Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

θεὸς - χορηγὸς τῆς ἀθεΐας


Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴ λογικὴ τῆς τάξης ποὺ εἶναι λογικὴ τῆς δικαιοσύνης, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος «μόλις θελήσει νὰ διαφύγει ἀπὸ τὴ διατάσσουσα θέληση, καταλήγει κάτω ἀπὸ τὴν τιμωρὸ θέληση τοῦ Θεοῦ». (Ἄνσελμος Καντερβουρίας, Cur Deus homo?)





-          Θυμᾶσαι ἀγόρι μου μιὰ σοβαρὴ συζήτησή μας πρὶν ἕνα χρόνο γιὰ κάποια θέματα ἠθικῆς;
-          Δὲν θὰ τὴν ἔλεγα συζήτηση.
-          Τὶ ἐννοεῖς;
-          Ὁ ἐπίσκοπος μιλοῦσε κι ὁ Ἀλέξανδρος σιωποῦσε. […]
-          Νομίζεις πὼς μπορεῖς νὰ κηλιδώνεις τὴν τιμὴ κάποιου ἀτιμώρητα;
-          Νομίζω πὼς ὁ ἐπίσκοπος μισεῖ τὸν Ἀλέξανδρο. Νὰ τὶ νομίζω.
-          Ὥστε ἔτσι νομίζεις; Λοιπόν, νὰ σὲ ἐκπλήξω. Δὲν σὲ μισῶ. Σ’ ἀγαπῶ ἀλλὰ ἡ ἀγάπη μου δὲν εἶναι τυφλή. Εἶναι δυνατὴ καὶ σκληρή. Ἄκουσες τὶ εἶπα Ἀλέξανδρε;
-          Ὄχι.
-          Σκληραίνεις τὴν καρδιά σου. Ξεχνᾶς ὅτι εἶμαι δυνατότερος.
-          Δὲν ἀμφιβάλλω.
-          Ἐννοῶ πνευματικά. Ἔχω τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ δίκαιο μὲ τὸ μέρος μου. Σύντομα θὰ ὁμολογήσεις καὶ ἡ τιμωρία θὰ σὲ ἀνακουφίσει. Σὰν ἔξυπνο παιδὶ ξέρεις πὼς ἔχασες, μὰ δὲν ὁμολογεῖς γιατὶ εἶσαι πεισματάρης, ἐγωιστὴς καὶ φυσικὰ ντρέπεσαι.
-          Ξέχασα τὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσω.
-          Ἔτσι ἔ;
-          Τὶ ἐπιθυμεῖτε νὰ ὁμολογήσω;
-          Ξέρεις διαθέτω διάφορα μέσα.
-          Τώρα τὸ ξέρω.
-          Παλιὰ οἱ γονεῖς χρησιμοποιοῦσαν τὴ βέργα. Κάτι τέτοιο ἔχω κι ἐγώ. Εἶναι χτυπητήρι γιὰ χαλιά, μὰ κάνει τὴ δουλειά του. Ἔχουμε καὶ καστορέλαιο. Μὲ λίγες γουλιὲς θὰ γίνεις πολὺ πιὸ ὑπάκουος. Κι ἂν αὐτὸ δὲν φτάνει, ἔχουμε μιὰ τρύπα ὅπου θὰ μείνεις, μέχρι ν’ ἀρχίσουν νὰ σὲ μυρίζουν τὰ ποντίκια.
-          Καὶ γιατὶ θὰ πρέπει νὰ τιμωρηθῶ;
-          Ἐπειδὴ δὲν ξεχωρίζεις τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὸ ψέμα. Τὰ ψέματά σου εἶναι παιδικά, μὰ σύντομα θὰ μεγαλώσεις καὶ ἡ ζωὴ τιμωρεῖ ἀλύπητα τοὺς ψεύτες. Θὰ σοῦ διδάξω τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια.
-          Ὁμολογῶ πὼς εἶπα ψέματα γιὰ τὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά σας.
-          Ὁμολογεῖς μήπως καὶ τὴν ψευδορκία;
-          Ὁμολογῶ.
-          Αὐτὸ ἦταν μιὰ μεγάλη νίκη ἐνάντια στὸν ἑαυτό σου. Τὶ προτιμᾶς; Ξύλο, καστορέλαιο ἢ τὴν τρύπα;
-          Πόσα χτυπήματα μὲ τὸ ξύλο;
-          Δέκα. Οὔτε πάνω, οὔτε κάτω.
-          Τὸ ξύλο τότε.
-          Βάλε δύο μαξιλάρια στὸ τραπέζι. Κατέβασε τὸ παντελόνι καὶ σκύψε. 

[…]

-          Ἂν ὑπάρχει Θεός, τότε εἶναι ἕνας σκατοθεὸς καὶ θά ’θελα νὰ τοῦ δώσω μιὰ κλωτσιὰ στὸν πισινό.

Ἴνγκμαρ Μπέργκμαν, Φάννυ καὶ Ἀλέξανδρος


Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

«Δὲν εἴμαστε χριστιανοὶ ἂν δὲν σταματήσει αὐτὸ τὸ δαιμονικὸ δουλεμπόριο»

Πρόσφυγες - Abraham A. Manievich - circa 1936

« …Ὅπως καὶ τότε ἔτσι καὶ φέτος δὲν βρισκόταν χῶρος γιὰ νὰ γεννηθεῖ. Ὅλα τότε ἦταν γεμάτα, ἔτσι καὶ τώρα. Καρδιές, στομάχια, χέρια! Οὔτε νὰ συμπονέσουν, οὔτε νὰ αἰσθανθοῦν, οὔτε νὰ δώσουν μποροῦσαν… Ὅπως κάθε χρονιά ἔτσι καὶ φέτος γιορτάσαμε τὴ γέννησή Του. Σὰν γεγονὸς ἢ σὰν ἐπέτειο; Σὰν ἐπέτειο βέβαια. Ἐπετειακὰ λειτούργησαν οἱ ἐκκλησίες. Ἐπετειακὰ εἰπώθηκαν κάλαντα. Ἐπετειακὰ ἐπίσημοι ἄρχοντες θρησκευτικοὶ καὶ κοσμικοὶ ἀντάλλαξαν εὐχὲς καὶ εἶπαν ʺΚαλὰ Χριστούγενναʺ. Γιὰ ποιὸν εὐχές; Γιὰ τὸν Χριστό; Γιὰ μᾶς; Ἢ γιὰ κάποιους στὰ πέριξ (ἀποθῆκες, στάβλοι καὰ τσαντίρια) τοῦ ἔνδοξου καὶ ἱστορικοῦ μας γεφυριοῦ, τῆς Ἄρτας. Δεκάδες ἄτομα ἀπὸ μακρινὲς χῶρες βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα μας γυμνοὶ καὶ ἀναγκεμένοι. Παντελὴς ἔλλειψη οἴκτου καὶ ντροπῆς ξαναφέρνει ἕναν ἐργασιακὸ μεσαίωνα καὶ στὶς μέρες μας. Ὁ ἄνθρωπος ἐργαλεῖο. Δὲν μᾶς ἐνδιαφέρουν οἱ ἀνάγκες του, ἡ ἀρρώστια του, ὁ πόνος του. Φθηνὰ μεροκάματα. Τὶ θὰ φάει; Ἀδιάφορο. Ποῦ θὰ κοιμηθεῖ; Ὅπου θέλει. Ποιὸ χριστιανικό ἔθνος καὶ ποιὰ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα; Ἀρκεῖ νὰ εἶσαι λίγο τσακάλι καὶ  νὰ ἔχεις ὅλο τὸν κόσμο στὰ πόδια σου. Τέτοια τσακάλια ἐκμεταλλεύονται τὴν ἀνάγκη αὐτῶν τῶν ταλαίπωρων… Πῶς μποροῦν νὰ ἐμποδιστοῦν καὶ τὶ πρέπει νὰ ἐπιβληθεῖ γιὰ νὰ σταματήσει ἡ ʺἀφαίμαξηʺ τῶν δύστυχων αὐτῶν, ἂς τὸ δεῖ ἡ εὐνομούμενη δημοκρατική μας πολιτεία. Ἐμεῖς ὅμως; Δὲν εἴμαστε χριστιανοὶ ἂν δὲν γίνει ὁ πόνος καὶ ἡ ἀνάγκη τους δικός μας πόνος καί ἀνάγκη, ἄν δὲν πιέσουμε ὅπου μποροῦμε νομικὰ καὶ κοινωνικὰ γιὰ νὰ σταματήσει αὐτὸ τὸ δαιμονικὸ δουλεμπόριο…»

