τὰ σκατά μου, μὲ τὰ ὑλιστικά μου. Καὶ Ἐσύ μου, Ἐσύ μου, πῶς δηλαδή; Βασιλικότερος τοῦ Βασιλέως;
Σώπα λοιπόν, ἂν δὲν μὲ ἀντέχεις μετὰ τῶν ἐμῶν ὑλισμῶν. Σώπα καὶ ἀγάπα με. Ἀπελπισμένα σ’ ἀγνοῶ, θέλω νὰ μ’ ἀγαπᾶς ἀπελπισμένα, θέλω νὰ μ’ ἀγαπᾶς μέρα τὴ μέρα.
Πνίξε με μέσα στὴν ἀγάπη σου, μὲ τὴν ἀγάπη πνίξε τὸν ξεπεσμό μου. Βίασέ με μὲ μανικὸ ἔρωτα καὶ ξεπάτωσε μέσα μου τὴν Πτώση, ποὺ μὲ δένει μὲ τὴν ὕλη, ξέσκισέ μου τὸν καπιταλισμὸ καὶ τὴν ἐκμετάλλευση, ποὺ μὲ ξεφτιλίζει.
Εἶμαι ἄλογος, εἶμαι ἐχθρός σου; Ναί, εἶμαι. Καὶ τὶ μ’ αὐτό; Ποῦ εἶναι ἡ καῦσις καρδίας σου ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν δαιμόνων; Καὶ ὑπὲρ τῶν ἀλόγων καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας; (Ἀββὰς Ἰσαάκ).
Δηλαδὴ πῶς τὴ νιῶθεις τὴν εὐχαριστία; Σοῦπερ-μάρκετ ὅπου μπαίνεις καὶ διαλέγεις αὐτό, ποὺ σοῦ γυαλίζει;
Ὀλιγόπιστε ὀρθόδοξε Ἐσύ μου, ἐγὼ τὸ χαμένο κορμί, ὁ κομμουνιστής σου εἶμαι ἡ εὐχαριστία σου, ἡ Μαρτυρία σου, ἡ Διακονία σου.
Ἀμήν, ἀμήν, λέγω Ἐσύ μου.

Ἡ παλιὰ ἀστικὴ κοινωνία, μὲ τὶς τάξεις της καὶ τὶς ταξικὲς συγκρούσεις της, δίνει τὴ θέση της σὲ μιὰ κοινότητα, ὅπου ἡ ἐλεύθερη ἄνθιση τοῦ καθενὸς εἶναι ὁ ὅρος γιὰ  τὴν ἐλεύθερη ἄνθιση ὅλων.
Κ. Μὰρξ

Κι ἐσὺ σύντροφέ μου πρωτοπόρε, γιατὶ σιχαίνεσαι τοὺς ὀρθοδόξους; Διότι σὲ κυνηγήσαμε; Μὴν μπερδεύεσαι, δὲν εἴμασταν ποτὲ ἐμεῖς, ἦταν τὸ κράτος, τὸ ἀποκρυστάλλωμα τοῦ ἐγελιανοῦ λόγου, πάντα ταξικό, ἀκόμη κι ὅταν εἶναι διαταξικό, ἀλλὰ ποτὲ χριστιανικό. Κι ἂν μερικοὶ ρασοφόροι σὲ προπηλάκισαν, ἐσὺ θυμήσου τὴ τὴ μήτρα σου. Οἱ δικοί σου, ὁ Ρίτσος σου, θυμιάζουν τὰ κονίσματα, σταυρώνουν τὸ ψωμὶ καὶ τὸ προσκέφαλο. Ὁ πάτερ Ἀνυπόμονος ἦταν φυσεκλίκι μὲ τὸν Ἄρη Βελουχιώτη.
Κι ἂν ὁ Ἄρης εἶναι ὁ τελευταῖος στρατιωτικὸς Ἅγιος τοῦ ὀρθοδόξου Γένους μας, πῶς τὸ ἀρνεῖσαι καὶ ποὺ τὸ ξέρουμε ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἐσεῖς καὶ ἐσεῖς ποὺ εἴσαστε ἐμεῖς; Τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ.
Ἅγιος Ἄρης Βελουχιώτης ὁ Μπροστάρης. Τὶ νιώθεις πάτερ Ἀνυπόμονε; Πῶς τὸ βλέπετε σύντροφοί μου;
Καὶ γιατὶ σύντροφέ μου αὐτάδερφε, ἐσὺ ποὺ πρέπει νὰ σέβεσαι τὴ Γνώση, ἀγνοεῖς τὴ φύτρα σου, σὰν νὰ εἶσαι τὸ παιδὶ τοῦ σωλήνα;
Ξέρεις ποῦθε τραβᾶ ἡ σκούφια σου;

Ὅπως ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά, ὁ βίος, ἡ ψυχή, ἡ συμφωνία, ἡ τράπεζα κοινή, ἀδιαίρετος ἀδελφότης, ἀγάπη ἀνυπόκριτος, τὰ πολλὰ σώματα ἓν ἐργαζομένη· τὰς διαφόρους ψυχὰς εἰς μίαν ὁμόνοιαν ἁρμόζουσα.
Μέγας Βασίλειος

[…] Κι ἐσὺ σύντροφέ μου, ὅταν τσουρουφλίστηκε ἡ σάρκα καὶ μάτωσε ἡ ψυχή σου ἀπὸ τὴν κεφαλαιοκρατία, «εἶδες πὼς οὐκ ἀφίησιν ἀνθρώπους εἶναι τοὺς ἀνθρώπους τὸ χρυσίον, ἀλλὰ θηρία καὶ δαίμονας;» (Χρυσόστομος)
Βλέπεις λοιπὸν ὅτι τὴ θηριωδία τοῦ χρυσίου τὴν ὑποφέραμε γιὰ σᾶς καὶ τὴν καταγγέλλουμε μαζί σας;
Πράξε λοιπὸν ὀρθά, αὐτὰ ποὺ ἐπαγγέλλεται ὁ Μάρξ: ὁ κομμουνισμὸς ἐγκολπώνεται ὅ, τι εὐγενέστερο ἔχει ἐμφανίσει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ πτώση σὲ ἔκπτωση, κι ἀπὸ ἐπανάσταση σὲ ἀνάσταση.
[…] Καὶ εἴμαστε μυστήριοι, Ἐσύ μου, Ἐγώ σου. Εἴμαστε ἀκόμη στὸ βασίλειο τῆς ἀναγκαιότητας, ἀδημονώντας γιὰ τὸ βασίλειο τῆς ἐλευθερίας (Μὰρξ). […]



Κ. Ζουράρι, Μισγάγκεια ἀπερινόητη, συμβολὴ στὴν πολιτικὴ αὐτογνωσία τῆς Ἑλλάδας, ἐκδ. Ἁρμός, 1984, σ. 58-60.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου