Gabrielle Reeves |
[…] Δὲν πρέπει
νὰ ξεχνᾶμε, οὔτε νὰ ὑποτιμᾶμε τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ ἔργα τῆς χριστιανικῆς τέχνης ἔχουν
χαρακτήρα γραφικὸ καὶ ὄχι τεκτονικὸ ἢ πλαστικόν, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Βέλφλιν. Ἡ
μορφὴ δηλαδὴ στὸ ἔργο χριστιανικῆς τέχνης θυμίζει τὴν ἑνότητα ποὺ ἔχει ἕνα δέντρο,
ὅπου πρωτεύοντα ρόλο δὲν παίζουν οἱ ἀναλογίες, ἀλλὰ ὁ χαρακτήρας τῆς μορφῆς τοῦ
δέντρου, καὶ ὄχι τὴν ἑνότητα ποὺ ἔχει ἕνας καλλίγραμμος ὄγκος πλαστικός, ἁπλός,
γεωμετρικὰ σαφὴς καὶ ἀρθρωμένος ἀπὸ διαφοροποιημένα μέλη, ποὺ ὑπακούουν σ’ ἕναν
τύπο καὶ τὸν ἀναδημιουργοῦν. Ὁ τύπος προϋποθέτει ἕναν κανόνα «ἀναλογικό», ποὺ ἰσχύει
ἀμετάβλητος γιὰ κάθε ἔργο ποὺ ἀνήκει σ’ αὐτόν, ὅπως ὁ «κανών» τῶν ἀναλογιῶν τοῦ
ἀνθρώπινου σώματος τοῦ Πολυκλείτου. Ὁ χαρακτήρας ὅμως, ὅσο και ἂν κρύβει μέσα
του ἕναν κανόνα γενικόν, προϋποθέτει κυρίως μιὰν ἀτομικὴ ἔκφραση, μιὰ πρωτοτυπία στὸ
κάθε του ἔργο, τόση ποὺ τὸ καθένα νὰ μὴ θυμίζει σχεδὸν κανένα ἄλλο. Καὶ μιὰ τέτοια
στροφὴ τῆς χριστιανικῆς τέχνης ἤταν φυσικὴ συνέπεια τῆς κοσμοθεωρίας της, ἀφοῦ
αὐτὴ διαμόρφωσε τὴν ἔννοια τῆς προσωπικῆς ἰδιοτυπίας, πράγμα ποὺ ἐπέδρασε κυρίως στὴ
ζωγραφική. […]
Ἑπόμενο λοιπὸν
εἶναι στὴ βυζαντινὴ ἀρχιτεκτονικὴ νὰ μὴν παίζει ρόλο σημαντικὸ ἡ ἀκρίβεια τῆς ἐφαρμογῆς
καὶ ἡ κανονικότητα τῆς χάραξης. Οἱ τοῖχοι
δὲν εἶναι πάντα ὀρθογωνισμένοι, οἱ στέγες ἔχουν κλίσεις συχνὰ διαφορετικὲς
(Καπνικαρέα). Βέβαια οἱ ἐκτροχιασμοὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν κανονικότητα γίνονται ἀνεκτοὶ
ἀπὸ τὸ ὀπτικὸ ὄργανο, γιατὶ ὁ νοῦς διαβλέπει ὅτι κάτω ἀπὸ τὸ φαινόμενο ὑπάρχει ἕνας
συνθετικὸς νόμος, ποὺ κυριαρχεῖ. Ἀλλὰ τοὺς ἀνέχεται καὶ τὸ αἴσθημα, γιατὶ μὲ τὶς
ἀνακρίβειες αὐτὲς τῆς χάραξης καὶ τὶς ἀτέλειες τῆς ἐφαρμογῆς «ποιητικῇ ἀδείᾳ»
κερδίζει ἡ γραφικότητα τῆς σύνθεσης. «Ἡ ἐπιστήμη τῶν ἀσύμμετρων ταλαντεύσεων εἶναι
ἀκόμη τὸ μυστικὸ τῶν βυζαντινῶν ἐκκλησιῶν», λέει ὁ Μπαγιέ, καὶ πάρα κάτω: «ἀπὸ τὴν
ἄποψη τῶν πολὺ αὐστηρῶν μας ἀπαιτήσεων, ἕνα βυζαντινὸ σχέδιο εἶναι πάντα ἕνα λάθος
(erreur). Ἀλλὰ ἕνα λάθος
παραδεχτό, ποὺ πετυχαίνει». Πραγματικὰ οἱ κατόψεις εἶναι παράγωνες (Ὅσιος Λουκᾶς),
οἱ τροῦλλοι δὲν εἶναι πάντα ἀπολύτως κυκλικοὶ στὴ βάση τους (Ἁγία Σοφία
Θεσσαλονίκης), οἱ ὄψεις εἶναι ἀκανόνιστες καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τῶν λίθων τυχαία. Τὸ ὅλο
εἶναι μιὰ μουσική, ποὺ ἡ δεξιοτεχνία τοῦ πρωτομάστορα τὴν τραγούδησε κάθε φορὰ
μὲ αἰσθημα, ἀλλὰ μὲ τρόπο ἰδιαίτερο καὶ μ’ ἐπιτυχία τέτοια, ὥστε νὰ ἀποκλείεται
ἡ ἐπανάληψη. Καὶ γι’ αὐτὸ κανένα ἔργο τῆς βυζαντινῆς ἀρχιτεκτονικῆς δὲν εἶναι τύπος
ἀμιγής, πρότυπο ἱκανὸ νὰ ἐπαναληφθεῖ, ὅπως στὸ δωρικὸ ναὸ συμβαίνει. Κάθε
βυζαντινὸς ναὸς εἶναι μιὰ ἀτομικότητα, μιὰ ἀνυπακοὴ στὸ τύπο, εἶναι ἔκδηλα πρωτότυπος
σὲ βαθμὸ ποὺ δὲν τὸν γνώρισε ἡ κλασσικὴ τέχνη. Εἶναι λοιπὸν τὰ βυζαντινὰ ἀρχιτεκτονήματα
περισσότερο ὑποκειμενικοῦ αἰσθήματος δυναμικὲς συνθέσεις, παρὰ ἀντικειμενικῆς θεώρησης
στατικοὶ ὀργανισμοί. […]
Π. Ἀ. Μιχελῆς,
Αἰσθητικὴ θεώρηση τῆς βυζαντινῆς τέχνης,
Ἵδρυμα Παναγιώτη καὶ Ἔφης Μιχελῆ, Ἀθήνα 82015