ἱερεῖς τῆς Ἄρτας, Ἰανουάριος 2008

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

ἀναρχία ἀγαπῶσα



[…] Ἡ ἀγάπη κατὰ ἕναν τρόπο θὰ λέγαμε πὼς ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος ταμποὺ γιὰ πολλοὺς ἀναρχικούς. Τὸ μίσος ἀπαντᾶται σαφῶς συχνότερα στό λεξιλόγιό τους. Χαρακτηριστικά συχνότερα. Μισοῦν τὸ «ὑπάρχον» καὶ θέλουν νὰ τὸ καταστρέψουν. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τὸ μίσος διεγείρει τὴν πολεμικὴ καὶ φτιάχνει καλύτερο «ὑλικὸ» γιὰ μάχες καὶ πολέμους. Εἶναι εὐκολότερο, ὅταν μισεῖς, νὰ γίνεσαι βίαιος, ἄκριτα βίαιος, αὐξάνοντας, κατακόρυφα μάλιστα, τὸ ἐνδεχόμενο ἡ βία αὐτὴ νὰ μὴν συμβάλει σὲ ἀπολύτως τίποτα τὸ ἀπελευθερωτικό, ἀλλὰ τὸ ἀντίθετο. Ὅταν ἀγαπᾶς, κάνεις καὶ δεύτερες σκέψεις, ἀμφιβάλλεις ἂν κάνεις πράγματι τὸ σωστό, ἀναρωτιέσαι τὶ μπορεῖς νὰ κάνεις καλύτερο […].
Εἶναι εὔκολο νὰ καταπιανόμαστε μὲ τὰ «εἴδη» τοῦ μίσους: ταξικό, ἀνατρεπτικό, προλεταριακὸ καὶ δὲ συμμαζεύεται. […]
Μποροῦμε νά φανταστοῦμε μιὰ ἀναρχικὴ κοινότητα μὲ μόνο συνθετικό τὸ μίσος καὶ τὸν πόλεμο; Μᾶς νοιάζει τόσο νὰ ἀποδείξουμε πόσο φυσικὸς εἶναι ὁ πόλεμος, ποὺ ξεχάσαμε πόσο φυσική εἶναι κι ἡ ἀγάπη, ἡ συντροφικότητα, ποὺ φέρνουν ἐλευθερία κι ἀλληλεγγύη αὐθόρμητα, ὄχι κατόπιν συμφωνίας […].
Ναί, ὑπάρχει κι ἀναρχικὴ ἀγάπη. Ὄχι μόνο γιὰ μιὰ γενικῶς νοούμενη ἐλευθερία, ὄχι ἁπλῶς γιὰ μιὰ οὐτοπία. Ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὴν ἐπιλογὴ νὰ ζοῦμε σὲ κοινότητα μαζί τους καὶ νὰ μοιραζόμαστε. Ἂς μιλήσουμε κι ἐμεῖς οἱ ἀναρχικοὶ κάποτε γιὰ ἀγάπη. Ὄχι ἐπειδὴ κάποιοι μᾶς χαρακτηρίζουν ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, ἀλλά ἐπειδὴ στὸ ὄνομα τῆς Ἀναρχίας, χωρὶς ἡ ἴδια νὰ τοὺς τὸ ζητήσει ποτέ, μιὰ «πεφωτισμένη» χούφτα μωρῶν, ὁδηγεῖ τοὺς ἀδαεῖς πάνω σὲ ἕνα λεπτὸ στρῶμα πάγου, φτιαγμένου ἀπὸ μίσος γιὰ ὅλα […]
Εἶναι περιττὸ πλέον νὰ πεῖ κάποιος ὅτι ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι κατανάλωση οὔτε παραγωγὴ οὔτε οἰκονομικές σχέσεις. Μπορεῖ νὰ χωρέσει τὴν προσφορά, τὸ δῶρο, τὴν ἀνυστερόβουλη πράξη. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι ντροπή. Οὔτε χασούρα. Δὲν ἐξηγοῦνται ὅλα μὲ ὅρους παραγωγῆς καὶ κατανάλωσης, οὔτε μόνο βάσει συμφέροντος. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι οἰκονομισμός. Ἀλλιῶς, αὐτὸ θὰ σήμαινε ὅτι πάψαμε νὰ πιστεύουμε στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ ἂν πάψαμε νὰ πιστεύουμε στὸν ἄνθρωπο, τότε γιὰ ποιὸ λόγο ὑπερασπιζόμαστε τὴν Ἀναρχία; Ἂν εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα, θὰ ἔβγαζε καλύτερα νόημα νὰ ἐπιδιώκουμε μιὰ φωτισμένη δεσποτεία, ποὺ θὰ καθησυχάζει τοὺς ἀνθρώπους καὶ θὰ τοὺς προστατεύει άπ’ τὸ νὰ μὴν ἀλληλοσπαραχτοῦν […]
Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ὅμως, εἶναι ἀληθινὰ ἀπελευθερωτική, φέρνει τὰ πάνω κάτω σὲ ὅσα ξέραμε· δὲν σὲ βολεύει στὴ βεβαιότητα νὰ εἶσαι κάποιος. Σοῦ ζητάει νὰ ὁλοκληρωθεῖς ὡς ἄνθρωπος, νὰ συνειδητοποιηθεῖς ὡς ὕπαρξη. Εἶναι ἁπλὴ καὶ δύσκολη, ἀνατρεπτικὴ καὶ μὴ ἀναμενόμενη.


σύντροφοι γιὰ τὴν ἀναρχικὴ ἀπελευθερωτικὴ δράση
ἐφημ. ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 156, Ἰανουάριος 2016


Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

ποιητικὴ προϋπόθεση


Ὅποιος θέλει νὰ γίνει χριστιανός, πρέπει πρῶτα νὰ γίνει ποιητής.
Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης


Ἀλέκος Φασιανὸς

2.

Κύριε, μόνο μὲ τὴ σιωπὴ σὲ νιώθουμε. Κάθε ὁμιλία σὲ πληγώνει.
Κ’ οἱ λέξεις μας εἶναι τὰ τραύματά σου ἀπ’ ὅπου, μαζὶ μὲ τὸ αἷμα
σου,
στάζει καὶ λίγη ἀπεραντοσύνη.

8.

Κύριε, ζοῦμε κ’ οἱ δυό μας μὲς στὸ σκοτάδι, δὲ βλέπει ὁ ἕνας τὸν
ἄλλον - ὅμως ἅπλωσε τὸ χέρι σου, θὰ τὸ βρῶ, ἄσε με νὰ σοῦ μιλήσω,
θὰ μ’ ἀκούσεις,
μόνο δῶσε στὰ λόγια μου κάτι ἀπ’ αὐτὸ τὸ μέγα ἀνείπωτο ποὺ σὲ
κάνει νὰ σωπαίνεις.

10.

Κύριε, ἡ ἁμαρτία μου στάθηκε ὅτι θέλησα νὰ ἐξιχνιάσω τὸ αἴνιγμά
σου, νὰ εἰσδύσω στὸ μυστήριό σου
κι ἔτσι παραπλανήθηκα ὁ τρελὸς - ἀφοῦ ἐγὼ εἶμαι τὸ μεγάλο
μυστικό σου.

Τάσου Λειβαδίτη, Συνομιλίες

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2019

Τὸ κοινωνιοκεντρικὸ Βυζάντιο

Γιάννης Μητράκας, βυζαντινὸς αὐτοκράτορας

[…] Ἡ βυζαντινὴ αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία χρησιμοποίησε δύο ἀποτελεσματικὰ μέσα γιὰ τὸν ἔλεγχο τῆς μεγαλογαιοκτησίας καὶ τῆς συντεχνίας: τὸν κρατικὸ παρεμβατισμὸ καὶ τὴν κοινωνικὴ νομοθεσία. Τὸ κράτος παρενέβαινε στὴν οἰκονομία. Ἡ πολιτικὴ ἐξουσία εἶχε ὑπὸ τὸν ἄμεσο ἔλεγχό της τὶς συντεχνίες, ἀκολουθοῦσε μονοπωλιακὴ πολιτικὴ στὰ εἴδη πρώτης ἀνάγκης, ὅπως π.χ. στὸν ἐπισιτισμὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, διατηροῦσε τὶς τιμὲς σὲ μόνιμο καὶ σταθερὸ ἐπίπεδο ἀποτρέποντας τὴν αὐθαιρεσία τῆς ἐλεύθερης ἀγορᾶς. Ἡ ἰδιωτικὴ πρωτοβουλία λογοδοτοῦσε στὴν πολιτικὴ ἐξουσία.
Ἡ κοινωνικὴ νομοθεσία στρεφόταν κατὰ τῆς μεγάλης ἰδιοκτησίας καὶ εὐνοοῦσε συνειδητὰ τοὺς μικροκαλλιεργητές. […]
Στὸ Βυζάντιο ἐπικρατοῦσε κράτος προνοίας. Ἡ οἰκονομία σχεδιαζόταν ἀπὸ τὴν κεντρικὴ αὐτοκρατορικὴ ἐξουσία καὶ λειτουργοῦσε μὲ κρατικὸ παρεμβατισμὸ πρὸς ὄφελος τῶν ἀσθενέστερων τάξεων (μικροκαλλιεργητὲς) καὶ σὲ βάρος τῶν ἰσχυροτέρων παραγόντων (μεγαλοϊδιοκτῆτες γῆς καὶ συντεχνίες). Ἔτσι ἐμποδίσθηκε νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ μεσαιωνικὴ φεουδαρχία καὶ ἡ νεότερη ἀστικοποίηση. Ἡ κοινωνικὴ νομοθεσία ἐξασφάλιζε τὴ λειτουργία τοῦ κράτους δικαίου, ἀλλὰ ὡς γνώμονα εἶχε τὴ διασφάλιση τοῦ κράτους προνοίας, ἀφοῦ τὸ δίκαιο ὑπαγόταν στὴν πρόνοια, δηλαδὴ στὴν κατοχύρωση τῆς ἰσότητας καὶ στὴν ἀποτροπὴ τῆς καταδυνάστευσης. Ἐπιπλέον ἡ κοινωνικὴ φιλανθρωπία μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πρωτοβουλία γιὰ τὴ λειτουργία πολυαρίθμων εὐαγῶν ἱδρυμάτων, ποὺ ἀνακούφιζαν τὰ ἀναξιοπαθοῦντα μέλη τοῦ κοινωνικοῦ σώματος, τόνιζε τὸν προνοιακὸ χαρακτήρα τῆς βυζαντινῆς πολιτείας.
Ἐπιχειρώντας συγκριτικὴ θεώρηση τῆς κοινωνικοπολιτικῆς θέσμισης Ἀνατολῆς καὶ Δύσης στὸ Μεσαίωνα μποροῦμε νὰ προβοῦμε στὶς παρακάτω διαπιστώσεις.
Στὴ μεσαιωνικὴ Δύση ἐπικρατοῦσε κρατισμός, ἐνῶ στὴ βυζαντινὴ Ἀνατολὴ ἴσχυε ὁ κοινωνισμός. Ὑπέρτατη ἀξία γιὰ τὸ δυτικὸ ἄνθρωπο ἦταν τὸ δίκαιο καὶ τὸ κράτος. Γιὰ τὸ βυζαντινὸ ἄνθρωπο ὅμως ὕψιστες πολιτικὲς ἀξίες ἦταν ἡ πρόνοια καὶ ἡ κοινωνία. Τὸ δίκαιο ἦταν μέσο στὴν ὑπηρεσία τῆς φιλανθρωπίας. Τὸ κράτος δὲν ἦταν ἄλλο παρὰ ἡ θωράκιση τῆς κοινωνίας ἔναντι τῶν διασπαστικῶν, κεντρόφυγων δυνάμεων, εἴτε ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς γαιοκτησίας εἴτε ἀπὸ τὴν μεριὰ τῆς συντεχνίας. […]
Ἔτσι ἑρμηνεύεται ἡ ἐμφάνιση καὶ ἀνάπτυξη τοῦ μοναχισμοῦ κατὰ τὸν 4ο αἰ., ὅταν ἀκριβῶς μορφοποιεῖται ἕνα εἶδος «χριστιανικοῦ κράτους», ἡ ἐκχριστιανισμένη ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Στὸν πειρασμὸ τοῦ «κράτους» ἀπαντᾶ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν «ἔρημο», στὴν ἱστορία ἀποκρίνεται ἡ ἐσχατολογία, στὴ θεσμοποίηση τοῦ χριστιανισμοῦ ἀντιδρᾶ ὁ μοναχισμὸς καὶ στὴ θρησκειοποίηση τῆς ἐκκλησίας ἀνθίσταται ὁ ἀναχωρητισμός. […]

