Δὲν ξέρω ποιὸς
μὲ ἔβαλε σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, οὔτε τὶ εἶναι αὐτὸς ὁ κόσμος οὔτε τὶ εἶμαι ἐγὼ ὁ ἴδιος·
βρίσκομαι σὲ μιὰ φριχτὴ ἄγνοια γιὰ ὅλα τὰ πράγματα· δὲν ξέρω τὶ εἶναι τὸ σῶμα
μου, οἱ αἰσθήσεις μου, ἡ ψυχή μου κι αὐτὸ τὸ μέρος τοῦ ἑαυτοῦ μου ποὺ στοχάζεται
αὐτὰ ποὺ λέω, σκέφτεται γιὰ ὅλα καὶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, μὴν ξέροντας τίποτα
περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι γιὰ τὰ ὑπόλοιπα. Βλέπω αὐτὲς τὶς τρομαχτικὲς διαστάσεις τοῦ
σύμπαντος ποὺ μὲ περιβάλλουν καὶ βρίσκομαι δεμένος σὲ μιὰ γωνιὰ αὐτοῦ τοῦ πελώριου
χώρου, δίχως νὰ ξέρω γιατὶ εἶμαι ριγμένος σ’ αὐτὸν τὸν τόπο κι ὄχι σὲ κανέναν ἄλλο
οὔτε γιατὶ καθορίστηκε νὰ μοῦ δοθεῖ νὰ ζήσω αὐτὸν τὸν λίγο χρόνο σ’ αὐτὴ τὴ
στιγμὴ κι ὄχι σὲ μιὰ ἄλλη ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν αἰωνιότητα ποὺ προηγήθηκε καὶ ἀπ’ αὐτὴ
ποὺ θὰ ἀκολουθήσει. Αὐτὸ ποὺ ξέρω ὅλο κι ὅλο εἶναι ὅτι θὰ πεθάνω ἀμέσως, ἀλλὰ αὐτὸ
ποὺ ἀγνοῶ ἐξολοκλήρου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ θάνατος ποὺ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τὸν ἀποφύγω.
Ὅπως δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ ἔρχομαι, ἔτσι δὲν ξέρω ποῦ πηγαίνω· […]
Τίποτα δὲν εἶναι
τόσο σπουδαῖο στὸν ἄνθρωπο ὅσο ἡ κατάστασή του, καὶ τίποτα δὲν τοῦ εἶναι τόσο
φοβερο ὅσο ἡ αἰωνιότητα·[…] Ὁ ἴδιος λοιπὸν ἄνθρωπος ποὺ περνάει τόσες μέρες καὶ
νύχτες μέσα στὴ λύσσα καὶ στὴν ἀπελπισία γιὰ τὸ χάσιμο ἑνὸς ἀξιώματος ἢ γιὰ μιὰ
φανταστικὴ προσβολὴ ἐναντίον τῆς τιμῆς του, εἶναι αὐτὸς ποὺ ξέρει πὼς θὰ χάσει τὰ
πάντα μὲ τὸν θάνατο, δίχως ἀνησυχία καὶ συγκίνηση. Εἶναι πράγμα τερατῶδες νὰ
βλέπει κανεὶς στὴν ἴδια καρδιὰ καὶ τὸν ἴδιο χρόνο αὐτὴ τὴν αὐαισθησία γιὰ τὰ ασήμαντα
πράγματα καὶ αὐτὴ τὴν παράξενη ἀναισθησία γιὰ τὰ τόσα μεγάλα. Πρόκειται γιὰ μὰ ἀκατανόητη
μαγεία, καὶ γιὰ μιὰ ὑπερφυσικὴ νάρκωση, ἡ ὁποία μαρτυρᾶ μιὰ ἀκατανίκητη δύναμη
ποὺ τὴν ξεπερνᾶ.
Blaise Pascal, Στοχασμοί, μτφρ. Νίκου Ματσούκα, Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1986