Νίκος Κεσσανλῆς, τοῖχος-καρδιὰ (1987) |
Τα μοναστήρια ἦταν ταυτόχρονα λατρευτικές κοινότητες καὶ ὁμάδες ἐργασίας. Ὁ μοναχισμὸς ἐδημιούργησε μιὰ εἰδικὴ «θεολογία ἐργασίας», κι ἀκόμη εἰδικότερα χειρωνακτικῆς ἐργασίας. Ἡ ἐργασία δὲν ἦταν καθόλου δευτερεῦον ἢ ἐπικουρικὸ στοιχεῖο τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Ἀνῆκε στὴν ἴδια τὴν οὐσία του. Ἡ ὀκνηρία θεωρήθηκε σὰν βασικὸ καὶ βαρὺ ἐλάττωμα, πνευματικὰ καταστρεπτικό. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ τὴν ἐργασία, ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι συμφεροντολογική. Καθένας ὄφειλε νὰ ἐργάζεται γιὰ κοινὸ σκοπὸ καὶ ὠφέλεια ὥστε νὰ μπορῆ νὰ βοηθᾶ τὸν φτωχό. Καθὼς ὁ Ἅγιος Βασίλειος τὸ δήλωσε, «στὴν ἐργασία ὁ σκοπὸς ποὺ βρίσκεται μπροστὰ ἀπὸ τὸ κάθε τι, εἶναι ἡ βοήθεια τοῦ φτωχοῦ, καὶ ὄχι τῆς ἀτομικῆς τοῦ καθενὸς ἀνάγκης.» Ἡ ἐργασία ἐπρόκειτο νὰ γίνη, οὕτως εἰπεῖν, ἔκφραση τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης καθὼς καὶ βάση τῶν κοινωνικῶν ὑπηρεσιῶν καὶ τῆς ἐλεημοσύνης. […] Μιὰ ἀπὸ τὶς κύριες μοναχικὲς ὑποσχέσεις ἦταν ἡ πλήρης ἄρνηση κάθε κτήσεως καὶ ὄχι μόνο ὑπόσχεση πτωχείας. Δὲν ὑπῆρχε καθόλου χῶρος γιὰ ὁποιοδήποτε εἶδος «ἰδιαίτερης περιουσίας» στὴ ζωὴ τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχοῦ. Καὶ αὐτὸς ὁ κανόνας ἐπιβλήθηκε ἐνίοτε μὲ αὐστηρότητα. Οἱ μοναχοὶ δὲν θἄπρεπε νὰ ἔχουν ἀκόμη καὶ ἰδιαίτερες ἐπιθυμίες. Τὸ πνεῦμα τῆς ἰδιοκτησίας ἀποκλείσθηκε σφόδρα σὰν ἔσχατη σπορὰ τῆς διαφθορᾶς στὴν ἀνθρώπινη ζωή. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐθεώρησε τὴν ἀτομικὴ περιουσία σὰν τὴ ρίζα ὅλων τῶν κοινωνικῶν ἀνωμαλιῶν. Ἡ ψυχρὴ διάκριση μεταξὺ «δικοῦ μου» καὶ «δικοῦ σου» ἦταν, κατὰ τὴ γνώμη του, τρομερὰ ἀσυμβίβαστη μὲ τὸ ὑπόδειγμα τῆς ἐν ἀγάπῃ ἀδελφότητος ποὺ εἶχε ὁρίσει τὸ Εὐαγγέλιο. […] Πράγματι γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη, «ἡ περιουσία» ἦταν κακοήθης ἐπινόηση τοῦ ἀνθρώπου ἔξω ἀπὸ τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ. Ἦταν ἕτοιμος νὰ ἐπιβάλη σ’ ὅλο τὸν κόσμο τὴν αὐστηρὴ μοναχικὴ πειθαρχία τῆς «ἀκτημοσύνης» καὶ ὑπακοῆς, γιὰ τὴν ἀνακούφιση τοῦ κόσμου. Κατὰ τὴ γνώμη του, τὰ χωριστὰ μοναστήρια θἄπρεπε νὰ ὑπάρχουν τώρα, μὲ ἄμεσο σκοπὸ μιὰ μέρα ὅλος ὁ κόσμος νὰ μποροῦσε νὰ γίνη σὰν ἕνα μοναστήρι.[…] Προφανῶς ὁ συγκεκριμένος μοναχισμὸς
οὐδέποτε ἔφθασε τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἀξιώσεις του. Μὰ ἡ ἱστορική του σημασία
βρίσκεται ἀκριβῶς στὶς ἀρχές του. Ὅπως στὴν εἰδωλολατρικὴ αὐτοκρατορία ἡ ἴδια ἡ
Ἐκκλησία ἦταν ἕνα εἶδος «αντιστασιακῆς κινήσεως», ὁ μοναχισμὸς ἦταν διαρκὴς
«αντιστασιακὴ κίνηση» μέσα στὴ χριστιανικὴ κοινωνία.
π.
Γεώργιος Φλορόφσκυ, Χριστιανισμὸς καὶ Πολιτισμός,
μτφρ. Νικ. Σ. Πουρναρᾶ, ἐκδ. Πουρναρᾶ, 2Θεσσαλονίκη 2000
,