(Ἡ ἱστορία τῶν Δίκαιων ἐκτυλίσσεται στὴ Μόσχα τοῦ 1906, ὅταν μιὰ ἐπαναστατικὴ σοσιαλιστικὴ ὀμάδα σχεδιάζει καὶ πραγματοποιεῖ δολοφονικὴ βομβιστικὴ ἐπίθεση ἐναντίον κάποιου ἐκπροσώπου τῆς τσαρικῆς τυραννίας)
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: […] Ὤ, πρέπει, πρέπει νὰ τὸν σκοτώσω… Θὰ φτάσω ὡστόσο ὣς τὸ τέρμα! Πιὸ μακριὰ ἀπ’ τὸ μίσος!
ΝΤΟΡΑ: Πιὸ μακριά; Μὰ δὲν ὑπάρχει τίποτα πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὸ μίσος.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Ὑπάρχει ἡ ἀγάπη.
ΝΤΟΡΑ: Ἡ ἀγάπη; Ὄχι, δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς χρειάζεται.
ΚΑΛΙΑΓΙΕΦ: Ὢ Ντόρα! Πῶς τὸ λὲς αὐτὸ ἐσύ, ποὺ ξέρω τὴν καρδιά σου;
ΝΤΟΡΑ: Ὑπάρχει πάρα πολὺ αἷμα, πάρα πολλὴ βία. Αὐτοὶ ποὺ ἀληθινὰ ἀγαποῦν τὴ δικαιοσύνη, δὲν μποροῦν νὰ ἐπικαλοῦνται τὴν ἀγάπη. Στέκουν ὄρθιοι σὰν κι ἐμένα, μὲ τὸ κεφάλι ψηλά, τὰ μάτια στυλά. Τὶ δουλειὰ μπορεῖ νά ’χει ἡ ἀγάπη σ’ αὐτὲς τὶς περήφανες καρδιές; Ἡ ἀγάπη, Γιάνεκ, σὲ κάνει σιγὰ σιγὰ νὰ σκύβεις τὸ κεφάλι. Ἐμεῖς ἔχουμε τὸν αὐχένα δύσκαμπτο.