Ὄττο Ντὶξ |
Ἂς μὴ φανοῦμε ἐμεῖς
οἱ λογικοὶ σκληρότεροι ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα. Διότι ἐκεῖνα ἀπὸ κοινοῦ χρησιμοποιοῦν
αὐτὰ ποὺ βλαστάνει ἐκ φύσεως ἡ γῆ. Τὰ κοπάδια τῶν προβάτων βοσκοῦν σὲ ἕνα καὶ τὸ
ἴδιο βουνό. Πάμπολλα ἄλογα μία καὶ τὴν ἴδια πεδιάδα καταλαμβάνουν ὡς βοσκότοπο.
Καὶ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ζώων ἔτσι μεταξύ τους τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο παραχωροῦν τὴν ἀναγκαία
ἀπόλαυση τῶν τροφῶν. Ἐμεῖς ὅμως οἰκειοποιούμαστε τὰ κοινὰ καὶ κατέχουμε μόνοι αὐτὰ
ποὺ ἀνήκουν στοὺς πολλούς. Ἂς ντρεπόμαστε τὰ φιλάνθρωπα διηγήματα τῶν εἰδωλολατρῶν.
Σὲ μερικοὺς ἀπὸ αὐτοὺς φιλάνθρωπος νόμος ἀπεργάζεται μία τράπεζα καὶ κοινὰ τρόφιμα
καὶ σχεδὸν μία οἰκογένεια τὸν πολυάνθρωπο λαό. Ἂς ἀφήσουμε τοὺς ἐθνικοὺς καὶ ἂς
ἔλθουμε στὸ παράδειγμα τῶν τριῶν χιλιάδων. Ἂς ζηλέψουμε τὴν πρώτη ἐκκλησία τῶν
χριστιανῶν, ὅπου τὰ πάντα ἦταν σὲ αὐτοὺς κοινά, δηλαδὴ ἡ ζωή, ἡ ψυχή, ἡ συμφωνία,
ἡ κοινὴ τράπεζα, ἡ ἀδιαίρετη ἀδελφότητα, ἡ ἀνυπόκριτη ἀγάπη, ποὺ ἕνωνε σὲ ἕνα τὰ
πολλὰ σώματα καὶ συνάρμοζε τὶς διάφορες ψυχὲς σὲ μία ὁμόνοια. […]
Ἐνὼ ἐπαινοῦμε τὴν
εὐεργεσία, τὴν ἀποστεροῦμε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴ χρειάζονται. Ἐνῶ εἴμαστε δοῦλοι
καὶ ἐλευθερωνόμαστε δὲν σπλαχνιζόμαστε τοὺς συνδούλους μας. Ἐνῶ πεινᾶμε καὶ
τρεφόμαστε, περιφρονοῦμε τὸν ἐνδεῆ. Ἐνῶ ἔχουμε Θεὸ ἀνενδεῆ χορηγὸ καὶ ταμία, ἔχουμε
γίνει σφιχτοχέρηδες καὶ ἀμέτοχοι στὶς ἀνάγκες τῶν φτωχῶν. Τὰ πρόβατά μας εἶναι
γόνιμα καὶ ὅμως οἱ γυμνοὶ εἶναι περισσότεροι ἀπὸ τὰ πρόβατα. Οἱ ἀποθῆκες ἀπὸ τὸ
πλῆθος τῶν ἀποθηκευμένων ἀγαθῶν δὲν χωροῦν κι ἐμεῖς δὲν ἐλεοῦμε αὐτὸν ποὺ στενάζει.
Μ. Βασιλείου, Ἐν λιμῷ καὶ αὐχμῷ