Μάριος Π. Μπέγζος, Ἐλευθερία ἢ θρησκεία; Οἱ ἀπαρχὲς τῆς ἐκκοσμίκευσης στὴ φιλοσοφία τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα, ἐκδ. Γρηγόρης, Ἀθήνα 1991


Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

προσπερνῶ ἄρα φονεύω

Ἀντώνης Στάβερης


[…]  Προστάζει ὁ νόμος «δὲν θὰ φονεύσεις». Ὅποιος λοιπὸν θέλει νὰ μετάσχει στὴν ἐντολὴ αὐτὴ ὄντως, δὲν ἀποφεύγει μόνο τὸν φόνο μὲ τὸ χέρι ἀλλὰ κι ἂν δεῖ πεινασμένο τὸν τρέφει κι ἂν δεῖ διψασμένο τὸν ξεδιψᾶ κι ἂν δεῖ γυμνὸ τὸν ντύνει κι ἂν δεῖ ξένο τὸν φιλοξενεῖ κι ἂν δεῖ νοσοῦντα δὲν τὸν προσπερνᾶ κι ἂν δεῖ κάποιον στὴ φυλακὴ τρέχει πρὸς αὐτόν· καὶ γενικὰ ὅποιος ἀδιαφορήσει γιὰ ἕναν ἀπὸ αὐτούς, διαπράττει φόνο ἐναντίον του. Γιατὶ τὸν ἄφησε ὅσο ἦταν στὸ χέρι του νὰ πεθάνει, ἐνῶ μποροῦσε νὰ σώσει αὐτὸν ποὺ τὸν παρακαλοῦσε. […]  

Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἐρωταποκρίσεις, ἐρώτησις 148

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

Μ. Μπακούνιν - τὸ δικαίωμα τῆς πατρίδας


[…] Ἡ Πατρίδα ἀντιπροσωπεύει τὸ ἱερὸ καὶ ἀδιαφιλονίκητο δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου, κάθε ὁμάδας ἀνθρώπων, ἑνώσεων, κοινοτήτων, περιοχῶν, ἐθνῶν νὰ αἰσθάνονται, νὰ σκέπτονται, νὰ θέλουν καὶ νὰ δροῦν μὲ τὸν δικό τους τρόπο, καὶ ὁ τρόπος αὐτὸς εἶναι πάντα τὸ ἀναμφισβήτητο ἀποτέλεσμα μιᾶς μακροχρόνιας ἱστορικῆς ἐξέλιξης.
 Ὑποκλινόμαστε, λοιπόν, στὴν παράδοση, στὴν ἱστορία. Ἤ, καλύτερα, τὶς ἀναγνωρίζουμε ὄχι γιατὶ μᾶς παρουσιάζονται σὰν ἀφηρημένα ἐμπόδια ποὺ σχηματίστηκαν μεταφυσικά, νομικὰ καὶ πολιτικὰ ἀπὸ τοὺς σοφοὺς δασκάλους καὶ ἑρμηνευτὲς τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ μόνο γιατὶ ἔχουν περάσει πραγματικὰ στὸ αἷμα καὶ στὴ σάρκα, στὶς ἀληθινὲς σκέψεις καὶ τὴ θέληση τῶν σημερινῶν λαῶν
[…]

γαλλική ἔκδοση τῶν ἁπάντων Μ. Μπακούνιν, τόμος I, σελ. 225, μτφρ. Πόλυ Γκέκα, εκδ. Πλέθρον


Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

ἀνολοκλήρωτο μηδὲν τὸ νεκροφόρο


Ἀμελώντας τελικὰ νὰ σκεφτεῖ σὲ βάθος τὸν θάνατο ὡς θεμελιῶδες πρόβλημα τῆς ἀλήθειας ἢ μὴ τῆς μοναδιαίας ἀνθρώπινης ὀντότητας (δηλαδὴ τῆς ὀντολογικῆς ἐμβέλειας τῆς ὑποκειμενικότητας), ἡ νεότερη φιλοσοφία παρέκαμψε τὴν ἴδια τὴν προϋπόθεση τῆς εἰρήνης, τὸ ὑπαρκτικὸ ἐκεῖνο στάδιο μέσα ἀπ’ τὸ ὁποῖο ἐκείνη πηγάζει. Διότι στὴν εἰρήνη, δηλαδὴ στὴν ὄντως κοινωνία, προσέρχεται μόνο ἕνας νεκρὸς ποὺ μέσα στὸ γεγονὸς τῆς εἰρήνης ἀνασταίνεται. Ἀνασταίνεται ἀπὸ μιὰ φωνὴ ποὺ τὸν καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του καὶ ποὺ τὸν συγχωρεῖ, φωνὴ ἐνυπόστατη καὶ ὑποστασιοποιητική, παραιτούμενη ἐκστατικὰ τῶν χαρακτηριστικῶν (διάβαζε: τῶν διακιωμάτων) τῆς κλειστότητάς της.
[…] Τούτη ἡ κοινότητα τοῦ «μαζὶ» δὲν μπορεῖ ποτὲ γιὰ τὸν δυτικὸ στοχασμὸ νὰ εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ μιὰν ἀπειλή, διότι ἡ ἀντίληψη τῆς ἑτερότητας τὴν ὁποία ἔχει ἐξαντλεῖται στὸν θάνατο, στὸν πρωταρχικὸ μηδενισμὸ τοῦ Ἐγώ – δίχως, ἐπιπλέον, ὁ μηδενισμὸς αὐτὸς νὰ ὁλοκληρώνεται ποτὲ ὁδηγώντας ὀργανικὰ στὴν ἀναστάσιμη αὐθυπέρβαση. Κατὰ συνέπεια, ἀκόμη καὶ στὶς περιπτώσεις τῆς ἐπιφαινόμενης συνύπαρξης δὲν παύει νὰ εἶναι ἡ προφύλαξη τῆς ἀκεραιότητας μιᾶς ἐγωκεντρικῆς τάξης πρὸ τῆς ἀπώλειας, ὄχι τὸ βάθος τῆς ἴδιας τῆς ἀπώλειας. Εἶναι ἡ ἰδιοτέλεια καὶ ἡ βούληση τῆς ἰσχύος στὶς ἄπειρες μορφές τους καὶ ὄχι μιὰ βαθειὰ ὑπέρβασή τους.
[…] Θὰ τολμούσαμε δὲ νὰ θέσουμε εὐθέως τὸ ἑξῆς ἐρώτημα: μήπως ἕνας θάνατος ποὺ δὲν ἀπολήγει στὴν ἀνάσταση δὲν μπορεῖ ἐντέλει νὰ γνωρίζει τὸ πεδίο τῆς ἠθικῆς; Δὲν ὑπάρχει, θαρρῶ, χαρακτηριστικότερο παράδειγμα γιὰ τοῦτο ἀπὸ τὴ σκέψη τοῦ Heidegger, ποὺ ἐνῶ φωτίζει ἀνυπέρβλητα τὴν ἀποδόμηση τοῦ κλειστοῦ Ἐγώ, ἐντούτοις ἡ ἠθική (ἐννοημένη ἀποκλειστικά, ἂς τὸ ὑπενθυμίσουμε, ὡς ὀντολογικῶς πρωταρχικὴ σχέση μὲ τὴν ἐξωτερικότητα, ὡς κοσμογονική, προσωπικὴ ἀναφορικότητα) παραμένει γι’ αὐτὴν οὐσιαστικὰ ἄγνωστη. Μήπως λοιπὸν ἡ ἠθικὴ βρίσκεται μονάχα σ’ ἕνα ἐπέκεινα τῆς ἀποδόμησης καὶ μάλιστα σὲ μιὰ ὑπαρκτικῶς μετα-θανάτια, ριζικὴ ἀναδόμηση τῆς ταυτότητας τοῦ ἄλλου; Μήπως ἡ ἄγνοια αὐτοῦ τοῦ μετα-θανάτιου, προσωπικοῦ πεδίου εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς καθιστᾶ τὸν δυτικὸ στοχασμὸ καὶ τὸν Heidegger ὡς κορυφαίο του ἐκπρόσωπο ἀδιάθετους πρὸς τὴν ὑπαρκτικὴ ἐμβέλεια τῆς σχέσης πρόσωπο-μὲ-πρόσωπο;

Ἠλία Παπαγιανόπουλου, Ἐπέκεινα τῆς ἀπουσίας, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2005
  




Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

γιὰ τὸ χαβιάρι...

Marc Chagall

«Ὁ πόλεμος στὴν Εὐρώπη τελείωσε. Ἐμεῖς ποὺ πᾶμε, διάολε;»
Ὁ Τριανταφύλλου πῆρε μιὰ βαθιὰ ρουφηξιὰ καὶ βάλθηκε κι ἐκεῖνος νὰ χαζεύει πέρα στὰ γαλλικὰ ἀτμόπλοια.
«Θὰ σοῦ μιλήσω, Σαλονικιέ, ἔξω ἀπ’ τὰ δόντια», τοῦ εἶπε κάποια στιγμὴ ρουφώντας ἀκόμα πιὸ νευρικὰ τὸ τσιγάρο, «γιατὶ νομίζω ὅτι ἔχεις τιμὴ καὶ κρατᾶς τὸ στόμα σου κλειστό. Πᾶμε ἐκεῖ ποὺ δείχνει ἡ γαλλικὴ πολιτικὴ γιατὶ ἐπείγεται νὰ προστατεύσει τὰ συμφέροντα τῶν Γάλλων κεφαλαιούχων στὴ Ρωσία. Εἶναι τόσο ἁπλὸ καὶ ἀπαίσιο μαζί. Ἐκεῖ στὴν Οὐκρανία ποὺ θὰ περπατᾶς, ἴσως σὲ κομματιάσει καμιὰ ὀβίδα μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξει ἀταξία στὴ μεγάλη εἰσαγωγὴ σὲ χαβιάρι καὶ γούνες ποὺ κάνει τὸ Παρίσι. Μπορεῖ, συνάδελφε, νὰ χυθοῦν τὰ δικά σου μυαλὰ στὸ χῶμα γιὰ νὰ μὴ μείνει ἀσυνόδευτη ἀπὸ χαβιάρι μιὰ ἀκριβὴ σαμπάνια, γιὰ νὰ μὴν τὴν πιεῖ κάποιος μπουρζουᾶς ξεροσφύρι, κατάλαβες;» […]
«Νὰ ξέρεις, ὁ Θεὸς εἶναι μὲ τὸ δίκιο, δὲν εἶναι πόλεμος τῆς πατρίδας αὐτός!»

