[…] Ὁ θρησκευτικὸς ἄνθρωπος […] προσφεύγει στὸ Θεό, ὄχι γιατὶ ἔχει
νιώσει ἀφόρητη ἕλξη ἀπὸ τὸ πρόσωπό Του, ἀλλὰ σὰν κρυψώνα-καταφύγιο ἀπὸ τὶς
δυνάμεις τοῦ κακοῦ. Πλησιάζει τὸ Θεὸ ὄχι μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ ἄπειρο ἔλεός Του,
ἀλλὰ μὲ φόβο καὶ ἐνοχές, γιατὶ νιώθει νὰ ἕλκεται ἀπὸ τὸ κακό. […] Ὁ
θρησκευτικὸς ἄνθρωπος, μὴ βιώνοντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διαμορφώνει μιὰ ἐσωτερικὴ
σκληρία. Γίνεται σκληρόκαρδος πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους
ἐξουθενώνει. Ἐπικριτικὸς γιὰ τὴν κάθε τους ἀδυναμία. Ἀνελέητος πρὸς τὴ μὴ
συμμόρφωσή τους πρὸς τὰ πρέποντα καὶ κάθήκοντα.
[…] Ὁ Θεὸς τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν εἶναι μιὰ ἰδέα ἀλλὰ μιὰ συγκεκριμένη
ὀντότητα, μὲ τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ὑφίσταται μιὰ προσωπικὴ σχέση. Μιὰ ὀντότητα
ποὺ δὲν θὰ κατανοηθεῖ ποτὲ πλήρως. Ἡ ἀνθρωπότητα ὅμως στὸ διάβα τῶν αἰώνων καὶ
μὲ τὴν αὔξηση τῶν ἐπιστημονικῶν γνώσεων θὰ καταγράφει μὲ ἔκπληξη τὴν παρουσία
τῆς ἄπειρης σοφίας Του […]
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει, ἕλκεται ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ. Νιώθει ἔκθαμβος μὲ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ ἀποκαλύπτεται εἴτε στὴν
ὀμορφιὰ τῆς φύσης, εἴτε στὴν ὕπαρξη τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, εἴτε κάποιες στιγμὲς
καὶ στὸν ἴδιο προσωπικά. […] Ὁ ἄνθρωπος ποὺ βιώνει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ
ζωή του, δὲν περιμένει τὴν μετὰ θάνατο ζωὴ γιὰ νὰ δικαιωθεῖ. Δὲν στερεῖται
κάτι, ὥστε νὰ περιμένει τὴν ἀνταπόδοση. Ἀντίθετα νιώθει ὑπόχρεος γιὰ τὴ χάρη
ποὺ τοῦ ἔχει προσφερθεῖ. Αὐτὴ τὴ χάρη ποὺ ἐξαφανίζεται ὅποτε τὴν θεωρεῖ ὡς
ἀτομική του κατάκτηση καὶ ποὺ πολλαπλασιάζεται ὅποτε τὴ μοιράζεται μὲ τοὺς
ἄλλους.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς πίστης γνωρίζει τὴν ἀνεπάρκειά του. Βιώνει τὴν ἀπιστία
του ὡς στέρηση, ὡς ἀποσυντονισμό. Ὡς ἀποπροσανατολισμό. […] ἀλλὰ χαίρεται γνήσια
καὶ πλήρως τὴν κάθε στιγμὴ ὅταν, ξαναβρίσκοντας τὸν προσανατολισμό του, μπορεῖ
νὰ ξαναζεῖ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ζωῆς. Ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς πίστης εἶναι ἡ
ἀστείρευτη πηγὴ τοῦ ἀνεφοδιασμοῦ του, "ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς
χορηγὸς" ποὺ εἶναι πάντα εκεῖ γιὰ ὅποιον Τὸν θελήσει.
(ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ "Ρωγμὲς καὶ
Ἀγγίγματα" τοῦ Δημ. Καραγιάννη, ἐκδ. Ἁρμὸς)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου