[…] τὰ γενικὰ
χαρακτηριστικὰ τῆς μεσαιωνικῆς ζωῆς εἶναι ὁ λόγος, ὁ νόμος καὶ ἡ τάξη σὲ μιὰ
ὀργανικὴ ἀλληλεξάρτηση. Καὶ τὰ τρία εἶναι θεοποιημένα κατὰ κάποιο τρόπο καὶ
κατὰ βάση ἀπόλυτα. Ἀπ’ αὐτὸ λοιπὸν τὸ εἶδος τῆς θεοποίησης διόλου δὲν
ἀπαλλάχτηκε ὁ νεότερος δυτικὸς πολιτισμός. Καμιὰ σημασία ἴσως δὲν ἔχει ἡ
ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κηδεμονία. Γιατὶ ἡ ἴδια αὐτὴ θεοποίηση
διαμόρφωσε καὶ τὴν ἴδια τὴν ἐκκλησιαστικὴ αὐθεντία καὶ κηδεμονία. Ὅτι τὰ τρία
αὐτὰ στοιχεῖα, τὸ λόγο, τὸ νόμο καὶ τὴν τάξη, δὲν τὰ ἐπέβαλε ὡς δικά του ὁ
Χριστιανισμός, ἀποδεικνύεται καθαρὰ καὶ ξάστερα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εἶχαν
τὴν ἴδια ἐπιβολὴ καὶ κυριαρχία στὸ χριστιανικότατο Βυζάντιο.
Ἐνῶ λοιπὸν ὁ
νεότερος δυτικὸς πολιτισμὸς ἀπέκτησε ἄλλους κηδεμόνες καὶ ἄλλα ἀφεντικά, ἐντούτοις
τὸ κράτος, τὴν κοινωνία, τὴν ἐξουσία καὶ τὴν οἰκονομία ὀργάνωσε πάνω στὸ λόγο,
τὸ νόμο καὶ τὴν τάξη. Ὁ Μεσαίωνας, λόγου χάρη, μέσῳ τοῦ σχολαστικισμοῦ
θεοποίησε τὸ λόγο μὲ τὶς γενικὲς ἔννοιες· τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ νεότερος δυτικὸς
πολιτισμός, θεοποιώντας τὸ λόγο μέσῳ τῆς ἐπιστήμης. (Ἁπλῶς περιγράφω μιὰ
κατάσταση, καὶ δὲν κάνω καμιὰ ἀξιολόγηση). Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ οἱ ἄνθρωποι
σχεδὸν ἐγκλωβίστηκαν στὴν τάξη τοῦ Δικαίου καὶ τῆς γραφειοκρατίας. Ἡ κοινωνία
καὶ ἡ κοινότητα ἑρμηνεύτηκαν καὶ ὀργανώθηκαν ὀρθολογικά, νομικιστικὰ καὶ
σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἱεραρχημένης τάξης. Καὶ ὁ Διαφωτισμὸς μὲ τὴ σειρά του στήριξε ἰδεολογικά,
ὑπὲρ τὸ δέον, ἴσως καὶ ὑπὲρ τὸ πρέπον, τὴν ἀνερχόμενη μὲ αὐθάδεια καὶ αὐταρέσκεια
ἀστικὴ τάξη, ποὺ κατέβαλλε συνεχεῖς προσπάθειες νὰ κάνει πέρα τὴν ἐξουσία τοῦ
κλήρου. Ἀλλὰ ἡ ἔννοια τοῦ πλησίον καὶ τοῦ ἀδελφοῦ, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀναγνώριση τοῦ
ἄλλου στηρίχτηκαν περισσότερο καὶ κατὰ κύριο λόγο στὴν ἠθικολογία καὶ τὸ νομικὸ
πνεῦμα. Οἱ μετέπειτα ἀντιδράσεις τῆς φιλοσοφίας πείθουν ἀρκετὰ γιὰ τὴν παραπάνω
πραγματικότητα. […]
Νίκου Ἀ. Ματσούκα,
Ἱστορία τῆς βυζαντινῆς φιλοσοφίας, Μὲ παράρτημα τὸ σχολαστικισμὸ τοῦ Δυτικοῦ
Μεσαίωνα, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994