Ἰσίδωρος Ζουργός, Λίγες καὶ μία νύχτες, ἐκδ. Πατάκη 2017

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

γέρων Σωφρόνιος καὶ ὑπαρξιστὲς

Σπυριδούλα Φιωτάκη

Ἡ σωφρόνεια θεώρηση τοῦ θανάτου ὡς «παραλόγου» παραπέμπει στὴν ἀντίστοιχη προσέγγιση τῶν ὑπαρξιστῶν, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὸ κατ’ ἐξοχὴν σύμβολο τοῦ πεπερασμένου καὶ παραλόγου τῆς ζωῆς.
Ἀπὸ ὅλους τοὺς ὑπαρξιστές, ὁ Heidegger εἶναι ἐκεῖνος ποὺ περισσότερο λεπτομερῶς «σπουδάζει» τὸ νόημα τοῦ θανάτου.[1] Ὅπως ὁ γέροντας Σωφρόνιος, ἔτσι καὶ αὐτός, θεωρεῖ τὸ θάνατο ὡς τὴν ἀρνητικὴ κατάργηση τοῦ Dasein (τῆς ὕπαρξης). Ὅμως γιὰ τὸν Heidegger, ἡ ἀρνητικότητα αὐτὴ δὲν ἐνέχει τραγικότητα: δίνει τὴ δυνατότητα νὰ σταθοῦμε θετικὰ ἀπέναντι στὸ γεγονὸς τῆς ὕπαρξης, θεωρώντας την ὡς ἕνα πεπερασμένο ὅλον. Ἔτσι κατανοούμενος ὁ θάνατος, λειτουργεῖ ὡς ἕνας παράγοντας ποὺ συγκροτεῖ τὴν ὕπαρξη ἐνιαία καὶ αὐθεντική. Ἔτσι, ὁ Heidegger, ἀντίθετα ἀπὸ τὸν Γέροντα, ἀποδέχεται τὸν θάνατο δίνοντάς του ἕνα θετικὸ νόημα. Ἀντίστοιχη ἀπόπειρα νὰ ἐνταχθεῖ ὁ θάνατος θετικὰ στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἐπιχειρεῖ ὁ Kirkegaard· γι’ αὐτόν, ὁ θάνατος εἶναι ἕνα ἐγγενὲς ἰδίωμα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ ὕπαρξης: «τὸ ὑπάρχον ὑποκείμενο εἶναι αἰώνιο ἀλλά, ὡς ὑπάρχον, εἶναι πρόσκαιρο. Ἡ ἀπειρότητα ὅμως εἶναι ἀπατηλή, καθότι ἡ πιθανότητα τοῦ θανάτου εἶναι παροῦσα κάθε στιγμή.»[2] Συνεπῶς, τόσο ὁ Heidegger ὅσο καὶ ὁ Kirkegaard δίνουν θετικὴ ἔννοια στὸ γεγονὸς τοῦ πεπερασμένου τῆς ὕπαρξης.
Πολὺ ἐγγύτερα στὸν πειρασμὸ τοῦ γέροντα Σωφρονίου σχετικὰ μὲ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου βρίσκονται οἱ Camus καὶ Sartre, στοχαστὲς γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ θάνατος εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τοῦ παραλόγου τόσο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ὅσο καὶ τοῦ σύμπαντος. Γιὰ τὸν Camus, ὁ θάνατος ἐξωθεῖ σὲ «μεταφυσικὴ ἐξέγερση».[3] Αὐτὸ ἀπηχεῖ τὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος γράφει: «Τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχτεῖ τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου». Θὰ ἦταν λάθος νὰ ὑποτεθεῖ ὁτι οἱ παραπάνω ὑπαρξιστὲς εἶναι μηδενιστὲς ἐπειδὴ θέτουν τὸ θάνατο στὸ ἐπίκεντρο τῆς φιλοσοφίας τους: αὐτὸ ποὺ προσπαθοῦν εἶναι νὰ δώσουν μία θετικὴ φιλοσοφικὴ λύση (τὴν ἀθεΐα στὴν περίπτωση τοῦ Camus) στὸ πρόβλημα τοῦ θανάτου θέτοντάς τον ἐντὸς τῶν πλαισίων τῆς παρούσας ὕπαρξης, δίχως «μετὰ θάνατον» καταφυγές. Στὸ ἐπίπεδο «αὐτῆς» τῆς ζωῆς, ἡ στάση τοῦ γέροντα Σωφρονίου ἀπέναντι στὸ θάνατο εἶναι, μιλώντας μεταφορικά, μηδενιστική. Πηγαίνει πέρα ἀπ’ τὸ θάνατο πιστεύοντας ὅτι ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ «μιὰ πρώτη ἐμπειρία τοῦ εἶναι», ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἔχει κάποιο νόημα μόνο ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀθάνατος. Τὸ παράλογο τῆς ζωῆς αὐτῆς δὲν ὁδηγεῖ μόνο σὲ ἐξέγερση ἀλλὰ καὶ σὲ συζήτηση μιᾶς ὀντολογικῆς λύσης στὸ ἐρώτημα πῶς νὰ γίνουμε ἀθάνατοι.[4] Αὐτὴ εἶναι ἡ κύρια διαφορὰ μεταξὺ τοῦ γέροντα Σωφρονίου καὶ τῶν ὑπαρξιστῶν, ποὺ καταδεικνύει ὅτι ὁ τρόπος ποὺ αὐτὸς ἀντιλαμβάνεται τὸ θάνατο δὲν εἶναι ἁπλῶς παρμένος ἀπ’ αὐτούς.

π. Νικολάου Σαχάρωφ, Ἀγαπῶ ἄρα ὑπάρχω, Ἡ θεολογικὴ παρακαταθήκη τοῦ γέροντα Σωφρονίου, μτφρ. Χρῆστος Μακρόπουλος, ἐκδ. Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2007




[1] Sein und Zeit, 279-311.
[2] Concluding Unscientific Postscript. 82.
[3] A. Camus, The Rebel: An Essay on Man in Revolt, tr. A. Bower (London, 1962) 100.
[4] Letters to Russia, 19, 21-22, 129.

Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019

ἡ ἐρωτικὴ ἀντίδοση τῆς γνώσης

Γιῶργος Κόρδης

[…] Τὸ νὰ «γνωρίζω» κάποιον στὴ γλῶσσα τοῦ κόσμου σημαίνει νὰ κατέχω πληροφορίες γιὰ τὸ πρόσωπό του, τὸ νὰ «γνωρίζω» κάποιον ὅμως στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει νὰ μετέχω στὴν ὕπαρξή του. Ὅταν ἐκκλησιάζομαι, ἀρνοῦμαι τὴ θρησκευτικὴ ἀτομικότητά μου, ἐπιθυμώντας μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς μου νὰ συναπαρτίσω τὴν Ἐκκλησία. Στὴν πορεία πρὸς ἐκκλησιασμὸ ἡ ἐπιθυμία γνώσης τοῦ Θεοῦ καρδιοχτυπᾶ, ἀκριβῶς γιατὶ εἴμαστε ἤδη γνωσμένοι ἀπ’ Αὐτόν. Μᾶς ἔχει «γνωρίσει», γιατὶ μᾶς ἔχει προσλάβει, μᾶς ἔχει ντυθεῖ, ἔχει σαρκωθεῖ. Κοινωνοῦμε τὴ σάρκα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Θεοῦ μπολιαζόμενοι στὸ Σῶμα Του, στὸ ὁποῖο Σῶμα συνυπάρχει ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ ὄντες ξεχωριστοὶ γινόμαστε ταυτόχρονα οικεῖοι μὲ ὅλους. Καθόλου τυχαῖο ὅτι τὸ ρῆμα «γνωρίζω» χρησιμοποιεῖται στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία ἀλλὰ καὶ στὰ Βιβλικὰ κείμενα μὲ τὴν ἴδια ὑπαρκτικὴ νοηματοδότηση, γιὰ νὰ περιγράψει τὴν ἐρωτικὴ ἀντίδοση τῶν σωμάτων, τὴ διεισδυτικὴ πορεία τοῦ ἔρωτα στὴν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου, τὴ θυσιαστικὴ κένωση τοῦ ἀγαπῶντος γιὰ πρόσληψη τοῦ ἐρωμένου. Μετέχοντας στὴ μία σάρκα τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ὁ κάθε «ἄλλος» γίνεται σάρκα μας, δηλαδὴ γνώριμός μας, δίχως νὰ παύει νὰ εἶναι ὁ «ἄλλος». […]

π. Βασιλείου Χριστοδούλου, Συναπάντημα στὴ δύση, ψηλαφώντας τὸν Χριστὸ στὴν ἁπλότητα καὶ δίψα μιᾶς ἱερατικῆς ζωῆς, ἐκδ. Ἄθως, Ἀθήνα 2017  

