Π.Π. Ρούμπενς - Ὁ κῆπος τῆς ἀγάπης (1633) |
Τὸ
κοσμοθεωρητικὸ περιεχόμενο τοῦ ὀρθολογισμοῦ τῶν Νέων Χρόνων καταφαίνεται στὴ σύνδεση
βασικῶν σημείων τῆς αὐτοσυνείδησής του μὲ ὁρισμένες ἀξίες. Ἡ ἀποκοπὴ τῆς σκέψης
ἀπὸ τὸ ὀντολογικό-μεταφυσικὸ πλαίσιο τῆς ἀντίπαλης κοσμοθεωρίας παρουσιάζεται ὡς
ἀπελευθέρωση τῆς σκέψης καθαυτῆς ἢ ὡς χειραφέτηση τοῦ ἀνθρώπου· ὁ ὀρθολογισμὸς τῶν
Νέων Χρόνων ἀξιώνει, ἔτσι, γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀνώτερη ἠθικὴ ἀξία, καὶ ἀκριβῶς μὲ
αὐτὸ τὸ ἐπιχείρημα μπόρεσε πολὺ συχνὰ νὰ στέψει μὲ ἐπιτυχία τοὺς ἀγῶνες του καὶ
νὰ κερδίσει σημαντικοὺς στοχαστὲς γιὰ τοὺς σκοπούς του. Ὅμως τὸ τὶ κατέχει
κοσμοθεωρητικὴ ἀξία καὶ τὸ τὶ σημαίνει «ἀπελευθέρωση» καὶ «ἐλευθερία» δὲν ὁρίζεται
ἐπιστημονικὰ παρὰ μόνο κοσμοθεωρητικά, καὶ μάλιστα πάντα σε ἀναφορὰ μὲ τὴν ἀξιολογικὴ
κλίμακα ἑνὸς ἀντιπάλου, ἡ ὁποία χρησιμεύει ὡς ἀρνητικὸ κριτήριο. […] Οἱ ἄνθρωποι
καλοῦνται νὰ ἀποτινάξουν ἕναν ζυγὸ καὶ νὰ ἀπαλλάξουν τὶς ψυχές τους ἀπὸ τὴν ἀπονεκρωτικὴ
ἰδεολογικὴ ἐπήρεια τοῦ ἀντιπάλου, ἐνῶ συνάμα τοὺς ἀνοίγεται ἡ προοπτικὴ μιᾶς
πρωτόγνωρης ζωντάνιας καὶ μιᾶς καινούργιας ὑπαρξιακῆς ἔντασης. Ἡ νέα σκέψη, ποὺ
αὐτοθεωρεῖται αὐτόνομη, παρουσιάζεται τώρα ὡς ἡ ὔψιστη ἔκφραση τῆς ἔντασης αὐτῆς.
Μονάχα τούτη ἡ μορφὴ ὑπαρξιακῆς ἔντασης ἐμφανίζεται τώρα πιὰ ὡς ἀληθινὴ ἐλευθερία
καὶ ὡς ἠθικὸ ἀγαθό· ὅ,τι θεωροῦνταν πρωτύτερα ὡς ἄνοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀξιολογεῖται
τώρα ὡς δουλεία ἤ, στὴν καλύτερη περίπτωση, ὡς εὐγενική -ἀλλὰ ὄχι καὶ λιγότερη ἐπικίνδυνη-
ψευδαίσθηση. Στὴ ζοφερὴ περιγραφὴ μιᾶς ὁλόκληρης ἱστορικῆς ἐποχῆς ἀναζητᾶ μιὰ ἄλλη
τὴν αὐτοσυνείδηση καὶ τὴ νομιμοποίησή της. Ὁ λεγόμενος Μεσαίωνας ἔχει, ἀσφαλῶς,
τὰ ἰδιαίτερα κοινωνικά του γνωρίσματα, ποὺ ἀπαρτίζουν τὸν ἰδεώδη του τύπο, δηλ.
τὴ δική μας εἰκόνα γι’ αὐτόν, ὡστόσο
δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποφανθοῦμε τελεσίδικα γιὰ ποιὸν λόγο θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρηθεῖ
ἠθικὰ καλύτερος ἢ χειρότερος ἀπὸ ἄλλες ἐποχές. Οὔτε καὶ μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ
ἐπιστημονικά, ἂν τότε τὸ «ἀνθρώπινο πνεῦμα» καὶ ἡ «ἀνθρώπινη φύση» καταδυναστεύθηκαν
(ἐδῶ δὲν γίνεται λόγος γιὰ τὶς τοτεινὲς συγκεκριμένες μορφὲς τῆς κοινωνικῆς
κυριαρχίας), ἀφοῦ τέτοιες ἔρευνες ἀναγκαστικὰ θὰ ὁρμηθοῦν ἀπὸ ἀξιολογικὲς κρίσεις
(καὶ ὄχι ἁπλὲς ψυχολογικὲς ἢ βιολογικὲς ἀποφάνσεις) πάνω στὴν οὐσία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὡστόσο, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι πολλοὶ μεσαιωνικοὶ ἄνθρωποι, καὶ μάλιστα ὄχι
οἱ λιγότερο προικισμένοι, ἔνιωσαν ὡς πλήρωμα τῆς ψυχῆς τους καὶ ως ὑπαρξιακὴ ἔνταση
ἀκριβῶς τὰ πράγματα ἐκεῖνα, ποὺ ἀπὸ τὴν κοσμοθεωρητικὴ σκοπιὰ τοῦ ὀρθολογισμοῦ τῶν
Νέων Χρόνων παρουσιάστηκαν ὡς ἑτερονομία ἢ ἐξευτελισμὸς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμη καὶ
ὡς πρὸς τὴν καθαρὰ νοητικὴ δραστηριότητα, ἡ ἐξονυχιστικὴ διερεύνηση ἑνὸς
θεολογικοῦ προβλήματος θὰ πρέπει τότε νὰ προκαλοῦσε τουλάχιστον ἴση εὐχαρίστηση
ἢ αἴσθηση ἐλευθερίας ὅσο ἀργότερα καὶ μιὰ ἐπιστημονικὴ ἀνακάλυψη.
Παναγιώτης
Κονδύλης, Ὁ εὐρωπαϊκὸς διαφωτισμός, τ.
Α´, Ἀθήνα, 31998