Νίκος Βεντουρᾶς, Λιτανεία |
[…] Τὸ πρῶτο
ἐρώτημα τῆς φιλοσοφικῆς ροπῆς γιὰ γνώση εἶναι: Γιατὶ νὰ ὑπάρχει ὁ κόσμος καὶ νὰ
μὴν ὑπάρχει τὸ τίποτε; Ἔτσι βλέπουμε πὼς ὁλόκληρο τὸν κόσμο, ὅπως καὶ κάθε
πράγμα χωριστά, ὅσο καλὰ καὶ νὰ τὰ γνωρίζουμε ἐπιστημονικῶς, τὰ περιβάλλει
δακτύλιος σκότους. Γι’ αὐτὸ ἡ ἐπιστήμη δὲν μπορεῖ νὰ ὑποκαταστήσει τὴ
φιλοσοφία. Ὅπου γίνεται ἡ ὑποκατάσταση σημαίνει πὼς λησμονήθηκε ἡ φιλοσοφικὴ
ἀπορία τοῦ «γιατί». Πρόκειται γιὰ τὴ λησμονιὰ τοῦ ὀντολογικοῦ σκότους ποὺ μᾶς
περιβάλλει. Καὶ ὅλα τὰ θεωροῦμε φωτεινά. Καὶ ὅλα τὰ θεωροῦμε γνωστά, ἢ ἕτοιμα
νὰ τὰ γνωρίσουμε προσεχῶς. Ὅμως ἐδῶ πρόκειται γιὰ ἀπώλεια συνειδησιακοῦ χώρου,
ποὺ μᾶς ἔχει δωρηθεῖ ὀντολογικῶς. Δηλαδὴ ὅταν εἴμαστε μόνον ἐπιστήμονες, δὲν
ἀσκοῦμε καὶ τὴν ἄλλη ὑπαρξιακὴ δυνατότητά μας, τὴ φιλοσοφική: τὸ νὰ ἀποροῦμε
γιατὶ νὰ ὑπάρχει ὁ κόσμος. Τὸ νὰ θεωροῦμε τὴν ὕπαρξη τοῦ κόσμου αὐτονόητη εἶναι
σὰν ὅλα νὰ τὰ περιβάλλει ἡ γνώση, ἐνῶ τελοῦμε βυθισμένοι στὴν πιὸ ἀπελπιστικὴ
ἀγνωσία. Καὶ τὸ νὰ εἴμαστε ἁπλῶς ἀποδεσμευμένοι ἀπὸ τὰ ἐμπόδια, νομίζουμε πὼς
ἀπολαμβάνουμε τὴν τέλεια ἐλευθερία, ἐνῶ τελοῦμε στὴν πιὸ δύσνοη ἀνελευθερία.
Διότι πρόκειται γιὰ ἀνελευθερία τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς, ὅταν νομίζουμε πὼς
ἐκπληρώσαμε τὸ αἴτημα γιὰ ἐλευθερία ἂν πηγαίνουμε στὴ μακρινὴ πόλη μὲ τὸ
αὐτοκίνητο ἀντὶ μὲ τὰ πόδια. Πῶς μπορῶ νὰ εἶμαι καὶ γνώστης καὶ ἀληθινὸς καὶ
ἐλεύθερος, ὅταν τελῶ στὸν κλοιὸ τοῦ σκότους ποὺ περιβάλλει τὰ πράγματα καὶ τὶς
πράξεις μου; Καὶ πολὺ περισσότερο, ὅταν ἀγνοῶ αὐτὸν τὸν κλοιό; Ἤδη ἡ ἐπίγνωση
αὐτοῦ τοῦ δακτυλίου σκότους εἶναι ἕνα εἶδος ἀπελευθερωτικῆς γνώσεως. Σὲ
ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὴν ψευδῆ ἀπολυτοποίηση τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως. Βεβαίως ἡ
φιλοσοφικὴ γνώση δὲν ἔχει τὴ θετικότητα τῆς ἐπιστημονικῆς. Αὐτὸ εἶναι ἑπόμενο
καὶ δὲν καταλογίζεται ὡς ἀδυναμία της. Ἀντίθετα, εἶναι ἡ δύναμή της. Διότι ἡ
ἐπιστημονικὴ γνώση εἶναι ἀναγκαστικὴ καὶ ὑποχρεωτική, ἐνῶ ἡ φιλοσοφικὴ εἶναι
ἐλεύθερη καὶ διδάσκει τὴν ἀνυπόθετη ἐλευθερία. Καὶ ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ ἐλευθερία
«ἀπό», ἀλλὰ ἡ ἐλευθερία «γιὰ νὰ» - γιὰ νὰ ἀσκεῖς τὸν ὀντολογικό σου προορισμό. […]
Τὸ ἐρώτημα τὸ
φιλοσοφικό, γιατὶ νὰ ὑπάρχει ὁ κόσμος καὶ ὄχι τὸ τίποτε, θέτει τὸν ἄνθρωπο
ἔναντι τοῦ ἐρωτηματικοῦ κόσμου, ὄχι ὅμως καὶ ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ του. Μόλις τεθεῖ
ἔναντι τοῦ ἑαυτοῦ του (γιατὶ νὰ ὑπάρχω ἐγώ; ποιὸς εἶμαι ἐγώ; τὶ θέλω στὸν κόσμο
ἐγώ;), ὁ ἄνθρωπος κλονίζεται καὶ ζητάει βοήθεια ἐκ βαθέων. Διότι τότε εἶναι ποὺ
πυκνώνει ἡ ἀγνωσία σὲ μεσονύκτιο σκότος καὶ τότε ἡ ἐλευθερία καθίσταται αἴτημα
δραματικὸ ρύσεως ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ ὀντολογικοῦ μηδενός. Ἐδῶ πρόκειται γιὰ τὴν
ἀποκάλυψη τῆς θρησκευτικῆς ἀλήθειας, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ὑποκαταστήσει οὔτε ἡ
φιλοσοφική, πολὺ δὲ περισσότερο ἡ ἐπιστημονική.
Ἡ ἐπιστημονικὴ
γνώση μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸ σκότος ποὺ κατακλύζει τὸ πράγμα· ἡ φιλοσοφικὴ
γνώση μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὸ σκότος ποὺ περιβάλλει τὸ πράγμα· ἡ θρησκευτικὴ
γνώση μᾶς ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὸ σκότος ποὺ καλύπτει τὴν ψυχή. Κάθε ἄνθρωπος
ἐπιδιώκει τὸ εἶδος τῆς γνώσεως τὸ ὁποῖο ἀνταποκρίνεται στὸ εἶδος τοῦ σκότους
ποὺ τὴν ὕπαρξή του ἀντιλαμβάνεται. Καὶ τὸ εἶδος τῆς ἐλευθερίας. Καὶ τῆς
ἀλήθειας. Καὶ τοῦ καιροῦ.
Χρ. Μαλεβίτση, Γνώση καὶ Ἐλευθερία, στὸ Δοκίμια ἰδεῶν, ἐκδ. Δωδώνη, 1988