[…] Ἡ δική μου
διαδρομὴ ὡς ἐπαναστάτης ἀγωνιστὴς σημαδεύτηκε ἀπὸ μία ἀρχικὴ περίοδο, ὅταν,
παιδὶ ἀκόμη, δελεάστηκα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἐξαιτίας τοῦ μείγματος μυστικισμοῦ καὶ
παγανισμοῦ ποὺ διαθέτει ἡ ἑλληνικὴ ὀρθόδοξη θρησκεία. Ἐδῶ, γιὰ μένα, προεῖχε
κυρίως ἡ αἰσθητικὴ ὄψη: ἡ ὀμορφιὰ τῆς λειτουργίας, τὸ σκηνικό, οἱ ὕμνοι καὶ οἱ
λιτανεῖες. Μετά, ὡς ἔφηβος γοητεύθηκα ἀπὸ τὸν Τολστόι καὶ ἀπὸ τὸν «κοινωνικὸ»
Χριστιανισμό του, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν κλασικὴ ρωσικὴ λογοτεχνία συνολικά, ἡ ὁποία
μὲ τόσο καταπληκτικὸ τρόπο δείχνει τὴν ἀξία τῶν ταπεινῶν, περιφρονημένων ἀνθρώπων
ποὺ τοὺς συνθλίβει ἡ ἀνάπτυξη τῆς σύγχρονης κοινωνίας. […]
[…] δὲν πρέπει
νὰ θεωρηθεῖ ἡ ἐγγενὴς θρησκευτικὴ ἔφεση τοῦ ἀτόμου καταδιώξιμη καὶ ἡ θρησκεία σὰν
καταδιώξιμο ναρκωτικό, ὅπως ὁρισμένοι ἐξέλαβαν τὴ ρήση τοὺ Μὰρξ «ἡ θρησκεία, ὄπιο
τοῦ λαοῦ». […]
Ἀλλὰ ὁ Μὰρξ δίνει
σ’ αὐτὴ τὴ ρήση μιὰ ἴσως μονόπλευρη ψυχοκοινωνικὴ ἐξήγηση, παραλείποντας τὴν
προερχόμενη ἀπὸ τὴν ὑπαρξιακὴ ἀνησυχία καὶ προβληματισμὸ τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Μὰρξ ἐπιμένει
στὴν ἄποψη ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι διαμαρτυρία ἐναντίον τῆς πραγματικῆς κοινωνικῆς
ἀπαθλίωσης τοῦ ἀνθρώπου κι ἑπομένως ὁ Μὰρξ δὲν καταδικάζει οὔτε τὴ θρησκεία οὔτε
τὸν θρησκευόμενο ἄνθρωπο. Ἡ θρησκεία εἶναι ὁ ἀναστεναγμὸς τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος,
σὲ ἕναν κόσμο χωρὶς καρδιά, ἀλλὰ καὶ τὸ βάλσαμό του ὄχι μόνο ἀπέναντι στὴν
κοινωνική του δυστυχία καὶ ἀλλοτρίωση ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι στὰ ἀνεξήγητα ὑπαρξιακά
του προβλήματα.
Μιχάλης Ράπτης
(Πάμπλο), Αὐτοδιαχείριση καὶ Σοσιαλισμός,
πολιτικὰ κείμενα, ἐκδ. Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 2006