Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

ἡ κοινοκτημοσύνη στὴν πρώτη Ἐκκλησία




[…] (οἱ χριστιανοὶ) οἱ ὁποῖοι ἐνῶ μὲ λαχτάρα περίμεναν τὸν νέο κόσμο, συγχρόνως πίστευαν πὼς ἡ καινὴ κτίση ἤδη ἄρχισε τὴν πορεία της μέσα στὴν ἱστορία μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ μορφὴ αὐτοῦ τοῦ κόσμου παρέρχεται, καὶ μαζὶ παρέρχονται ὅλες οἱ ἁμαρτωλὲς δομές του. Τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ Νέου Κόσμου, ποὺ ἤδη σὲ κάποια μορφὴ εἶναι παρών, θὰ εἶναι ἡ πλήρης «κοινωνία» τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὴ βέβαια ἡ «κοινωνία» θὰ πραγματοποιηθεῖ μετὰ τὴν Κρίση καὶ τὴν ἐπάνοδο τοῦ Ἰησοῦ γιὰ νὰ κρίνει ζῶντες καὶ νεκρούς. Ἡ πραγματικότητα ὅμως καὶ ὁ χαρακτήρας αὐτῆς τῆς κοινωνίας ἐντὸς τοῦ νέου κόσμου προτυπώνεται κιόλας στὶς ἀπαρχές του, δηλαδὴ στὸ «κοινὸ» τῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ μὲ τοὺς μαθητές του, στὸ «κοινὸ» τῆς ἀρχικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Ἡ ἐσχατολογία δημιουργεῖ ἱστορία, καὶ ἡ ἱστορία μὲ τὴ σειρά της ἐπιβεβαιώνει τὴ μελλοντικὴ ἐλπίδα. Ὑπῆρχαν πολλοὶ ἄνθρωποι στὴν Παλαιστίνη, ἰδιαίτερα στὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ ζοῦσαν τὴ μεγάλη οἰκονομικὴ κρίση στὴν πόλη αὐτή, καὶ ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν ἄνθρωποι ποὺ γνώριζαν τὸ πρότυπο τῆς ὀργάνωσης τῶν Ἐσσαίων δὲν ξεκίνησαν ὅμως νὰ κάμουν αὐτὸ ποὺ ἐπιτέλεσαν οἱ χριστιανοί. Κι αὐτὸ γιατὶ τοὺς χριστιανούς, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ πίεση καὶ τὸ πρότυπο τῶν Ἐσσαίων, ὠθοῦσε καὶ τὸ παράδειγμα τῆς ἀπὸ κοινοῦ ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ μὲ τοὺς Μαθητές του, τὰ δεῖπνα ποὺ παρακάθονταν, μετατρέποντάς τα ἔτσι σὲ «κοινὰ» δεῖπνα ἀγάπης. Οἱ πράξεις αὐτὲς «κοινωνίας» τοῦ Ἰησοῦ ἢ τῆς ἀρχικῆς Ἐκκλησίας δὲν ἦσαν παρὰ ἀποκρυσταλλώσεις, ἐκφάνσεις τῆς μεγάλης ἐλπίδας γιὰ τὸ κοινὸ τραπέζι τῆς ἀνθρωπότητας στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καταλάβαινε τὸν ἑαυτό της ἡ ἀρχικὴ κοινότητα στὰ Ἱεροσόλυμα, σὰν μιὰ πρόγευση τῆς ἀπὸ κοινοῦ ζωῆς μέσα στὸν Νέο Κόσμο. Ὁ Λουκᾶς, λοιπόν, μὲ ὅσα γράφει γιὰ τὴν ἀπὸ «κοινοῦ» ζωὴ τῶν πρώτων χριστιανῶν στὰ Ἱεροσόλυμα δὲν ἐξιδανικεύει, ἁπλῶς περιγράφει. Αὐτὴ ἡ «κοινοκτημοσύνη», μὲ κέντρο τουλάχιστο τὸ κοινὸ δεῖπνο, διατηρήθηκε σὲ ὅλες τὶς χριστιανικὲς κοινότητες, γιατὶ παντοῦ παρουσιαζόταν τὸ ἴδιο σύμπλεγμα κινήτρων: ἡ οἰκονομικὴ δυσπραγία καὶ ἡ ἀπὸ κοινοῦ ζωὴ σὰν πρόγευση τῆς ἐρχόμενης «κοινωνίας» ὅλων τῶν ἀγαθῶν, ὑλικῶν καί πνευματικῶν. Τὰ στοιχεῖα «κοινοκτημοσύνης» ὑποχώρησαν ἐντελῶς καὶ μετατράπηκαν σὲ φιλανθρωπία, ἀρχικὰ ἐκτεταμένη καὶ ἀξιόλογη, ὅταν ἀπὸ τὸν 2ο αἱ. μ.Χ. καὶ ἑξῆς οἱ οἰκονομικὰ ἀσθενέστερες τάξεις δὲν ἀποτελοῦσαν τὴ μεγαλύτερη μερίδα μέσα στὶς κοινότητες. Συγχρόνως, ὑποχώρησε καὶ ὁ ἐνθουσιασμὸς καὶ ἡ ἀγωνιώδης ἀναμονὴ τῆς Β' Παρουσίας, καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν ἄποψη πὼς βέβαια θὰ ἔλθει ὁ Κύριος ξανά, ἀλλὰ δὲν ξέρει κανεὶς πότε ἀκριβῶς. Ἡ ἐσχατολογία ἔπαψε νά προσδιορίζει τήν ἱστορία.
Αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ τονιστεῖ, τελικά, εἶναι πὼς τὴν «κοινωνία» μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς ἀρχικῆς Ἐκκλησίας δὲν δημιουργοῦσε μόνο ἡ οἰκονομική κρίση· τὴν ἔτρεφε ἐπίσης ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς πίστης γιὰ τὸν ἐπερχόμενο Νέο Κόσμο, τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διερωτᾶται κανεὶς ποιὸ ρόλο οἱ δύο αὐτοὶ παράγοντες θά ’πρεπε νὰ παίζουν πάντοτε στὴ σκέψη καὶ τὴν τοποθέτηση τῶν χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν μπροστὰ στὰ μεγάλα οἰκονομικοκοινωνικὰ προβλήματα.

