Στὴν
ἀσκητικὴ ἔρημο ὑπάρχει καὶ μιὰ ἄλλη ἀρχή, ἕνα ἄλλο γνώρισμα: «Οὔτε
ἐσὺ ἐξουσιάζεις κανέναν, οὔτε κάποιος ἄλλος ἐξουσιάζει ἐσένα». Αὐτὸ λοιπὸν θεωρῶ
ἀληθινὰ ὡς τὸ πιὸ μεγάλο «προνόμιο». Χωρὶς αὐτό, εἶναι ἀδύνατο νὰ ἔχει κανεὶς τὴν
ἐμπειρία τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας. Πράγματι, κάθε ἄνθρωπος χάνει ἀναπόφευκτα τὴν
ἐλευθερία του, μόλις ἐμφανισθεῖ σὲ αὐτὸν ἡ ἐπιθυμία ἐξουσίας πάνω σὲ ὁποιονδήποτε
ὅμοιό του. Δὲν μπορῶ νὰ βλέπω ἀνθρώπους ὑπόδουλους χωρὶς νὰ νιώσω βαθύτατο
πόνο, ἀλλὰ μοῦ φαίνεται μεγαλύτερη συμφορὰ νὰ εἶμαι ἐγὼ ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ὑποδουλώνει.
Ἀδυνατῶ ἐντελῶς νὰ ἐννοήσω πῶς, σὲ ἀνθρώπους ποὺ δημιουργήθηκαν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ,
ἐμφανίστηκε ἡ ἐπιθυμία νὰ ἐξουσιάζουν καὶ νὰ κατακυριεύουν ὁμοίους τους. Μοῦ
φαίνεται πὼς ἡ τάση αὐτὴ ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς ἐσωτερικῆς δουλείας. Ἡ ἀληθινὴ αἴσθηση
τῆς θεοειδοῦς κυριότητος ἀποκλείει τὴ
δυνατότητα τῆς δουλοκτησίας, γιατὶ στὴν ὑποδούλωση δὲν ὑπάρχει ἀγάπη.
Ἁγίου
Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ, Γράμματα στὴ Ρωσία