[…] Κατὰ τὴ διάρκεια
τῆς δικτατορίας, ἡ φυγὴ τῶν Ἑλλήνων ἐργαζόμενων πρὸς τὸ ἐξωτερικὸ ἐντείνεται. Ἐπίσης
μειώνεται δραστικὰ τὸ ποσοστὸ τῶν ἐπαναπατρισμῶν. Τὰ στοιχεῖα εἶναι ἀμείλικτα:
Μετὰ τὴν πτώση στὸ ποσοστὸ τῆς μετανάστευσης, ποὺ καταγράφηκε τὸ 1966, εἴχαμε νέα
αὔξηση τῶν ρευμάτων πρὸς τὸ ἐξωτερικό. Τὸ 1968 ἔφυγαν 51.000 ἄτομα, τὸ ’69
91.500, τὸ ’70 93.000 καὶ τὸ 1971 62.000 (Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδοτικὴ
Ἀθηνῶν, τ. ΙΣΤ´, σ. 288). Ταυτόχρονα τὸ ποσοστὸ τῆς παλιννόστησης ἔπεσε ἀπὸ τὸ
38% ποὺ κυμαινόταν κατὰ τὴ δεκαετία 1951-1960, στὸ 14% κατὰ τὴν τριετία ’67-’70
(Τὸ Βῆμα 6/7/1971).
Ἡ μεγάλη μαζικὴ
φυγὴ ὀφείλεται σὲ δύο παράγοντες. Ὁ πρῶτος εἶναι πολιτικός, καὶ ὀφείλεται στὸ
γενικότερο κλίμα τῆς ἔλλειψης ἐλευθεριῶν καὶ τῆς στέρησης τῶν δημοκρατικῶν
δικαιωμάτων τῶν Ἑλλήνων ἐργαζόμενων. Ὁ δεύτερος εἶναι οἰκονομικός: Ὁ κατώτατος
μισθὸς γιὰ μιὰ ἀνειδίκευτη ἑλληνίδα ἐργάτρια στὴ Γερμανία ἦταν 260 δρχ. ἐνῶ ἑνὸς
ἀνειδίκευτου ἐργάτη 320 δρχ. Τὴν ἴδια ἐποχή, στὴν Ἑλλάδα, οἱ ἀντίστοιχοι μισθοὶ
κυμαίνονταν ἀπὸ 120 μέχρι τὸ πολὺ 150 δρχ. (Τὸ Βῆμα 9/10/1971). Μεγάλη διαφορὰ ἔχουν
καὶ οἱ συνθῆκες δουλειᾶς, ἡ ἀσφάλιση κ.ο.κ. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ μαρτυρία τοῦ
ἀντιπροέδρου τῆς ΛΑΡΚΟ, γιὰ τὴν ἄρνηση τοῦ ἑλληνικοῦ προλεταριάτου νὰ παραμείνει
ἀπασχολημένο μὲ τοὺς ὅρους δουλειᾶς ποὺ τοῦ ἐπιφυλάσσει ἡ ἑλληνικὴ βιομηχανία:Μὲ μεγάλη δυσκολία καλύπτουμε προσωρινὰ ἕνα
μέρος ἀπὸ τὶς ἀνάγκες μας σὲ μεταλλωρύχους. […] Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀπὸ τοὺς προσλαμβανόμενους φεύγουν πολὺ σύντομα καὶ
ἐπιστρέφουν στὰ χωριά τους, γιατὶ δὲν μποροῦν νὰ προσαρμοσθοῦν στὶς συνθῆκες τῆς
βιομηχανικῆς ἐργασίας. (Τὸ Βῆμα 4/7/1971)
[…] Ἔτσι, κατὰ
τὰ τέλη τοῦ 1971, ὁ ΣΕΒ ζητάει ἐπίσημα ἀπὸ τὴν κυβέρνηση νὰ προβεῖ σὲ διακρατικὲς
συμφωνίες γιὰ 10.000 ξένους ἐργαζόμενους (Τὸ Βῆμα 19/10/1972). Ἡ κυβέρνηση, βέβαια,
ἔχει ἤδη ξεκαθαρίσει ὅτι δὲν προβλέπεται νὰ προβεῖ σὲ τέτοιες ἐπίσημες κινήσεις
(Τὸ Βῆμα 6/5/1972). Ὡστόσο, οἱ δηλώσεις της εἶναι παραπλανητικές: Τὰ σχετικὰ
δημοσιεύματα ἀναφέρουν ὅτι ἤδη στὴ χώρα ἐργάζονται 20-30 χιλιάδες ξένοι ἄνθρωποι
(ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, τὸ Πακιστάν, τὴ Λιβύη, τὴν Ἰνδία κ.ἀ.), ποὺ στὴν πλειονότητά τους
δὲν διαθέτουν ἄδειες ἐργασίας, καὶ ἀμείβονται μὲ πολὺ χαμηλὰ ἡμερομίσθια, δίχως
ἀσφάλιση. (Τὸ Βῆμα 14/7/1974).
Καθὼς οἱ ἐργαζόμενοι
αὐτοὶ ἀπορροφοῦνται στὴν ἑλληνικὴ βιομηχανία καὶ ἀρχίζουν να ἐμφανίζονται οἱ πρῶτες
συνέπειες τῆς ὑποκατάστασης ντόπιας ἐργατικῆς δύναμης ἀπὸ τὴν ξένη, ἀρχίζουν καὶ
οἱ πρῶτες ἀντιδράσεις, ἐνῶ δὲν λείπουν καὶ τὰ δημοσιεύματα ποὺ ἀποκαλύπτουν τὶς
ἄθλιες συνθῆκες διαβίωσής τους, τὰ πρῶτα προβλήματα στὴ γειτονιά κ.ο.κ. (Τὸ Βῆμα
11/2/1973). Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1974, τὸ Ἐργατικὸ Κέντρο Ἀθήνας κρούει τὸν κώδωνα τοῦ
κινδύνου γιὰ τὴ συμπαιγνία τῆς δικτατορίας καὶ τῶν μεγαλοβιομηχάνων, ὑποστηρίζοντας
ὅτι ἡ «εὔκολη λύση» τῆς ἐκμετάλλευσης τῶν ξένων ἐργατῶν ρίχνει κι ἄλλο τὰ ἡμερομίσθια
καὶ ἐξαναγκάζει τοὺς Ἕλληνες στὴ μετανάστευση, καὶ ζητᾶ τὴ νομιμοποίησή τους. […]
Ποιὸς νὰ τὸ φανταζόταν,
λοιπόν, ὅτι ἡ δικτατορία θὰ ἦταν ἐκείνη ποὺ θὰ ἐγκαινίαζε τὴ συστηματικὴ
χρησιμοποίηση τῆς παράνομης ἐργασίας τῶν μεταναστῶν, ὡς ἐργαλεῖο ὑποκατάστασης τῆς
ἀνύπαρκτης οἰκονομικῆς πολιτικῆς της; […]
Γιώργου Ρακκᾶ,
Πατρίς-Θρησκεία καὶ Μαύρη Ἐργασία,
περ. Ἄρδην, τ. 90, Ἰούνιος-Αὔγουστος 2012