|
Joseph Wright |
[…] Μὲ βάση τὴν
ἀνάλυση τοῦ ἐργου τοῦ Kuhn,
συνοψίζουμε τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τοῦ νέου ρεύματος (ὅλα ἀποτελοῦν σημεῖα ἀντίθεσης
μὲ τὸ Λογικὸ Θετικισμό). […]
4. ἡ ἐπιστήμη
εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο δημιούργημα, ἕνα πολιτιστικὸ
φαινόμενο ὅπως ὅλα τὰ ἄλλα (τέχνη, θρησκεία, πολιτική κτλ.), καὶ ἔχει πολὺ
περισσότερα κοινὰ σημεῖα μ’ αὐτά, ἀπ’ ὅσο ἀφήνεται νὰ ἐννοηθεῖ· βρίσκεται σὲ ἀλληλεπίδραση
μ’ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ ἡ ἐξέλιξή της ἐπηρεάζεται σημαντικὰ
ἀπὸ παράγοντες, θεωρητικά, ξένους πρὸς αὐτὴ (μεταφυσικὲς πεποιθήσεις, κοινὸς νοῦς,
πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς συνθῆκες). […]
7. Στὰ πλαίσια
τοῦ νέου ρεύματος ἡ ἔννοια τῆς ἀντικειμενικῆς
ἀλήθειας παύει νὰ εἶναι λειτουργική. […]
Thomas Kuhn, Ἡ δομὴ τῶν ἐπιστημονικῶν ἐπαναστάσεων, εἰσαγωγή, ἐπιμέλεια Β. Κάλφας,
μτφρ. Γ. Γεωργακόπουλος, Β. Κάλφας, ἐκδ. Σύγχρονα Θέματα
[…] Ἡ ἐπιστήμη
μπορεῖ νὰ περιγράψει, λόγου χάρη, γενικοὺς τύπους φυσικῶν τοπίων, ἢ γενικοὺς τύπους
ἀνθρώπου, δὲν μπορεῖ ὅμως ποτὲ νὰ ἀποδώσει ἐξαντλητικὰ ἕνα καὶ μοναδικὸ ἐξατομικευμένο
τοπίο ἢ ἕνα καὶ μοναδικὸ ἀνθρώπινο ἄτομο. […] Αὐτὸ ποὺ κάνει σημαντικὲς τὶς ἀνθρώπινες
σχέσεις εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ ἀνορθόλογος χῶρος τῆς μοναδικῆς ἀτομικότητας. […]
Ὅποιος υἱοθετεῖ
τὴν ὀρθολογιστικὴ στάση, τὸ κάνει ἐπειδὴ ἔχει υἱοθετήσει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα,
κάποια πρόταση ἢ ἀπόφαση ἢ πίστη ἢ τρόπο συμπεριφορᾶς – υἱοθέτηση ποὺ θὰ μποροῦσε
νὰ ὀνομαστεῖ «ἀνορθόλογη»… μιὰ ἀνορθόλογη πίστη στὸ λόγο […].
Κὰρλ
Πόππερ, Ἡ ἀνοιχτὴ κοινωνία καὶ οἱ ἐχθροί της,
μτφρ. Παπαδάκη Εἰρήνη, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 2003
[…] Αὐτὸς εἶναι
ἀκριβῶς καὶ ὁ σκοπὸς τῆς σημερινῆς ἐπιστημονικῆς ἐκπαίδευσης: Ἁπλοποιεῖ τὴν «ἐπιστήμη» ἁπλοποιῶντας ὅσους συμμετέχουν σὲ αὐτήν. Πρώτα ὁρίζεται ἡ ἐρευνητικὴ περιοχή. Ἡ
περιοχὴ διαχωρίζεται ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ἱστορία (π.χ. ἡ φυσικὴ ἀπὸ τὴ μεταφυσικὴ
καὶ τὴ θεολογία), καὶ τῆς ἀποδίδεται μιὰ δική της «λογική». […] Γιὰ παράδειγμα,
ἡ θρησκευτικὴ πίστη ἑνὸς ἀτόμου, ἡ μεταφυσική του, ἢ ἀκόμα ἡ αἴσθηση χιοῦμορ (ἡ
φυσική του αἴσθηση καὶ ὄχι αὐτὴ ἡ
συγγενὴς καὶ σχεδὸν πάντα δυσάρεστη μορφὴ ἀστειότητας ποὺ βρίσκει κανεὶς στὰ ἐξειδικευμένα
ἐπαγγέλματα) δὲν πρέπει νὰ ἔχουν τὴν παραμικρὴ σχέση μὲ τὴν ἐπιστημονική του
δραστηριότητα. Ἡ φαντασία του περιορίζεται καὶ ἡ ἴδια ἡ γλώσσα του ἀκόμη χάνει
κάθε προσωπικὸ στοιχεῖο. Αὐτὸ ἀντανακλᾶται καὶ στὴ φύση τῶν ἐπιστημονικῶν «γεγονότων»
ποὺ βιώνονται σὰ νὰ εἶναι ἀνεξάρτητα ἀπὸ γνῶμες, πεποιθήσεις καὶ πολιτιστικὸ ὑπόβαθρο.
[…]
Ἡ ἐπιστήμη εἶναι
πολὺ περισσότερο «ἀκατάστατη» καὶ «ἀνορθολογικὴ» ἀπ’ ὅ,τι ἡ μεθοδολογικὴ εἰκόνα
της, καὶ ἡ προσπάθεια νὰ γίνει περισσότερο «ὀρθολογικὴ» καὶ ἀκριβὴς θὰ ὁδηγήσει
στὴν ἐξαφάνισή της. […] Χωρὶς «χάος» δὲν ὑπάρχει γνώση, χωρὶς συχνὴ ἀπόρριψη τῆς
λογικῆς δὲν ὑπάρχει πρόοδος […]. Ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ καὶ δὲν
πρέπει νὰ ἐπιτρέπεται στὴ λογικὴ νὰ καλύπτει τὰ πάντα· πρέπει συχνὰ νὰ παραβιάζεται
γιὰ χάρη ἄλλων παραγόντων. […] Ὑπάρχουν οἱ μύθοι, τὰ θεολογικὰ δόγματα, ἡ
μεταφυσικὴ καὶ πολλοὶ ἄλλοι τρόποι γιὰ νὰ συγκροτηθεῖ μία κοσμοθεωρία. […]
Paul Feyerabend, Ἐνάντια στὴ μέθοδο,
γιὰ μιὰ ἀναρχικὴ θεωρία τῆς γνώσης, μτφρ. Καυκαλᾶς Γρηγόρης, ἐκδ. Σύγχρονα Θέματα,
Ἀθήνα 2006