|
ἔργο τοῦ Τάσσου |
Τὸ βράδυ ἐκεῖνο
τῆς παραμονῆς τῶν Ἀπόκρεω τοῦ ’43, σίγουρα ἡ προσευχή μας εἰσακούστηκε. Ὁ πατέρας
μου, παπὰς τοῦ φτωχοῦ χωριοῦ, καὶ ’μεῖς τὰ τέσσερα παιδιά του, περιμέναμε τὸ
αποκριάτικο δεῖπνο, ποὺ σιγοέβραζε στὴ χύτρα: ἄγρια ραδίκια. Ὁ πατέρας μᾶς ἔλεγε
ἱστορίες γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, προσπαθώντας ἔτσι νὰ μᾶς κάνει νὰ ξεχάσουμε τὴν
πείνα. Κάποια στιγμή, μᾶς εἶπε νὰ κλείσουμε τὰ μάτια καὶ νὰ παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ
νὰ μᾶς θυμηθεῖ τὶς δύσκολες ἐκεῖνες ὦρες.
Τότε χτύπησε ἡ
πόρτα μας. Ὁ μπιστικὸς τοῦ μοναστηριοῦ, ὁ Γεράσιμος, ἐντολοδόχος τοῦ Θεοῦ καὶ
τοῦ ἡγούμενου, πλήρης μεμψιμοιριῶν ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ κατέβει βραδιάτικα ἀπὸ τὸ
βουνό, ἔφερνε ἕνα ὁλόκληρο ἀρνί!
-Ὁ ἡγούμενος,
εἶπε, σᾶς τὸ στέλνει γιὰ νὰ κάνετε κι ἐσεῖς Ἀποκριές!
Ἀναχωρήσαντος
τοῦ Γεράσιμου, μᾶς ἀπέσπασε ἀπὸ τὴν ἄλαλη θέαση τοῦ πράγματος, καὶ μᾶς ὁδήγησε
στὸ εἰκονοστάσι, ὅπου εὐχαριοστήσαμε τὸ Θεό, ψάλλοντας ὅσους ὕμνους εἴχαμε μάθει
ὣς τότε. Κοιμηθήκαμε μὲ τὴν καρδιὰ πλημμυρισμένη ἀπὸ εὐγνωμοσύνη καὶ ἀπορίες γιὰ
τὴν ἀπρόσμενη, σύμφωνα μὲ ὅσως εἴχαμε πείρα, χειρονομία τοῦ εὐλογημένου ἡγούμενου.
Τὴν ἑπομένη, μὲ
τὴν πείνα κορεσμένη, ἀνεβήκαμε ὅλοι μαζὶ στὸ βουνὸ γιὰ νὰ φιλήσουμε τὸ χέρι τοῦ
φιλάνθρωπου γέροντα. Στὸ ναὸ τῆς Μονῆς ἐτελέσαμε Παράκληση, ὅλοι γονατιστοί, καὶ
ὁ πατέρας, καλλίφωνος φύσει, ἀλλὰ καὶ ἐν εὐφορία ἐκ τοῦ φημισμένου οἴνου τῆς
Μονῆς ποὺ τὸν ἐκέρασε ὁ ἡγούμενος, ἔκανε προσευχὴ ὑπὲρ μακροημερεύσεως τοῦ εὐγεργέτη
μας, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς τοῦ μονασρτηριοῦ καὶ πολλαπλασιασμοῦ τῶν κτηνῶν·
κυρίως δὲ τῶν κτηνῶν…
Ξάφνου, ὁ ἡγούμενος,
σὲ πλήρη ἀμηχανία, διέκοψε τὸν ἀδολεσχούντα πατέρα καὶ τοῦ εἶπε μὲ συντριβή:
-Σταμάτα, βρὲ
παπα-Ἀχιλλέα, νὰ χαρεῖς. Δὲν πρέπει νὰ μὲ εὐγνωμονεῖς, καὶ ὁ Θεὸς ἂς μὲ συγχωρέσει.
Δὲν ἦταν δική μου ἰδέα νὰ στείλω τὸ ἀρνί.
Ὁ Θεός, γιὰ νὰ μὲ τιμωρήσει γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ἐπέτρεψε σ’ αὐτὸν τὸν τρισκατάρατο
τὸν Φουρτούνα, ξέρεις τὸν ἄθεο κομμουνιστή, μαζὶ μὲ τοὺς συντρόφους του, εἰκοσιπέντε
ἄτομα, καὶ κατέλαβαν μὲ τὸ ἔτσι θέλω τὸ μοναστηρι ἕνα μήνα τώρα. Ἔτρωγαν καὶ ἔπιναν
γιὰ νὰ πάρουν δύναμη, λέει, νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγώνα. Χτὲς τὸ μεσημέρι, πάνω στὸ
τραπέζι, δὲν ἄντεξα νὰ τοὺς βλέπω νὰ τρῶνε καὶ νὰ μπεκρουλιάζουν καὶ εἶπα μὲ ἀγανάκτηση
στὸ Φουρτούνα:
-Ἐσεῖς τρῶτε
καὶ πίνετε, ἐνῶ οἱ φτωχοὶ πεινᾶνε. Ἔτσι ἀγωνίζεστε ἐσεῖς γιὰ τὸ λαό;
Τὶ ἤθελα κι ἄνοιξα
κουβέντα; Ὁ ἄθεος ληστὴς μοῦ ἀπάντησε χλευαστικά:
-Ξέρεις τὶ εἶναι
αὔριο ἡγούμενε;
-Ἡ Κυριακὴ τῶν
Ἀπόκρεω, τοῦ ἀποκρίθηκα.
-Καὶ ξέρεις
γιατὶ τὴ λένε ἔτσι;
-Γιατὶ εἶναι ἡ
τελευταία ἡμέρα πρὸ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ποὺ ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἐπιτρέπει
τὴν βρώσιν κρέατος, ἀπάντησα.
-Ξέρεις μήπως,
μοῦ ξαναλέει, πόσοι εἶναι οἱ παπάδες τοῦ νησιοῦ;
-Δεκατέσσαρες,
λέω.
-Ἀναρωτήθηκες ἂν
αὐτοὶ οἱ παπάδες ἔχουν νὰ φάνε κρέας τὶς ἀπόκριες; μοῦ λέει.
Καὶ μὲ διέταξε
νὰ σφάξω ἀμέσως δεκατέσσερα ἀρνιὰ καὶ νὰ σᾶς τὰ στείλω. Τὶ νὰ κάνω ποὺ φοβόμουν
πὼς θὰ μὲ σκότωνε ὁ ἀδίστακτος; Ἔβαλα λοιπὸν τὸν Γεράσιμο καὶ ἔσφαξε τὰ ἀρνιά,
βοήθησαν κι αὐτοὶ ποὺ ἤξεραν καλὰ ἀπὸ σφαξίματα, καὶ ἔτσι φάγατε καὶ σεῖς ἀρνί.
Ὁ πατέρας,
γονατισμένος ἀκόμα, δὲν ἤξερε ἂν ἔπρεπε νὰ συνεχίσει τὴν προσευχή, καὶ γιὰ ποιὸν
νὰ εὐχηθεῖ…
Γιάννης Σούκης, Ἡ ὄνος τοῦ Βαλαάμ, μιὰ παιδικὴ ἐμπειρία ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς κατοχῆς, περ. Σύναξη, τ. 9, 1984