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

ὁ ἑαυτὸς καὶ τὸ εἴδωλο τῆς δύναμης



[…] Σὲ τελευταία ἀνάλυση, ὁ Θεὸς μᾶς δείχνει τὴν ἀγάπη Του, μὴ ἐπιτρέποντάς μας νὰ εἴμαστε ἐπιτυχημένοι. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς θέλει ἐλεύθερους ἀπὸ κάθε εἴδωλο. Ἀκόμη καὶ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ γίνει εἴδωλό μας, ἀλλὰ τὸ χειρότερο εἴδωλο ἀπ’ ὅλα εἶναι ὁ ἑαυτός μας. […]
Στὴν πραγματικότητα, ἡ θρησκεία ἀπὸ μόνη της εἶναι φαινόμενο ἐπικίνδυνο. Μπορεῖ νὰ γίνει ἀκόμη καὶ δικαιολογία γιὰ διάπραξη ἀδικημάτων, μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει ἄλλοθι γιὰ τὴν ἀπιστία, νὰ γίνει ὑποκατάστατο τῆς θυσιαστικῆς σταυροαναστάσιμης ἀγάπης. Αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὶς μεγάλες ἀβύσσους ποὺ κρύβονται μέσα του, μπορεῖ νὰ στραφεῖ στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τὸν δεῖ ὡς τέλος καὶ σκοπὸ τῆς ζωῆς του. Ἐνεργώντας ὅμως ἔτσι θὰ χάσει τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀγαπῶντος καὶ πάσχοντος σταυροαναστασίμου Θεοῦ.
Μποροῦμε νὰ ἀντικαταστήσουμε τὸν Χριστὸ στὴν καθημερινή μας ζωή, ὅπως μποροῦμε νὰ ἀντικαταστήσουμε τὸν Θεὸ μὲ πολλοὺς ἄλλους «θεούς». Ἡ ἐσχατολογική, ὅμως, ἐμπειρία μας εἶναι πὼς ἡ Μαρία στὸ Εὐαγγέλιο εἶχε δίκιο: μόνο ἕνα πράγμα χρειάζεται (Λουκ. 10, 42) γιὰ νὰ βιώσει κάποιος τὸν Χριστὸ καὶ αὐτὸ εἶναι νὰ Τὸν ἀκολουθήσει, ὅπως Τὸν ἀκολούθησαν οἱ μάρτυρες στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως (Ἀποκ. 14, 4). Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι μένουμε ἀπόμακροι καὶ ἀπαθεῖς ἀπέναντι στὴν Ἱστορία. Δὲν σημαίνει νωθρότητα, σημαίνει προσδοκία (ἀποκαραδοκία, Ρωμ. 8, 19). Μιὰ προσδοκία συνεχοῦς σταυροφορίας - ὄχι μὲ τὴ δύναμη, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀδυναμία ποὺ χαρίζει ὁ Θεός. […]

Ἀθανασίου Γιέφτιτς, Χριστὸς ἡ χώρα τῶν ζώντων, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2007

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

ἐπιστήμη - ἐνστάσεις καὶ ὅρια


[…] Οἱ γνώσεις καὶ οἱ προσδοκίες μας, γιὰ τὸ τὶ εἶναι πιθανὸ νὰ δοῦμε, ἐπηρεάζουν αὐτὸ ποὺ βλέπουμε στὴν πραγματικότητα. […] Ἡ ὀπτικὴ ἐμπειρία, ὅπως τονίζει ἡ αἰτιακὴ ρεαλιστικὴ θεωρία τῆς ἀντίληψης, δὲν μπορεῖ νὰ διαχωριστεῖ ἀπὸ τὶς πεποιθήσεις μας σχετικὰ μὲ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε. […]
Ὁ ἐπιστήμονας πρέπει νὰ ἐκφράσει συγκεκριμένες παρατηρήσεις μὲ γλωσσικοὺς ὅρους. Ὅμως, ἡ γλῶσσα ποὺ χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ ἐκφράσει τὶς παρατηρήσεις του, περιέχει πάντα κάποιες θεωρητικὲς παραδοχές. Δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως οὐδέτερη δήλωση παρατήρησης. Οἱ δηλώσεις παρατήρησης εἶναι «ἐπιφορτισμένες μὲ θεωρία». […]
Οἱ ἐπιστήμονες ἀναζητοῦν γενικὲς ἐξηγήσεις. Ἀναζητοῦν γενικεύσεις ὑπὸ τὴ μορφὴ νόμων, οἱ ὁποῖοι θὰ ἰσχύουν σὲ πολλὲς καὶ διάφορες περιστάσεις. Ὅμως, ὁ ἐπιστημονισμὸς γιὰ νὰ καταλάβει, γιὰ παράδειγμα, τὴ συγκεκριμένη σχέση ἀνάμεσα σὲ δύο ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὅρους τῶν φυσιολογικῶν ἀντιδράσεων, τῆς γενετικῆς κληρονομικότητας, τῶν ἐξαρτημένων ἀνακλαστικῶν τους ἀπὸ τὴν παιδική τους ἡλικία κ.λ.π., μολονότι μπορεῖ νὰ δώσει τὴν ἀκριβῆ εἰκόνα της, παραλείπει τὴ βιωθεῖσα ἐμπειρία τοῦ ὅτι ἐρωτεύτηκαν (ἢ ξε-ἐρωτεύτηκαν) – κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ μιλήσει ἕνας ποιητὴς ἢ ἕνας μυθιστοριογράφος πιὸ εὔκολα ἀπ’ ὅ,τι ἕνας πειραματικὸς ψυχολόγος. Ὁμοίως, ἐκεῖνοι, ποὺ προσπαθοῦν νὰ κατανοήσουν ἕνα μουσικὸ κομμάτι ὡς ἀκροατές, δὲν χρειάζονται συνήθως τὶς περίπλοκες ἀναλύσεις τῆς ἁρμονίας ἀπὸ τὸ μουσικολόγο ἢ τὴν περιγραφὴ τῆς ἀκοῆς ἀπὸ τὸ φυσιολόγο γιὰ νὰ ἐκτιμήσουν τὴ μουσική. Οἱ ἐπιστημονικὲς ἐξηγήσεις εἶναι χρήσιμες ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ πᾶν. Ἡ κύρια ἔνσταση πρὸς τὸν ἐπιστημονισμὸ εἶναι ὅτι ὑπερεκτιμάει τὴν ἐπιστημονικὴ ἐξήγηση.

Niegel Warburton, Φιλοσοφία - τὰ βασικά, μτφρ. Δέσποινα Ρισσάκη, ἐκδ. Ἀρσενίδη  

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

ἀναρχικοὶ γιὰ τὴν πατρίδα

Τάσος Μαντζαβίνος - Ἄντρας ἰσορροπώντας στὸ κακὸ

[…] σὲ ἔκθεση τοῦ Ἀναρχικοῦ Συνδέσμου τῆς Ἀθήνας πρὸς τὸ Διεθνὲς Ἐπαναστατικὸ Συνέδριο, ποὺ ἔγινε στὸ Παρίσι τὸ 1900, μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀναφέρεται  στὴ δράση τοῦ Γάλλου ὀπαδοῦ τοῦ Μπλανκί, Φλουράνς, γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης ἀπὸ τοὺς Τούρκους. […]
Ὅπως διαβάζουμε στὴν ἰστοσελίδα www.apatris.gr : «Ἡ μόνη συνιστῶσα τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀριστερᾶς (μὲ τὴν εὐρεία ἔννοια τῆς λέξης…) ποὺ τάχθηκε ἐξαρχῆς μὲ τὸ μέρος τῶν Κρητῶν ἦταν οἱ ἀναρχικοί. Ὁ λόγος ἦταν ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴ δική τους ἀντίληψη, κάθε ἐξέγερση τῶν καταπιεσμένων ἀνθρώπων ἐνάντια στὸ ζυγό τους ἦταν καταρχὴν γεγονὸς θετικὸ καὶ ἄξιο ὑποστήριξης». Ἡ ὑποστήριξή τους δὲν περιορίστηκε σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ «ἦταν σὲ θέση νὰ ὀργανώνουν ἐπιτροπὴ οἰκονομικῆς ἐνίσχυσης τοῦ κρητικοῦ ἀγώνα, νὰ κινοῦν καμπάνιες πίεσης καὶ προώθησης τῶν αἰτημάτων του, κι ἀκόμα νὰ στέλνουν ἐθελοντὲς νὰ ἀγωνιστοῦν στὸ πλευρὸ τῶν Κρητῶν, στὴ βάση τῆς ἔμπρακτης ἀλληλεγγύης». Εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ τονιστεῖ ὅτι ἡ κρητικὴ ἐπανάσταση τοῦ 1866 ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀντίθεση τῶν Τούρκων στὴ διανομὴ τῶν μισῶν ἐσόδων τῶν μοναστηριῶν γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῶν ἑλληνικῶν σχολείων. Στὴν ἴδια ἰστοσελίδα διαβάζουμε ὅτι, στὸ συλλαλητήριο ποὺ ὀργάνωσε ὁ Φλουρὰνς στὴν Ἀθήνα γιὰ τὴν Ἕνωση μὲ τὴν Κρήτη, ἀντιτάχθηκε ἡ μοναρχία διότι «δὲν συμμεριζόταν τοὺς πόθους τῶν ἐπαναστατῶν γιὰ ἕνωση, μὴ θέλοντας νὰ μπλεχτεῖ ξανά, μετὰ τὸ 1821, σὲ πόλεμο μὲ τὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία». Ὅμως στὴ συνέχεια «ὁ Φλουράνς, μόλις ἀφέθηκε ἐλεύθερος, κατέβηκε στὴν Κρήτη κι ἐντάχθηκε ἀμέσως στοὺς κύκλους τῶν ἐπαναστατῶν, τοὺς ὁποίους ἤδη εἶχαν συνδράμει κι ἄλλοι Εὐρωπαῖοι σοσιαλιστὲς καὶ ἀναρχικοὶ ἀπὸ διάφορες χῶρες, μαζὶ μὲ 100 περίπου Πατρινοὺς ἐθελοντές.» […]
Στὴ Γαλλία ὁ Φλουρὰνς συνέχισε ἀσυμβίβαστος τὸν ἀγώνα του ὑπὲρ τῶν προλετάριων καὶ γενικότερα τῶν καταπιεσμένων, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν ἐνεργὸ συμμετοχή του στὴν περίφημη Κομμούνα τοῦ Παρισιοῦ (Μάρτιος-Μάιος 1871). Σ’ αὐτὴν ἐξελέγη ἀπὸ τὸ λαὸ μέλος τῆς «Ἐπαναστατικῆς Ἐπιτροπῆς» καὶ τοποθετήθηκε στρατηγός. […]
Στὸν ἀτυχῆ γιὰ τὴν Ἑλλάδα πόλεμο τοῦ 1897, στὸ πλευρὸ τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, ποὺ ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν Ὀθωμανὸ δυνάστη, πολέμησαν ἀναρχικοὶ καὶ ριζοσπάστες: «Ὑπολογίζεται ὅτι ὁ ἀριθμός τους ἔφτασε τοὺς 1.000-1.500 ἐθελοντές, ποὺ πῆραν μέρος στὶς μάχες τῆς Θεσσαλίας (Δομοκὸς) καὶ τῆς Ἠπείρου, ἐνταγμένοι στὸν ἑλληνικὸ στρατὸ ὑπὸ μορφὴ τριῶν σωμάτων: ἕνα οἱ πολυπληθέστεροι γαριβαλδινοί, ἕνα ἡ Φάλαγγα τῶν Φιλελλήνων, ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ τὴ λεγεώνα τῶν μαυροντυμένων ἀναρχικῶν τοῦ Ἀμιλκάρε Τσιπριάνι, κι ἕνα μὲ τὴ συμμετοχὴ ἀναρχικῶν καὶ σοσιαλιστῶν ὑπὸ τὸν συνταγματάρχη Μπερτέ». […]