      Σάββα Ἀγουρίδη, Ὁ χαρακτήρας τῆς κοινοκτημοσύνης στὴν ἀρχικὴ Ἐκκλησία καὶ ἡ μαρτυρία τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, Ἐπιθεώρηση Κοινωνικῶν Ἐρευνῶν 1983

Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

γοτθικὴ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ σχολαστικισμὸς


[…] Ἡ ὤριμη σχολαστικὴ φιλοσοφία ὡστόσο διαχώρισε αὐστηρὰ τὸ ἄδυτο τῆς πίστης ἀπὸ τὴ σφαίρα τῆς λογικῆς γνώσης, ἀλλὰ ἐπέμεινε τὸ περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ ἀδύτου νὰ παραμείνει σαφῶς εὐδιάκριτο. Παρομοίως καὶ ἡ ὤριμη γοτθικὴ ἀρχιτεκτονικὴ διαχώρισε τὸν ἐσωτερικὸ ἀπὸ τὸν ἐξωτερικὸ χῶρο, ἀλλὰ ἐπέμεινε νὰ προβάλλεται αὐτός, κατὰ κάποιον τρόπο, μέσῳ τῆς περιβάλλουσας κατασκευῆς∙ ἔτσι ὥστε, γιὰ παράδειγμα, ἡ ἐγκάρσια τομὴ τῶν κλιτῶν νὰ μπορεῖ νὰ διαβαστεῖ στὴν πρόσοψη.
Ὅπως καὶ ἡ Summa τοῦ ὤριμου σχολαστικισμοῦ, ὁ καθεδρικὸς ναὸς τῆς ὤριμης γοτθικῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἀπέβλεπε, πρὶν ἀπ’ ὅλα, στὴν «ὁλότητα» καὶ ὡς ἐκ τούτου ἔτεινε νὰ προσεγγίσει, μὲ τὴ σύνθεση, ἀλλὰ καὶ καὶ τὴν ἀπάλειψη, μιὰ τέλεια καὶ τελικὴ λύση∙ γι’ αὐτὸ μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν ὤριμη γοτθικὴ κάτοψη ἢ τὸ ὤριμο γοτθικὸ σύστημα μὲ πολὺ μεγαλύτερη βεβαιότητα ἀπ’ ὅσο θὰ ἦταν δυνατὸ γιὰ κάθε ἄλλη περίοδο.
[…] Ἕνας ἄνθρωπος διαποτισμένος μὲ τὴ σχολαστικὴ ἕξη θὰ ἔβλεπε τὸν τρόπο ἀρχιτεκτονικῆς παρουσίασης ὅπως ἀκριβῶς ἔβλεπε τὸν τρόπο λογοτεχνικῆς παρουσίασης, ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς manifestatio. Θὰ ἔπερνε ὡς δεδομένο ὅτι πρωταρχικὸς σκοπὸς τῶν πολλῶν στοιχείων ποὺ ἀπαρτίζουν ἕναν καθεδρικὸ ναὸ εἶναι ἡ ἐξασφάλιση σταθερότητας, ὅπως ἀκριβῶς ἔπαιρνε ὡς δεδομένο ὅτι πρωταρχικὸς σκοπὸς τῶν πολλῶν στοιχείων ποὺ ἀπαρτίζουν μιὰ Summa εἶναι ἡ ἐξασφάλιση ἐγκυρότητας.
Δὲν θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ μείνει ἱκανοποιημένος ἂν ἡ διαίρεση τοῦ οἰκοδομήματος σὲ διακριτὰ μέλη δὲν τοῦ εἶχε ἐπιτρέψει νὰ ξαναβιώσει τὶς ἴδιες τὶς διαδικασίες τῆς ἀρχιτεκτονικῆς σύνθεσης, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἡ διαίρεση τῆς Summa σὲ διακριτὰ μέρη τοῦ ἐπέτρεπε νὰ ξαναβιώσει τὶς ἴδιες τὶς διαδικασίες τοῦ διαλογισμοῦ. Γι’ αὐτόν, ἡ ἁρματωσιὰ ἀπὸ κορμούς, νευρώσεις, ἀντηρίδες, λίθινα πλέγματα, κορυφώματα καὶ φυτομορφικὰ ἄγκιστρα ἀποτελοῦσε αὐτοανάλυση καὶ αὐτοερμηνεία τῆς ἀρχιτεκτονικῆς, ὅπως καὶ τὸ σύνηθες σύστημα ἀπὸ μέρη, διακρίσεις, ἐρωτήσεις καὶ ἄρθρα ἀποτελοῦσε, γι’ αὐτόν, αὐτοανάλυση καὶ αὐτοερμηνεία τῆς λογικῆς. […]

