Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

ἀφύσικες οἱ διακρίσεις



Honore Daumier
    Θὰ μιμηθοῦμε τὸν ἄγνωστο καὶ πρῶτο νόμο τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος «βρέχει σὲ δικαίους καὶ ἁμαρτωλούς», «ἀνατέλλει σὲ ὅλους τὸν ἥλιο» (Μτθ. 5, 45)· τὴ γῆ τὴν ἅπλωσε γιὰ ὅλα τὰ χερσαῖα ζῶα καὶ τοὺς ποταμοὺς καὶ τὶς πηγὲς καὶ τὰ δάση· τὸν ἀέρα γιὰ τὴ φύση τῶν πτηνῶν καὶ τὸ νερὸ γιὰ τὰ ὑδρόβια ποὺ ζοῦν μέσα σ’ αὐτὸ καὶ χάρισε ἀφθόνως τὰ πρὸς τὸ ζῆν σ’ ὅλους, χωρὶς νὰ περιορίζει καμία ἐξουσία καὶ κανένας νόμος καὶ σύνορα, τὰ ὁποῖα περιορίζουν τὴν παροχὴ αὐτῶν· ὅλα κοινὰ καὶ πλούσια τὰ κατέστησε γιὰ ὅλους καὶ κανεὶς δὲν πρέπει νὰ τὰ στερεῖται· διότι εἴμαστε ὅλοι ἴσοι ὡς πρὸς τὴ φύση μας καὶ οἱ τιμὲς τῶν δωρεῶν δίνονται σ’ ὅλους μας ἀνεξαιρέτως […]. Οἱ ἄνθρωποι ἀφότου κατασκεύασαν τὰ χρυσά, τὰ ἀργυρά, τὰ μαλακὰ ἐνδύματα […], ἀποκτοῦν ἔπειτα παράλογη ὑπεροψία […] καὶ δὲν σκέπτονται ὅτι φτώχεια καὶ πλοῦτος, ἐλευθερία, ὅπως τὴ θεωροῦμε, καὶ δουλεία κι ὅλα τὰ σχετικὰ ὀνόματα, ἀργότερα ἐμφανίσθηκαν στὸ ἀνθρώπινο γένος […].

ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγοι ΙΔˊ, 25

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2020

ἄναρχη Βασιλεία

Πολύκλειτος Ρέγκος

[…] Ἐπίσης δὲν ὑπάρχει οὔτε «βάρβαρος οὔτε Σκύθης», δηλαδὴ ἡ διάσταση κατὰ τὴ γνώμη τῆς κοινῆς φύσεως τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ σὲ συγκρούσεις μεταξύ τους, ἀπὸ τὴν ὁποία μπῆκε παρὰ φύση στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ὁ φθοροποιὸς νόμος τῆς ἀλληλοκτονίας. Οὔτε ὑπάρχει «δοῦλος ἢ ἐλεύθερος», δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει διαίρεση τῆς κοινῆς φύσεως ἀντίθετα μὲ τὴ γνώμη της, ἡ ὁποία εἶναι αἰτία νὰ ἀτιμάζει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, παρ’ ὅλο ποὺ εἶναι ὁμότιμοι κατὰ φύση, παίρνοντας ὡς ἐπίκουρο νόμο τὴ διάθεση ἐκείνων ποὺ ἐξουσιάζουν τυραννικὰ καὶ προσβάλλουν τὴ θεία εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ στὰ πάντα εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μέσῳ τοῦ Πνεύματος, μὲ τρόπο ποὺ ὑπερβαίνει τὴ φύση καὶ τὸ νόμο, μορφώνει μέσα στὸν ἄνθρωπο τὴν ἄναρχη βασιλεία. […]

Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Ἑρμηνεία στὸ «Πάτερ ἡμῶν»,  Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν, μτφρ. Ἀντώνιος Γ. Γαλίτης, τ. Βˊ, ἐκδ. Τὸ Περιβόλι τῆς Παναγιᾶς