Σπύρου Κουτρούλη, Ἀναρχικοὶ γιὰ τὴν πατρίδα, ἐφ. Ρήξη. ἀρ. φ. 74, 7-5-2011

Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

ἡ γέννηση τοῦ νεώτερου ὑποκειμένου

Georgo Condo

[…] Ἡ πασίγνωστη καρτεσιανὴ φράση «Cogito ergo sum» δὲν σημαίνει τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ ὅτι ἡ ἀλήθεια δὲν ὑπάρχει -ὅπως στὸν Πλάτωνα ἢ τὸν Στωικισμό- ἔξω μου, ἀλλὰ οἰκοδομεῖται ἀπὸ τὴν ἀτομική μου λογικότητα καὶ κρίση. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ἡ ἡγεμονία τοῦ λόγου ἀπὸ ἐναρμόνιση πρὸς τὴν ὀντολογικὴ λογικότητα τοῦ κόσμου γίνεται πλέον ἐσωτερικὸ λογικό μου δημιούργημα, σύμφωνα μὲ κανόνες ποὺ ἐγὼ ὁ ἴδιος μπορῶ νὰ ἐφεύρω καὶ νὰ κατανοήσω. Δὲν ἔχει τόσο κοσμολογικὴ διάσταση ἡ σκέψη μου ὅσο, ἀντίθετα, ὁ κόσμος γίνεται ἀναπαράσταση ἀτομική μου. Συντελεῖται ἔτσι μιὰ «ἐνδοκοσμικὴ ἀπελευθέρωση» τοῦ ἀνθρώπου στὸν Καρτέσιο, ὅπως αὐτὸ ὀνομάστηκε ἀπὸ σύγχρονους μελετητές του. Ὑπ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ ἀλήθεια δὲν ἀναζητεῖται τώρα στὸν Θεὸ ἀλλὰ στὴν αὐτοβεβαίωσή μου ἐν ἀπολύτῳ ἐσωτερικῇ αὐταρκείᾳ, ἐκφραζόμενη στὴν αὐτόνομη λογικὴ καὶ ἀτομική μου αὐτοκυβέρνηση καὶ μόνον: γεννιέται ἔτσι τὸ νεώτερο εὐρωπαϊκὸ ὑποκείμενο, ἕνα ὑποκείμενο ἀπόλυτο, ἄσχετο πρὸς τὸν κόσμο, ὑποκείμενο τοῦ λογικοῦ του ἐλέγχου, ἕνας ἐσωστρεφὴς ἑαυτός, αὐτοδύναμος καὶ ἀποχωρισμένος ἀπὸ τὸν κόσμο. Κάποιοι νεώτεροι ἀγγλοσάξωνες ἱστορικοὶ τῆς φιλοσοφίας ὀνόμασαν αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ ἑαυτοῦ detached self, ἀποσυνδεδεμένο καὶ ξεχωρισμένο ἀπ’ ὅλα ἑαυτό. Τὸ «μέσα» καὶ τὸ «ἔξω» τοῦ ὑποκειμένου, γιὰ πρώτη φορά, διαχωρίζεται πλήρως. Ὑποκείμενο εἶναι κυρίως αὐτὸ τὸ «ἔσω», ἐνῶ τὸ «ἔξω» εἶναι Κόσμος, Ἱστορία, Θεὸς κ.λ.π. Πρόκειται γιὰ σοβαρὴ ἀνατροπὴ τῆς πατερικῆς, λόγου χάρη, θεολογίας ἐδῶ […].

π. Νικόλαος Λουδοβῖκος, Ὀρθοδοξία καὶ ἐκσυγχρονισμός, Βυζαντινὴ ἐξατομίκευση, Κράτος καὶ Ἱστορία, στὴν προοπτικὴ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ μέλλοντος, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2006

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

ἀνατομία τῆς ἀθεΐας



[…] Ἡ φοβερώτερη μορφὴ ἀθεΐας σίγουρα δὲν εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐμφανίζεται στὸν στρατευμένο καὶ παράφορο ἀγῶνα ἐναντίον τῆς ἰδέας τοῦ Θεοῦ καὶ ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ αὐτὴ ποὺ ἐμφανίζεται στὴν ἀθεΐα τῆς πρακτικῆς ζωῆς, στὴν ἀδιαφορία καὶ στὴν ψυχρότητα. Αὐτὴ τὴ μορφὴ τῆς ἀθεΐας συχνὰ τὴ συναντᾶμε ἀνάμεσα στοὺς κατ’ ὄνομα χριστιανοὺς. Ἡ παράφορη ἐξέγερση καὶ ἡ πάλη κατὰ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ὁδηγήσουν σὲ περισσότερο φῶς καὶ σὲ ὑψηλότερη μορφὴ θρησκευτικῆς σκέψης. Ἡ ἀθεΐα μπορεῖ ἀκόμη νὰ εἶναι καὶ ἐξυπηρετική· καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα μέσο ἀποκαθαρισμοῦ καὶ ἀπελευθέρωσης ἀπὸ δουλικὲς ἀντιλήψεις περὶ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες εἶναι παραμορφώσεις κοινωνιομορφισμοῦ.
Ἡ ἀγανάκτηση ποὺ οἱ χριστιανοὶ δείχνουν ἔναντι τῶν ἀθεϊστῶν καὶ τῆς στρατευμένης ἀθεΐας, συχνὰ εἶναι εὐτελής· διότι εἶναι οἱ δικές τους παραμορφωμένες ἀντιλήψεις γιὰ τὸν Θεό, καὶ ὁ δικός τους ἄθεος βίος, ποὺ προκαλοῦν αὐτὴν τὴν ἀθεΐα. Ἀπέδωσαν στὸν Θεὸ τὶς χειρότερες ἰδιότητες: αὐτοϊκανοποίηση, ἀνόητη ἐμμονή, θηριωδία, καὶ ἀγάπη γιὰ τὴν πιὸ χαμηλὴ ὑποταγή.
Δὲν εἶναι χριστιανὸς αὐτὸς ποὺ εἶναι αὐτοϊκανοποιημένος καὶ περιφρονεῖ τοὺς ἄλλους, γιὰ τοὺς ὁποίους τὸ πρόβλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι βασανιστικό. Σίγουρα δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ περιφρονεῖ τὸν Nietzsche, ἐπὶ παραδείγματι. Ὁ ἄθεος μπορεῖ νὰ εἶναι καλλίτερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἐπαναλαμβάνει «Κύριε, Κύριε». […]
Ὑπάρχει ἡ αὐτοϊκανοποιημένη καὶ αἰσιόδοξη ἀθεΐα, ὅταν ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀνακούφιση μὲ τὴν σκέψη ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Προϋποθέτει πίστη στὸ λογικό, στὴ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, στὴν εὐλογοφάνεια αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ὕλης, στὴ διηνεκῆ πρόοδο. Ὑπάρχει καὶ ἡ ἀθεΐα ποὺ ὑποφέρει, ποὺ εἶναι τραγική, ποὺ λέγει πὼς ὁ Θεὸς εἶναι νεκρός, μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὸ εἶπε ὁ Nietzsche. […]
  ἄρνηση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ συχνὰ θεωρήθηκε ὡς ἀπελευθέρωση ἀπὸ ἀνάξιες ἀντιλήψεις περὶ Θεοῦ, ὅπου ὁ Θεὸς νοήθηκε ὡς Κύριος, καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς δοῦλος. Ἡ ἰδέα περὶ τοῦ Θεοῦ τροποποιήθηκε τόσο πολύ, ποὺ κατέληξε στὴν ἄρνηση τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ἀνθρώπινης δημιουργικῆς δραστηριότητας, ὥστε ἡ μάχη ἐναντίον τοῦ Θεοῦ νὰ μετατραπεῖ σὲ μάχη χάριν τοῦ ἀνθρώπου. Τόσο φοβερὰ διεστράφη ἡ πίστη στὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς ἀντικειμενοποίησης καὶ τῆς κοινωνικοποίησης. Ὁ Θεὸς χρησιμοποιήθηκε γιὰ τὴν ὑποστήριξη τοῦ κακοῦ, τοῦ ψεύδους καὶ τῆς ἀδικίας. […]

Νικόλαος Μπερντιάεφ, Ἀλήθεια καὶ Ἀποκάλυψη, εἰσαγωγὴ-μετάφραση-σημειώσεις Χρήστου Μαλεβίτση, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2010

