[…] (Κανένας ἄθεος,
ποὺ ἀρνιόταν τὴ θεία καταγωγὴ τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀρνιόταν ὅτι Αὐτὸς εἶναι τὸ ἰδανικὸ
τῆς ἀνθρωπότητας. Τελευταία λέξη εἶναι ὁ Ρενάν. Αὐτὸ εἶναι σημαντικό).
Σὲ τὶ συνίσταται
ὁ νόμος τοῦ ἰδανικοῦ αὐτοῦ; Στὴν ἐπιστροφὴ στὴν ἀμεσότητα, στὴν κοινότητα, ἀλλὰ
ἐπιστροφὴ ἐλεύθερη, καὶ μάλιστα ὄχι κατὰ τὴ θέληση, ὄχι κατὰ τὴ λογική, ὄχι κατὰ
τὴ γνώση, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἄμεση, φοβερὰ δυνατή, ἀήττητη αἴσθηση ὅτι τοῦτο εἶναι ἐξαιρετικὰ
καλό.
Καί -περίεργο πρᾶγμα!-
ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει στὴν κοινὴ καὶ ἄμεση ζωή, ἄρα στὴ φυσικὴ κατάσταση. Πῶς ὅμως;
Ὄχι ἀνταγωνιστικὰ ἀλλά, ἀντιθέτως, κατ’ ἐξοχὴν ἑκούσια, ἠθελημένα καὶ συνειδητά.
Εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὴ ἡ ὕψιστη αὐτεξουσιότητα εἶναι ταυτόχρονα καὶ ἡ ὕψιστη αὐταπάρνηση,
ἡ ἀπάρνηση τοῦ ἰδίου θελήματος. Σ’ αὐτὸ ἔγκειται τὸ θέλημά μου, στὸ νὰ μὴν ἔχω
θέλημα, γιατὶ τὸ ἰδανικὸ εἶναι πανέμορφο.
Σὲ τὶ ἔγκειται
ὅμως τὸ ἰδανικό; Στὸ νὰ φθάσεις στὴν ἀνώτερη καὶ πλήρη δυνατότητα ἐπιγνώσεως καὶ
ἀναπτύξεως, στὴν πλήρη γνώση τοῦ δικοῦ σου ἐγώ, καὶ τότε νὰ τὸ προσφέρεις αὐτὸ ἐθελοντικὰ
σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
[…] ὁ
σοσιαλιστὴς οὔτε μπορεῖ νὰ φανταστεῖ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ δώσει κανεὶς ἑκούσια τὸν
ἑαυτό του γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλος. Κατὰ τὸ σοσιαλιστὴ αὐτὸ εἶναι ἀνήθικο. Ἐνῶ ἐὰν
γίνει γιὰ κάποιο μισθό, γιὰ κάποια ἀνταμοιβή -ἔ, αὐτὸ εἶναι δυνατό, αὐτὸ εἶναι ἠθικό.
Καὶ ὅμως, ὅλο τὸ πρᾶγμα, ὅλη ἡ ἄπειρη ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἡ ὑπεροχὴ ἔναντι
τοῦ σοσιαλισμοῦ σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγκειται, στὸ ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς (τὸ ἰδανικό)
δίδοντάς τα ὅλα δὲν ζητᾶ τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό του.
Ἐπὶ πλέον: αὐτὸς
(ὁ Χρισταινὸς) εἶναι κατὰ τῆς ἰδέας τοῦ μισθοῦ καὶ τῆς ἀνταμοιβῆς, τὴ θεωρεῖ κάτι
ἀνόητο καὶ ἄσκοπο. […]
Ὅλη ἡ μέλλουσα
βάση καὶ τὸ μέτρο (norma)
τῆς κοινωνικῆς μυρμηγκοφωλιᾶς ὁ σοσιαλισμὸς τὴν τοποθετεῖ στὸν σκοπὸ ἐτοῦτο: στὴ
γεμάτη γαστέρα. […]
Ὁ σοσιαλισμὸς
εἶναι ἡ ἀνώτερη, ἡ ἔσχατη, μέχρι τελειότητας ἀνάπτυξη τοῦ ἀτόμου, καὶ δὲν εἶναι
τὸ μέτρο. Εἶναι ἡ ἐνσυνείδητη ἀνάπτυξη τῶν μεμονωμένων ἀτόμων στὸν ὕψιστο βαθμό·
εἶναι ἀκόμη ἡ ἀπόλυτη ἕνωση ἐν ὀνόματι τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ ἰδανικοῦ! Πρέπει ὅμως νὰ
φθάσει στὴν πεποίθηση –τόσο τὴ λογικὴ καὶ τὴν αἰσθητή, δηλαδὴ τὴν ἀμεσώτατη ὁλόκληρου
τοῦ ἀνθρώπου- ὅτι ἡ ὕψιστη χρήση τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι νὰ τὸν θυσιάσουμε. […]
Φ. Ντοστογιέφκσυ,
Χριστιανισμὸς καὶ Σοσιαλισμός, μτφρ. ἱερομ.
Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, περ. Σύναξη, τ. 9 (1984)