Erwin PanofskyΓοτθικὴ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ Σχολαστικισμός, Σάββας Κονταρᾶτος, ἐκδ. ΜΙΕΤ, Ἀθήνα, 2018

Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

ἐθνικισμός-ἀντιεθνικισμός, μιὰ κριτικὴ

Χρῆστος Μποκόρος

[…] ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἀποφεύγουμε τὸ Κίνημα τῶν Πλατειῶν ὡς μίασμα, ὑπὸ τὸ σκεπτικὸ πὼς ὅποιος καὶ ὅποια κρατᾶ ἑλληνική σημαία εἶναι ἐθνικιστὴς καὶ ἐθνικίστρια –δηλαδὴ «φασίστες» (παρ’ ὅλο ποὺ ἡ ΧΑ εἶχε βγάλει ἀνακοίνωση, ἤδη ἀπὸ τὶς πρῶτες μέρες τῶν κινητοποιήσεων, προτρέποντας τὸν κόσμο της νὰ μείνει «μακριὰ ἀπὸ τὸ Σύνταγμα» καὶ νὰ πάει γιὰ «ἀντίσταση» στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα) - ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ δὲν ἐνοχλούμαστε καθόλου (πολὺ σωστά, ἄλλωστε!) ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ στὴν ἐξέγερση τοῦ 2001 στὴν Ἀργεντινή, ὁ κόσμος κράταγε σημαῖες τῆς Ἀργεντινῆς, φοροῦσε φανέλες τῆς ἐθνικῆς ὁμάδας ποδοσφαίρου τῆς χώρας κ.λπ. -πράγμα, φυσικά, ποὺ συνέβη καὶ στοὺς ξεσηκωμοὺς τῆς λεγόμενης Ἀραβικῆς Ἄνοιξης, πρὶν ἀπὸ ἕνα χρόνο∙ ἀρνούμαστε νὰ ἀποκαλέσουμε τὴ χώρα στὴν ὁποία ζοῦμε μὲ τὸ καθιερωμένο της ὄνομα, δηλαδὴ «Ἑλλάδα» -ὅπως, ἀντίθετα, κάνουμε γιὰ τὸ σύνολο τῶν ὑπόλοιπων χωρῶν τοῦ πλανήτη!- ἀλλὰ προτιμᾶμε νὰ χρησιμοποιοῦμε ἀστεῖες ἐκφράσεις τοῦ τύπου «ἑλλαδικός χῶρος» κ.λπ.∙ ἔχουμε μετατρέψει τὸν ἀντιεθνικισμὸ καὶ τὸν «ἀντιφασισμό» στὸ Α καί τό Ω τῆς πολιτικῆς μας κρίσης, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ κλείνουμε τὰ μάτια ἀπέναντι στὸν ἐθνικισμὸ τῶν μεταναστῶν καὶ στὶς ἀντιδραστικὲς ἀπόψεις (θρησκευτικὸς φανατισμός, σεξισμός κ.λπ.) τῶν ὁποίων εἶναι, γενικότερα, φορεῖς οἱ περισσότεροι ἀπὸ αὐτούς, λόγω τῶν πολιτιστικῶν τους καταβολῶν. Τὰ παραδείγματα θὰ μποροῦσαν νὰ συνεχίσουν νὰ παρατίθενται ἐπ’ ἄπειρον. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία εἶναι νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἑρμηνεύσουμε τὸ φαινόμενο. […]