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

ἔλεος καμωμένο ἀπὸ ἐλευθερία



[…] Δὲν εἶναι ἐκπληκτικὸ ἕνας ποὺ ἔχει ψωμὶ νὰ δίνει σ’ ἕναν πεινασμένο ἕνα κομμάτι. Τὸ ἐκπληκτικὸ εἶναι νὰ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει μὲ μιὰ χειρονομία διαφορετικὴ ἀπὸ κείνην ποὺ κάνουμε ὅταν ἀγοράζουμε κάτι. Ἡ ἐλεημοσύνη, ὅταν δὲν εἶναι ὑπερφυσική, μοιάζει μὲ πράξη ἀγορᾶς. Ἀγοράζει τὸν δυστυχισμένο.
Ὅ,τι κι ἂν θέλει κανείς, μὲ τὸ ἔγκλημα ὅπως καὶ μὲ τὴν ὑψηλότερη ἀρετή, μὲ τὶς πιὸ ταπεινὲς μέριμνες ὅπως καὶ μὲ τὶς μεγάλες ἐπιδιώξεις, στὴν οὐσία αὐτὸ ποὺ θέλει ἔγκειται πάντοτε σὲ τοῦτο: πὼς θέλει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴ θέλησή του ἐλεύθερη. Τὸ νὰ θέλουμε νὰ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἱκανότητα ἐλεύθερης συγκατάβασης γιὰ κάποιον ἄλλο ποὺ τὴ στερήθηκε ἐξ αἰτίας τῆς δυστυχίας, σημαίνει νὰ μεταφερθοῦμε μέσα στὸν ἄλλο, σημαίνει νὰ παραδοθοῦμε στὴ δυστυχία, δηλαδὴ στὴν καταστροφὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας. Σημαίνει νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας. Ἀρνούμενοι τὸν ἑαυτό μας γινόμαστε ἱκανοὶ νὰ καταφάσκουμε, ὅπως ὁ Θεός, ἕναν ἄλλο, μὲ μιὰ κατάφαση δημιουργική. Δίνουμε τὸν ἑαυτό μας λύτρο γιὰ τὸν ἄλλο. Εἶναι μιὰ λυτρωτικὴ πράξη.
Ἡ συμπάθεια τοῦ ἀδύνατου γιὰ τὸν δυνατὸ εἶναι φυσική, γιατὶ ὁ ἀδύνατος ὅταν μεταφερθεῖ μέσα στὸν ἄλλο ἀποκτᾶ μιὰ φανταστικὴ δύναμη. Ἡ συμπάθεια τοῦ δυνατοῦ γιὰ τὸν ἀδύνατο, ὄντας μιὰ ἐνέργεια ἀντίστροφη εἶναι ἀντίθετη στὴ φύση. […]

Simone Weil, Ἀγάπη τοῦ πλησίον, μτφρ. Βασιλικὴ Τριανταφύλλου, στὸ Ἐκλογὴ ἀπὸ τὸ ἔργο της, ἐκδ. Μήνυμα



Σημ. Ἡ ὑπογράμμιση εἶναι τοῦ ἐρανιστῆ μὲ σκοπὸ τὴν ἑρμηνευτικὴ διασύνδεση τῶν ὑπογραμμισμένων, ἡ ὁποῖα, κατὰ τὴ γνώμη του, νοηματοδοτεῖ τὸν ὅρο «ὑπερφυσικὴ» ὡς τὸν τρόπο ποὺ θεραπεύει τὶς (ἐξουσιαστικὲς) στρεβλώσεις ποὺ ὑπέστη ἡ φύση λόγῳ τῆς πτώσης.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Π. Νέλλας - Ὀρθοδοξία καὶ πολιτικὴ


[…] σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπο τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, οἱ ἄνθρωποι καλοῦνται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ κρατοῦν καὶ αὐτοὶ μόνιμα τὴν ἰσορροπία ἀνάμεσα στὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουν μιὰ φύση, καὶ κατ’ ἐπέκταση πρέπει νὰ ἔχουν μιὰ καὶ κοινὴ ζωή, καὶ στὸ ὅτι ἀποτελοῦν πολλὰ ἐλεύθερα πρόσωπα, πρᾶγμα ποὺ κατοχυρώνει ὀντολογικὰ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀπόλυτου σεβασμοῦ τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας.
Δὲν ὑπάρχει ἀληθινὴ ἑνότης, ὅταν δὲν διασφαλίζεται ταὐτόχρονα ἡ προσωπικὴ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν εἶναι πραγματικὴ ἡ ἐλευθερία ἐκείνη, ποὺ δὲν σέβεται καὶ δὲν ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ἑνότητα. Αὐτὸ τὸ Τριαδικὸ ἰδανικὸ ἀποτελεῖ στὸν πυρήνα του τὸ κοινωνικὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πιστὴ στὸ Ἀρχέτυπό της, καλεῖται κατὰ συνέπεια νὰ κηρύττη μὲ θάρρος μέσα στὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τοῦ πιὸ δίκαιου πολέμου τὴν ἀγάπη, τὴν κατανόηση, τὴν Εἰρήνη, ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ πιὸ στυγνὸ δικτατορικὸ καθεστὼς τὸ ἀπαραβίαστο τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, τὴν Ἐλευθερία. Τὸ ἂν δὲ μιὰ Ἐκκλησία κηρύττει παντοῦ καὶ πάντοτε, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες στὶς ὁποῖες βρίσκεται, τὸ ἰδανικὸ αὐτὸ καὶ στὶς δυό του πτυχὲς ἀποτελεῖ κριτήριο τῆς ὀρθοδοξίας της… […].
Αὐτὰ τὰ κριτήρια -ὅπως π.χ. εἶναι: τὸ ἀπαράβατο θεμέλιο τῆς ἱερότητος τοῦ ἀνθρώπου· ὁ σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου· ἡ μὴ χρήση βίας στὴν ἐπιβολὴ τῆς ὁποιασδήποτε λύσεως· ἡ μὲ ὅλους τοὺς τρόπους ἐξυπηρέτηση τῆς εἰρήνης· ἡ διαρκὴς ἀνανέωση καὶ πρόοδος, τὸ ἀσταμάτητο δηλαδὴ ξεπέρασμα ὅλων τῶν κατεστημένων μορφῶν· ἡ κοινωνικὴ δικαιοσύνη· ἡ ἰσότης κ.λπ.- αὐτὰ τὰ κριτήρια εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ μελετάη πάντοτε σὲ βάθος ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καὶ νὰ τὰ συσχετίζη μὲ τὰ πολιτικὰ προβλήματα τῆς κάθε ἐποχῆς. Καλεῖται ἔτσι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία -γιὰ νὰ δώσουμε μερικὰ παραδείγματα- νὰ δείξη στὶς μέρες μας ποιὰ εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τῆς ἀρχῆς τῆς δικαιοσύνης, στὸ πρόβλημα τοῦ Τρίτου Κόσμου (Tiers-Monde)· τῆς ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀνθρώπου, στὸ πρόβλημα τῶν φυλετικῶν διακρίσεων· τῆς ἰσότητος, στὸ πρόβλημα τῆς «συμμετοχῆς» (partcipation)· τῆς ἐλευθερίας, στὸ πρόβλημα τοῦ καταναλωτικοῦ μηχανισμοῦ· τῆς πρωτοβουλίας, στὸ πρόβλημα τῆς ἀλλοτριώσεως τῆς παιδείας· να μελετήση θεολογικὰ τὸ πρόβλημα τῆς «ἀναπτύξεως» (developpment)· τῆς πολλαπλότητος (pluralisme)· τῆς ἐπαναστάσεως· τῆς κρίσεως τῆς νεότητος κ.λ.π. […].


Παναγιώτης Νέλλας, Ὀρθοδοξία καὶ πολιτική, τρεῖς βιβλικὲς προϋποθέσεις στὸ πρόβλημα, στὸ Μαρτυρία Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἐστίας», Ἀθήνα 1971

Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

Marx καὶ δικαιωματοκεντρισμὸς

Μαριλίτσα Βλαχάκη


[…] Ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ὁποῖο γίνεται λόγος στὶς Διακηρύξεις τοῦ 1791 καὶ τοῦ 1793 δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος θεωρούμενος ὡς «ἕνα εἰδοποιὸ ὄν», ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος θεωρούμενος ὡς μιὰ «ἀπομονωμένη μονάδα, ἀναδιπλωμένη στὸν ἑαυτό της» (Ἑβραϊκὸ ζήτημα σελ. 364), «ἑδραζόμενη στὸν ἑαυτό της» (σελ. 365)· «τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου διακρινόμενα ἀπὸ τὰ δικαιώματα τοῦ πολίτη δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ δικαιώματα τοῦ μέλους τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, δηλαδὴ τοῦ ἐγωιστῆ ἀνθρώπου, τοῦ χωρισμένου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κοινότητα ἀνθρώπου» (σελ. 364).
Ὁ ἄνθρωπος τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «τὸ ἐγωιστικὸ καὶ ἀνεξάρτητο ἄτομο» (σελ. 370), ὁ ἄνθρωπος ὅπως ὑπάρχει «ἀτομικά, ὑλικὰ καὶ ἄμεσα» στὴν ἀστικὴ κοινωνία. Ὁ ἀτομικὸς αὐτὸς ἄνθρωπος πεδικλωμένος στὸν «ὑλισμὸ τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν» (σελ. 369) ἀντιπροσωπεύει τὴ μοναδικὴ πραγματικότητα, ὅμως ἡ πραγματικότητα αὐτὴ δὲν ἔχει καμμιὰ ἀλήθεια, διότι ὁ ἐξατομικευμένος, συρρικνωμένος σὲ μιὰν ἁπλὴ «μονάδα», εἶναι ἀποσπασμένος καὶ χωρισμένος ἀπὸ τὸ ἀληθινὰ «κοινοτικὸ» καὶ «εἰδοποιό» του εἶναι. […]
Καταλήγουμε ἔτσι στὴν κορυφαία αὐτὴ ἀντίφαση, ὅτι «αὐτὸ ποὺ ἀναγνωρίζεται ὡς πραγματικὸς ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ἐγωιστικὸ ἄτομο, ἐνῶ ὅ,τι λογίζεται γιὰ ἀληθινὸς ἄνθρωπος ἐμφανίζεται ὑπὸ τὴ μορφὴ τοῦ ἀφηρημένου πολίτη». Σὲ τούτη τὴν ἀξεπέραστη ἀντίφαση ἀνάμεσα στὰ «ὑλικὰ» καὶ στὰ «πνευματικὰ στοιχεῖα» (σ.σ. 368 καὶ 369), ἀνάμεσα στὸν «ὑλισμὸ τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν» καὶ στὸν «ἰδεαλισμὸ τοῦ πολιτικοῦ Κράτους», θὰ ἀποδώσει ὁ Marx τὴν τραγωδία τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης […]

