Γιῶργος Κόρδης |
[…] Τὸ νὰ «γνωρίζω»
κάποιον στὴ γλῶσσα τοῦ κόσμου σημαίνει νὰ κατέχω πληροφορίες γιὰ τὸ πρόσωπό
του, τὸ νὰ «γνωρίζω» κάποιον ὅμως στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει νὰ μετέχω
στὴν ὕπαρξή του. Ὅταν ἐκκλησιάζομαι, ἀρνοῦμαι τὴ θρησκευτικὴ ἀτομικότητά μου, ἐπιθυμώντας
μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς μου νὰ συναπαρτίσω τὴν Ἐκκλησία. Στὴν πορεία πρὸς
ἐκκλησιασμὸ ἡ ἐπιθυμία γνώσης τοῦ Θεοῦ καρδιοχτυπᾶ, ἀκριβῶς γιατὶ εἴμαστε ἤδη
γνωσμένοι ἀπ’ Αὐτόν. Μᾶς ἔχει «γνωρίσει», γιατὶ μᾶς ἔχει προσλάβει, μᾶς ἔχει
ντυθεῖ, ἔχει σαρκωθεῖ. Κοινωνοῦμε τὴ σάρκα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Θεοῦ μπολιαζόμενοι
στὸ Σῶμα Του, στὸ ὁποῖο Σῶμα συνυπάρχει ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ ὄντες
ξεχωριστοὶ γινόμαστε ταυτόχρονα οικεῖοι μὲ ὅλους. Καθόλου τυχαῖο ὅτι τὸ ρῆμα «γνωρίζω»
χρησιμοποιεῖται στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία ἀλλὰ καὶ στὰ Βιβλικὰ κείμενα μὲ τὴν
ἴδια ὑπαρκτικὴ νοηματοδότηση, γιὰ νὰ περιγράψει τὴν ἐρωτικὴ ἀντίδοση τῶν σωμάτων,
τὴ διεισδυτικὴ πορεία τοῦ ἔρωτα στὴν ὕπαρξη τοῦ ἄλλου, τὴ θυσιαστικὴ κένωση τοῦ
ἀγαπῶντος γιὰ πρόσληψη τοῦ ἐρωμένου. Μετέχοντας στὴ μία σάρκα τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου
τοῦ Θεοῦ ὁ κάθε «ἄλλος» γίνεται σάρκα μας, δηλαδὴ γνώριμός μας, δίχως νὰ παύει
νὰ εἶναι ὁ «ἄλλος». […]
π. Βασιλείου
Χριστοδούλου, Συναπάντημα στὴ δύση, ψηλαφώντας τὸν Χριστὸ στὴν ἁπλότητα καὶ δίψα
μιᾶς ἱερατικῆς ζωῆς, ἐκδ. Ἄθως, Ἀθήνα 2017