Γι’ αυτό υψώνουν οι φτωχοί τη φωνή τους
ενάντια σε όλους σας·
ενάντια σε σας που κατέχετε την εξουσία,
σε σας που τους ακολουθείτε,
σε σας που στρατεύεσθε,
σε σας που υπηρετείσθε από αυτούς,
γιατί δεν μπορούν να υποφέρουν
την άσπλαχνη και μισάνθρωπη
διάθεση των φοροεισπρακτόρων
και τη συνεχή βία
και αδικία που προέρχεται από σας
τους ισχυρότερους τους.
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Μόλις είχαν αρχίσει να σκάνε μύτη τα νέα για την
οικονομική κρίση, αρκετοί ήταν οι αστικο-χριστιανοί που έσπευσαν να μιλήσουν,
να γράψουν, να δηλώσουν να προτρέψουν και να προτείνουν λύσεις για
την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης. Υπερασπίστηκαν με «άποψη» και την εξής
θεολογία : «Να δούμε την κρίση χριστιανικά και ευχαριστιακά». Όταν όμως η
κρίση έφτασε και στο κατώφλι του δικού τους σπιτιού, όλη αυτή η
ευχαριστιακή θεολογία πέρασε στα αζήτητα. Τότε είναι που άρχισαν να εκφράζονται
και από την πλευρά τους, παράπονα για τις μειώσεις των μισθών και για τα
απαράδεκτα, αντικοινωνικά και αντεργατικά μέτρα. Αν, καθ’ υπόθεση αναλογιστούμε
ότι ένα σεβαστό ποσοστό αστικοχριστιανών ανήκουν και στον
δημόσιο-υπαλληλικό βίο , τότε αντιλαμβανόμαστε ότι τα παράπονα αυτά μπορούν να
ξεπεράσουν τα όρια έκφρασης μιας ευχαριστιακής διαμαρτυρίας και να
στρέψουν αυτή την «ιερή αγανάκτηση» σε διαδικασίες εξεγερτικών
συμπεριφορών. Το δεδομένο αυτό από μόνο του είναι αρκετά ικανό για να
προκαλέσει προβλήματα στις όποιες χριστιανικές συνειδήσεις που γαλουχήθηκαν με
τέτοιο τρόπο από τα γεννοφάσκια τους ώστε να μην ξεπερνάνε το απαράβατο
εκείνο σημείο του «πνευματικού» νόμου, στο οποίο και απαγορεύεται δια
ροπάλου «να δαγκώσεις το χέρι που σου δίνει το ψωμί». Ποιος
είπε όμως ότι αυτή η διεκδίκηση του ψωμιού δεν είναι μια
καθαρά πνευματική υπόθεση; 1
Οι πιο πνευματικοί εστιάσανε ή ρίξανε το βάρος και στην
γενικότερη ηθική κρίση που περνάει ο τόπος αυτός. Δεν υπάρχει αντίρρηση
ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε την ηθική διάστασή μας μέσα στις ίδιες τις
συνθήκες της ανθρωπιάς μας. 2 Ωστόσο, είναι ύπουλη αυτή η προτεσταντική
αντίληψη που μας αναγκάζει να ενοχοποιούμαστε το τελευταίο διάστημα για
το λησμονημένο ήθος μας το οποίο μας οδηγεί από ξεπεσμό σε ξεπεσμό και
θέλει να μας πείσει μέσα από νέες σπιρίτουαλ εντολές για το
πραγματικό ξεπέρασμα των ορίων της φτώχειας μας. Γιατί, αν
υποθέσουμε ότι υποτασσόμαστε στην παραπάνω συλλογιστική, όσοι ζούνε σε
καθεστώς πτώσης των ηθών (εκτός της καθαρής αφεντιάς μας) μάλλον δεν θα
πρέπει ούτε να πληρώνονται για τους κόπους τους, ούτε να τους
επιτρέπεται να εργαστούν, ούτε να συμμετέχουν στα κοινά, ούτε να διακονούν
άλλους ανθρώπους κ.ο.κ.
Στη βιβλική θεολογία μπορούμε να αποδεχτούμε ακόμα και τις
προσωπικές παραξενιές ή αμαρτίες του κάθε υποτιθέμενου αφεντικού που μας
έλαχε να ζούμε κάτω από την αναπόφευκτη διαδικασία της μισθωτής
σκλαβιάς. Αν και σε αυτόν ακόμα το δρόμο υπάρχουν τα περιθώρια επιλογών
και ελευθεριών, τα οποία όμως μπορεί να κοστίσουν λίγο παραπάνω για όσους δεν
συμμερίζονται αυτού του είδους τις κοινωνικές συμβάσεις.