[…] ἐνῶ, δηλαδή, οἱ ἀφελεῖς ἐθνολαϊκιστὲς θεωροῦν ὅτι εἴμαστε ἔθνος ἀνάδελφον, ἐπειδὴ κανεὶς δὲ μπορεῖ νὰ φτάσει τὰ ἐπιτεύγματά μας, οἱ ὑποστηρικτὲς τοῦ ἐστὲτ «ἀνθελληνισμοῦ» ρέπουν πρὸς μιὰ ἀνάλογη τάση νὰ θεωροῦν τὴν Ἑλλάδα ἀνάδελφο ἔθνος, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνάποδη, ἐξαιτίας, ὑποτίθεται, τῆς ἀρνητικῆς της μοναδικότητας ὡς ἔθνους φασιστῶν, λωποδυτῶν, φοροφυγάδων κ.λπ. Αὐτὸ τὸ «ἀνθελληνικό» σύμπλεγμα συνιστᾶ τὴν πίσω ὄψη τῆς ναρκισσιστικῆς αὐτοθυματοποίησης, εἴτε ἐκφράζεται ἀπὸ ψευτο-ἐστὲτ φιλελεύθερους σὲ στὺλ Νίκου Δήμου, εἴτε ἀπὸ τὴν ἀναρχοπὰνκ κουλτούρα τῶν ἀναρχικῶν καὶ «ἀντιφασιστικῶν» ὁμάδων. Πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι εἶναι ἰδεολογικὸ μὲ τὴν ἀρνητικὴ ἔννοια τοῦ ὄρου καὶ ὡς ἐκ τούτου πολιτικὰ ἀποπροσανατολιστικό. Σὲ ἀμφότερες τὶς περιπτώσεις ἐκφράζει μιὰ ἀμηχανία ἀπέναντι στὸ γεγονὸς ὅτι γεννηθήκαμε σὲ αὐτὸ τὸ κομμάτι τῆς γῆς καὶ ὅτι ἀνήκουμε, ἐκ τῶν πραγμάτων, στὴν συγκεκριμένη κοινωνία, μὲ τὰ καλά της ἀλλὰ καὶ τά -τόσα- κακά της. Ὁ ἀποτελῶν σύμπτωμα Ν. Δήμου, ἐκφράζει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο αὐτὴν τὴν ταυτοτικὴ δυσθυμία: «Ὅταν μπήκαμε στήν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση αἰσθάνθηκα ὁλοκληρωμένος. Καὶ τώρα μὲ πετᾶνε ἔξω ὡς ἀνεπιθύμητο, ἀποτυχημένο. Γεννήθηκα Εὐρωπαῖος καί, ὅπως φαίνεται, θὰ πεθάνω τριτοκοσμικός. Αὐτὸ μοῦ ἐπεφύλαξε ἡ μοίρα». Αὐτὴ ἡ τάση συνολικῆς καὶ ἰδεολογικοῦ τύπου ἀπόρριψης μιᾶς ὁλόκληρης κοινωνίας δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ δεῖγμα μιᾶς ὑπαρξιακῆς, κατὰ κάποιον τρόπο, ἀμηχανίας ἀπέναντι στὴν ἀνικανότητά μας νὰ ἀποδεχτοῦμε ἐλεύθερα καὶ δίχως ἐνοχὲς καὶ κόμπλεξ τὴν καταγωγή μας καὶ τὴν κοινωνική μας ἔνταξη. Καὶ καλά, στήν περίπτωση τῶν διάφορων φιλελεύθερων κάτι τέτοιο δὲν δημιουργεῖ ἰδιαίτερα προβλήματα καὶ πολιτικὲς ἀντιφάσεις, ἐφόσον δὲν πρόκειται γιὰ ἄτομα ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸν δημοκρατικὸ αὐτομετασχηματισμὸ τῆς κοινωνίας. Ὡστόσο, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ στοὺς ἀναρχικούς, αὐτὴ ἡ «ἀνθελληνική» στάση συνιστᾶ προσπάθεια ἐκλογίκευσης μιᾶς θεμελιώδους πολιτικῆς ἀνικανότητας: τῆς ἀδυναμίας τους νὰ ἀναλύσουν γιὰ ποιὸν λόγο οἱ ἰδέες τους δὲν βρίσκουν ἀπήχηση στὴν κοινωνία. […]

 

Πρόταγμα, περιοδικὸ γιὰ τὴν αὐτονομία καὶ τὴν ἄμεση δημοκρατία, τεῦχος 4, Ἰούνιος 2012, editorial, ἐκδίδεται ἀπὸ τὴν Πολιτικὴ ὁμάδα γιὰ τὴν Αὐτονομία