Κώστας Παπαϊωάννου, Ἀπὸ τὴν κριτικὴ τοῦ οὐρανοῦ στὴν κριτικὴ τῆς γῆς, τὸ φιλοσοφικὸ ὁδοιπορικὸ τοῦ νεαροῦ Μάρξ, μτφρ. Ξενοφὼν Κομνηνός, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2013

Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

λαός, Ἐκκλησία καὶ φρακοφορεμένοι

Vladimir E. Makovskij

ἀπολογία τοῦ παπα-Πετρὼφ 
πρὸς τὸν Μητροπολίτη τῆς Πετρούπολης
 κατὰ τὴν Αˊ ἐπανάσταση τοῦ 1905




[…] Οἱ ἀνώτερες τάξεις κάθονται στὸ σβέρκο τῶν κατώτερων καὶ ἐνῶ ἀποτελοῦν ἐλάχιστη μειοψηφία, κρατοῦν ὑπόδουλο τὸν ὑπόλοιπο πληθυσμὸ ποὺ ἀνέρχεται σὲ δεκάδες καὶ ἑκατοντάδες ἑκατομμύρια κουρασμένους καὶ στραπατσαρισμένους ἀνθρώπους. Ἡ τάξι αὐτὴ τῆς ἀδηφάγου πλουτοκρατίας ἅρπαξεν ἀπὸ τὸ λαὸ τὰ πάντα: τὸν πλοῦτο, τὴν ἐξουσία, τὴν ἐπιστήμη, τὴν τέχνη καὶ αὐτὴν ἀκόμα τὴ θρησκεία ποὺ τὴν ἔκαμε ὑπηρέτριά της κι ἀφῆκε τὴ μεγάλη μάζα τῶν ἐργαζομένων ἀνθρώπων βουτηγμένη στὴ φτώχεια καὶ τὴν ἀμορφωσιά. […]
Ὅσα δὲ ἀγαθά, οἱ πλουτοκράτες αὐτοὶ ἅρπαξαν ἀπὸ τὸ φτωχὸ λαὸ μὲ τὸ δόλο τὴ βία καὶ τὴν ἀπάτη, τὰ κλοπιμαῖα, δηλαδή, τὰ ἀποκαλοῦν χωρὶς νὰ ἐντρέπωνται, ἱερὴ ἰδιοκτησία!
Ὅταν δὲ μὲ τὴν τακτικὴ αὐτή, τὰ πράγματα φθάσουν στὸ ἀπροχώρητο κι ὁ λαὸς δὲν ἀντέχει πιὰ στὴν πεῖνα, τὶς στερήσεις καὶ τοὺς παντοίους ἐξευτελισμούς, ποὺ πληγώνουν τὰ εὐγενέστερα ὁρμήματα τῆς ψυχῆς, καὶ ὑψώνει τὴν τραχειὰ φωνή του διεκδικώντας μόρφωσι, δουλειά, ψωμὶ καὶ γενικὰ στοιχειώδη ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν του, τότε οἱ φρακοφορεμένοι λωποδύτες τῶν σαλονιῶν ποὺ ἔχουν τὰ πάντα στὰ χέρια τους, ἐξαποστέλλουν ἐναντίον τοῦ πεινασμένου καὶ ἐπαναστατημένου αὐτοῦ λαοῦ, τὰ παιδιά του, ὡπλισμένα μὲ λόγχες καὶ κανόνια, σωστὲς φονικὲς μηχανές, γιὰ νὰ πνίξουν στὸ αἷμα τὴν πονεμένη φωνή του.
Ἐρωτᾶται: Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν Χριστιανισμός;
Ὁ πραγματικὸς ὑπηρέτης τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, κατακρίνοντας τὴν παράλογη καὶ ἄδικη διανομὴ τοῦ πλούτου στὴν κοινωνία ἔλεγε: «Πᾶς πλούσιος εἶναι ἄνομος ἢ κληρονόμος ἀνόμου». […]
Τσαλαπατήθηκε, ὅπως εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους, ἡ στοιχειώδης κοινωνικὴ δικαιοσύνη. Ὁλόκληρες λαϊκὲς τάξεις, ἑκατομμύρια ἐργάζομενοι ἄνθρωποι, ἀδικοῦνται καὶ ληστεύονται. Οἱ μειονότητες καταπιέζονται, ἡ ἀξία τῶν ἀνθρώπων ἐξευτελίζεται. Ὅλα αὐτὰ ἄραγε δὲν ἐνδιαφέρουν τὸ Ἱερατεῖο; Καὶ ἐὰν ὄχι, τότε ποιὸν πρέπει νὰ ἐνδιαφέρουν; […]
Οἱ ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας χρυσοστόλιστοι Μητροπολίτες, μὲ τὰ ψυχρὰ καὶ ἄψυχα χέρια τῆς δεσποτικῆς τους διοικήσεως, συνέσφιξαν καὶ στραγγάλισαν ὁλόκληρη τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία, σκότωσαν τὸ δημιουργικό της πνεῦμα.
Δὲν ὑπάρχει βία, δὲν ὑπάρχει κακούργημα, δὲν ὑπάρχει παρανομία τῶν Ἀρχόντων τῆς Πολιτείας, ποὺ νὰ μὴν τὰ ἐκάλυψαν, νὰ μὴν τὰ δικαιολόγησαν, νὰ μὴν τὰ εὐλόγησαν, νὰ μὴν τὰ ὑπέγραψαν μὲ τὰ ἴδια τους τὰ χέρια, οἱ ἀνάξιοι ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας! […]
Ἐγὼ πιστεύω σὲ μιὰ ἁγία, Συνοδική, Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἀπορρίπτω δὲ μὲ ὅλη μου τὴν ἀγανάκτησι τὴν δουλοπρεπῆ Δεσποτοκρατία, τὸν στεῖρο Βυζαντινισμό, τὴ νεκρὴ γραφειοκρατία.
Πιστεύω ὅτι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Χριστοῦ θὰ νικήσει.

Θ. Κουρταλίδη, Ἡ ἀπολογία τοῦ ἱερέα Πετρὼφ πρὶν τὴν ἐπανάσταση - μὲ ἀφορμὴ τὰ 90 χρόνια τῆς ὀκτωβριανῆς ἐπανάστασης, ἐφ. Χριστιανική, 22/11/2007

Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

τὸ ἰδανικὸ τῆς κοινοκτημοσύνης


Ἡ τροφὴ τοῦ σώματος ποὺ εἶναι κοινὴ γιὰ ὅλα τὰ μέλη, ἂν συγκεντρωθεῖ ὅλη σ’ ἕνα μόνο μέλος καὶ γι’ αὐτὸ τὸ μέλος θὰ πάει χαμένη. Γιατὶ ἂν δὲν μπορέσει νὰ χωνευτεῖ καὶ νὰ θρέψει τὸ σῶμα καὶ γιὰ τὸ ἕνα μέλος θὰ εἶναι χαμένη. Ὅταν ὅμως πάει σὲ ὅλα τὰ μέλη, τότε κι ἀπ’ τὸ καθένα ξεχωριστὰ κι ἀπ’ ὅλα μαζὶ τὰ μέλη ἀφομοιώνεται. Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ χρήματα.

(Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὁμιλία στὴν πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ)


[…] Τὸ ἰδανικὸ τῆς κοινοκτημοσύνης, ἔτσι ὅπως βγαίνει ἀπὸ τὴ γνήσια Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἐναρμονίζεται κατὰ τρόπο ὑπέροχο μὲ ὅλες τὶς ἐπὶ μέρους χριστιανικὲς θέσεις ἀναφορικὰ μὲ τὸ πρόβλημα τῆς κατανομῆς καὶ τῆς χρήσεως τῶν οἰκονομικῶν ἀγαθῶν. […]
Ἀποδίδει ἐπὶ πλέον τελεία δικαιοσύνη, ἱκανοποιεῖ κατὰ τρόπο ἰδανικὸ τὸ φυσικὸ δικαίωμα ὅλων τῶν ἀνθρώπων γιὰ ἴση συμμετοχὴ στὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου. Ἔξω ἀπὸ τὸ καθεστὼς τῆς κοινοκτημοσύνης οὐσιαστικὴ δικαιοσύνη δὲν ὑπάρχει. Ἡ ἀτομικὴ ἰδιοκτησία στὰ παραγωγικὰ μέσα χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἀφεντικὰ καὶ σὲ μισθωτοὺς δούλους, ὁπότε ὁ δρόμος γιὰ κάθε εἴδους αὐθαιρεσία καὶ ἀδικία εἶναι ἀνοιχτός. Ὁ καθορισμὸς μιᾶς τιμῆς γιὰ τὴν ἀμοιβὴ τῆς ἀνθρώπινης ἐργασίας, μ’ ὁποιοδήποτε μέτρο κι ἂν γίνει, εἶναι αὐθαίρετος, γιατὶ καμιὰ λογικὴ δὲν μᾶς πείθει ὅτι ἡ ἐργασία τοῦ ἑνὸς ἀξίζει τόσο καὶ τοῦ ἄλλου τόσο καὶ ὄχι λιγότερο ἢ περισσότερο. Ὅπως τονίσαμε σὲ ἄλλο κεφάλαιο, ἡ ἀνθρώπινη ἐργασία ἀξίζει ὅσο καὶ ὁ ἄνθρωπος. Μπορεῖ νὰ ἐκτιμηθεῖ σὲ χρῆμα ἡ ἀξία ἑνὸς ἀνθρώπου; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἄλλο τόσο εἶναι ἀδύνατο νὰ ἐκτιμηθεῖ σὲ χρῆμα ἡ ἐργασία του. Γι’ αὐτὸ μόνο μὲ τὴν ἴση συμμετοχὴ τῶν ἐργαζομένων στοὺς καρποὺς τοῦ κοινοῦ μόχθου ἀποδίδεται οὐσιαστικὴ δικαιοσύνη. Καὶ ἡ ἴση συμμετοχὴ μόνο κάτω ἀπὸ καθεστὼς πλήρους κοινοκτημοσύνης ἐξασφαλίζεται ἀπολύτως. […]


Γεωργίου Δημ. Ροδίτη, Χριστιανισμὸς καὶ πλοῦτος, ἐκδ. Σταμούλη, Ἀθήνα 32009