Αυτό που δεν έχουμε δικαίωμα όμως είναι να σιωπήσουμε
όταν αφαιρείται ο μισθός τού κάθε φτωχού εργάτη συναδέλφου μας. Ωστόσο,
μέσα στα οροθέσια της ασκητικής τής αγάπης, τον δικό μας μισθό μπορούμε να τον
διαχειριστούμε όπως θέλουμε. Να τον μοιράσουμε ή να μην τον διεκδικούμε
καθόλου. Όμως, κάθε προσποιημένη ταπεινοφροσύνη που εξαγγέλλει με
δημόσιες ντουντούκες εκφράσεις του τύπου, «εγώ δεν εισπράττω τον
μισθό μου αλλά τον καταθέτω ολόκληρο στο τάδε κοινωφελές ίδρυμα» κτλ είναι, αν
μην τι άλλο, «αλλουνού παπά ευαγγέλιο».
Αυτό που χρειάζεται να μας απασχολεί αδιάκοπα, και
ίσως να είναι και το πιο επίπονο από τις επιλογές μας, είναι αυτό το
μυστήριο του αδελφού. Κοντολογίς, το δικαίωμα του να τρέφεται, να σκεπάζεται
και να έχει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του ο κάθε εργάτης, ο κάθε
φτωχός αδελφός. Αυτό δεν προϋποθέτει αλλά μάλλον επιβάλει τη σύγκρουση
εκεί όπου η κοινωνική αδικία συντελείται είτε αυτή είναι κρατική είτε
είναι ιδιωτική. Σε κάθε ανάλογη σύγκρουση όμως δεν θα πρέπει να προκαταβάλουμε
με τελεσίδικες αποφάσεις ότι με όσους συγκρουστήκαμε δεν θα
μπορούμε στο εξής και να ξαναγκαλιαστούμε. Αντίθετα, κάθε σύγκρουση που
δεν οραματίζεται και τη συμφιλιωτική προοπτική του ανθρώπου, ακυρώνει
κάθε κόπο που έγινε στο όνομα του μυστηρίου του αδελφού.
Μέσα στο μυστήριο του αδελφού χρειάζεται να έχουμε κατά νου
και το εξής: ότι αυτομάτως, κανένας εργάτης, κανένας αδελφός δεν
εξαγιάζεται ακριβώς επειδή είναι εργάτης και αδελφός. Επιβάλλεται όμως η
αλληλεγγύη μας, χωρίς να προαπαιτείται εξιτήριο ηθικιστικών φρονημάτων
στις όποιες κοινωνικές αδικίες υπόκειται αυτός και ο κάθε αναγκεμένος,
αδικημένος. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι θα υποταχτούμε σε κάθε
αδελφό ή εργαζόμενο που θέλει να στριμώξει τον αυχένα μας μέσα στα
σκέλια των νέων ιδεολογικών φυλακών, των κρατικοδίαιτων και
κρατικοποιημένων συνδικαλιστικών οργανώσεων ή των αστικοχριστιανικών
ομάδων που υπερασπίζονται το χριστιανό αφεντικό τους ένεκεν
μιας καπιταλιστικής χριστιανικής ενότητας για την διατήρηση και την προώθηση των
πολυτελών τους ανησυχιών. Δεν θα υποδουλωθούμε σε τέτοιους ανθρώπους. 3
Μέσα στην κάθε εργασιακή σχέση το κοινωνικό πρόταγμα
δεν μπορεί να σφηνώνεται σε μια ιδεολογική λογική της
«εργασίας για την εργασία», αλλά η εργασία να είναι αυτή που θα
μεταμορφωθεί σε έναν χώρο όπου θα τελείται με εκκλησιαστικό φρόνημα
ένα ακόμα μυστήριο, αυτό του να μην επιβαρύνουμε κανέναν από
τους αδελφούς. 4
Ο αυχένας μας δεν θα πρέπει να σκύβει για κανέναν εθελόδουλα
και ανθρωπάρεσκα. Για τους μόνους λόγους που θα επιτρέπεται να τον
σκύβουμε είναι για να σηκώσουμε στους ώμους τον κάθε κουρασμένο αδελφό μας 5
καθώς και για να αφήσουμε ελεύθερη τη λεπτή αύρα του Αγίου Πνεύματος να
ξελαμπικάρει το κεφάλι μας και την καρδιά μας. 6
1. Αββάς Πιέρ.
2. Υβ Λε Μανάκ, «η κρυφή
γοητεία του υλισμού», σελ. 59, εκδ. Αλήστου Μνήμης.
3. Α Κορινθίους 7:23.
4. Β Θεσσαλονικείς 3:8
5. Λουκάς 15 : 5
6. Ευχή της Θείας λειτουργίας,
«…σοι τον εαυτών αυχένα, και καταξίωσον αυτούς, εν καιρώ ευθέτω,
του λουτρού της παλιγγενεσίας…».
Γιώργος Κουτσοδιάκος
Σάββατο, 18 Ιουνίου 2011