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

ὁ Πάμπλο γιὰ τὴ θρησκεία


[…] Ἡ δική μου διαδρομὴ ὡς ἐπαναστάτης ἀγωνιστὴς σημαδεύτηκε ἀπὸ μία ἀρχικὴ περίοδο, ὅταν, παιδὶ ἀκόμη, δελεάστηκα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἐξαιτίας τοῦ μείγματος μυστικισμοῦ καὶ παγανισμοῦ ποὺ διαθέτει ἡ ἑλληνικὴ ὀρθόδοξη θρησκεία. Ἐδῶ, γιὰ μένα, προεῖχε κυρίως ἡ αἰσθητικὴ ὄψη: ἡ ὀμορφιὰ τῆς λειτουργίας, τὸ σκηνικό, οἱ ὕμνοι καὶ οἱ λιτανεῖες. Μετά, ὡς ἔφηβος γοητεύθηκα ἀπὸ τὸν Τολστόι καὶ ἀπὸ τὸν «κοινωνικὸ» Χριστιανισμό του, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν κλασικὴ ρωσικὴ λογοτεχνία συνολικά, ἡ ὁποία μὲ τόσο καταπληκτικὸ τρόπο δείχνει τὴν ἀξία τῶν ταπεινῶν, περιφρονημένων ἀνθρώπων ποὺ τοὺς συνθλίβει ἡ ἀνάπτυξη τῆς σύγχρονης κοινωνίας. […]


[…] δὲν πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἡ ἐγγενὴς θρησκευτικὴ ἔφεση τοῦ ἀτόμου καταδιώξιμη καὶ ἡ θρησκεία σὰν καταδιώξιμο ναρκωτικό, ὅπως ὁρισμένοι ἐξέλαβαν τὴ ρήση τοὺ Μὰρξ «ἡ θρησκεία, ὄπιο τοῦ λαοῦ». […]
Ἀλλὰ ὁ Μὰρξ δίνει σ’ αὐτὴ τὴ ρήση μιὰ ἴσως μονόπλευρη ψυχοκοινωνικὴ ἐξήγηση, παραλείποντας τὴν προερχόμενη ἀπὸ τὴν ὑπαρξιακὴ ἀνησυχία καὶ προβληματισμὸ τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Μὰρξ ἐπιμένει στὴν ἄποψη ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι διαμαρτυρία ἐναντίον τῆς πραγματικῆς κοινωνικῆς ἀπαθλίωσης τοῦ ἀνθρώπου κι ἑπομένως ὁ Μὰρξ δὲν καταδικάζει οὔτε τὴ θρησκεία οὔτε τὸν θρησκευόμενο ἄνθρωπο. Ἡ θρησκεία εἶναι ὁ ἀναστεναγμὸς τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος, σὲ ἕναν κόσμο χωρὶς καρδιά, ἀλλὰ καὶ τὸ βάλσαμό του ὄχι μόνο ἀπέναντι στὴν κοινωνική του δυστυχία καὶ ἀλλοτρίωση ἀλλὰ καὶ ἀπέναντι στὰ ἀνεξήγητα ὑπαρξιακά του προβλήματα.

Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο), Αὐτοδιαχείριση καὶ Σοσιαλισμός, πολιτικὰ κείμενα, ἐκδ. Ἑλληνικὰ Γράμματα, Ἀθήνα 2006

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2020

...τῆς δικαιοσύνης ξένοι


«...ἡ δικαιοσύνη δύσκολα κατορθώνεται, διότι ἄλλοι μὲν λόγῳ ἔλλειψης σύνεσης δὲν μποροῦν νὰ ἀπονείμουν στὸν καθένα τὸ ἴσο, ἄλλοι δὲ ἐπειδὴ κυριαρχοῦνται ἀπὸ πάθη ἀφανίζουν τὸ δίκαιο, ὅταν καταφρονοῦν τοὺς φτωχούς, καὶ δὲν ἐλέγχουν τοὺς ἄδικους ἐξουσιαστές».

Μέγας Βασίλειος, Εἰς τὴν ἀρχὴν
τῶν Παροιμιῶν, 8, 3-7


«Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ λέει ὅτι κάτι εἶναι δικό του, κατέστησε τὸν ἑαυτό του ξένο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος δίδαξε καὶ διὰ τῶν λόγων καὶ διὰ τῶν ἔργων του νὰ προσφέρουμε τὴ ζωή μας γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε, πόσῳ μᾶλλον τὴν περιουσία».
Μέγας Βασίλειος, Ὅροι κατ’ ἐπιτομήν,
ἐρώτησις 87