χαρακτικὸ τῆς Φωτεινῆς Στεφανίδη |
Ὅταν
ἦταν
μὲ τοὺς ἀνθρώπους, γελοῦσε, ἔπαιζε,
πετιόταν ξαφνικὰ ἀπάνω κι ἄρχιζε νὰ χορεύει, ἔπιανε δυὸ ξύλα κι ἔπαιζε βιολὶ
καὶ τραγουδοῦσε δικά του τραγούδια τοῦ Θεοῦ· τό 'κανε, σίγουρα, γιὰ νὰ δώσει
κουράγιο στοὺς ἀνθρώπους· κάτεχε καλὰ πὼς ἡ ψυχή ὑποφέρει, πὼς τὸ κορμὶ
πεινάει, πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀντέχει… Μὰ ὅταν ἀπόμενε ὁλομόναχος, κινοῦσε τὰ
κλάματα· χτυποῦσε τὸ στῆθος του, κυλιόταν στὶς τσουκνίδες καὶ τ' ἀγκάθια,
σήκωνε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ καὶ φώναζε: «Ὁλημερὶς ἀπελπισμένος σὲ ζητῶ·
ὁλονυχτίς, ὅταν κοιμοῦμαι, μὲ ζητᾶς· πότε νὰ σμίξουμε τὰ ξημερώματα, Θεέ μου!»
Μιὰν
ἄλλη φορὰ πάλι τὸν ἄκουσα, μὲ τὰ μάτια στυλωμένα στὸν οὐρανό, νὰ φωνάζει:
—
Δὲ θέλω πιὰ νὰ ζῶ, γδύσε με, Κύριε, γλίτωσε με ἀπὸ τὸ κορμί μου, πάρε με!
Τὸ
πρωί, ὅταν ξημέρωνε κι ἄρχιζαν πάλι τὰ πουλιὰ νὰ κελαηδοῦν ἢ ὅταν καταμεσήμερα
βυθίζουνταν στὸ δροσάτον ἴσκιο τοῦ δάσου, ἢ τὴ νύχτα, κάτω ἀπὸ τ' ἄστρα ἢ στὸ
φεγγαρόφωτο, ἀνατρίχιαζε ἀπὸ ἄφραστη εὐδαιμονία, μὲ κοίταζε, τὰ μάτια του ἦταν
γεμάτα δάκρυα.
—
Φράτε Λεόνε, μοῦ 'λεγε, ἀδερφέ μου, τί 'ναι ἐτοῦτο τὸ θᾶμα; Τὶ πρέπει λοιπὸν νά
'ναι Αὐτὸς ποὺ ἔπλασε μιὰν τέτοιαν ὀμορφιά; Πῶς νὰ Τὸν ποῦμε;
—
Θεό, ἀδερφὲ Φραγκίσκο, τοῦ ἀποκρίθηκα.
—
Ὄχι Θεό, ὄχι Θεό, φώναξε, ὄχι. Εἶναι βαρύ, τσακίζει κόκαλα τ' ὄνομα αὐτό· ὄχι
Θεό, Πατέρα!
***
—
Δέσποτα μου, μὲ τὴν ἄδεια σου, θὰ μιλήσω.
—
Σὲ ἄκούω, γιέ μου Φραγκίσκο, μίλα λεύτερα.
—
Μιὰ νύχτα ποὺ ἔκλαιγα καὶ παρακαλοῦσα τὸ Θεὸ νὰ φωτίσει τὸ νοῦ μου νὰ πάρω μιὰν
ἀπόφαση: νά 'χουμε, νὰ μὴν ἔχουμε κι ἐμεῖς ἕνα χωραφάκι, ἕνα σπιτάκι, ἕνα
πουγγὶ μὲ λιγοστὴ μονέδα, γιὰ ὥρα ἀνάγκης, ἕνα πρᾶμα ποὺ νὰ τοῦ λέμε: «Εἶσαι
δικό μου!», ὁ Θεὸς μοῦ ἀποκρίθηκε: «Φραγκίσκο, Φραγκίσκο, ὅποιος ἔχει σπίτι,
γίνεται πόρτα καὶ παράθυρο, ὅποιος ἔχει χωράφι, γίνεται χῶμα, κι ὅποιος ἔχει
ἕνα χρυσὸ δαχτυλιδάκι, τὸ δαχτυλιδάκι γίνεται θελιά, τὸν ἁρπάχνει ἀπὸ τὸ λαιμὸ
καὶ τὸν πνίγει!» Αὐτὰ μοῦ 'πε ὁ Θεός, Δέσποτα μου!
Ν. Καζαντζάκη, Ὁ φτωχούλης τοῦ Θεοῦ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου