(ὁ πρεσβύτερος
υἱὸς) δὲν τὸν ὀνομάζει καμιὰ φορὰ οὔτε τὸν βλέπει σὰν πατέρα, ἀλλὰ σὰν ἀφεντικό,
καὶ μάλιστα ἄδικο. Τὸν ἑαυτό του τὸν ὑποτιμᾶ, τὸν βλέπει σὰν μισθωτὸ δοῦλο.
Μέσα σ’ ὅλην αὐτὴ
τὴ νομικιστικὴ σχέση δικαιώνει ἐξ ὁλοκλήρου τὸν ἑαυτό του καὶ καταδικάζει ἀπόλυτα
τὸν πατέρα του.
«Ο ὐ δ έ π ο τ ε
ἐντολήν σου παρῆλθον». Εἶμαι ἐν τάξει πάντοτε. Εἶμαι ἄμεμπτος. Ποτὲ δὲν ἔσφαλα
σὲ κάτι.
Ἐσὺ ἀντίθετα εἶσαι
ὁλοκληρωτικὴ ἀποτυχία. «Ο ὐ δ έ π ο τ ε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ».
Ἐγὼ οὐδέποτε ἔκαμα
κάτι κακό. Ἐσὺ οὐδέποτε ἔκαμες κάτι καλό.
Τὸν ἀδελφό του
δὲν τὸν ὀνομάζει ἀδελφό, ἀλλὰ γιὸ τοῦ πατέρα του. Καὶ τὸ σφάλμα τοῦ νεωτέρου,
ποὺ δὲν τὸ ἔχει διορθώσει, δὲν εἶναι ὅτι πρόσβαλε τὸν πατέρα του, ἀλλὰ ὅτι ξόδεψε
χρήματα, κατέφαγε περιουσία. Καὶ αὐτὸς πρῶτος καὶ μόνος κατηγορεῖ τὸν ἀδελφό
του ὅτι κατέφαγε τὴν περιουσία «μ ε τ ὰ π
ο ρ ν ῶ ν». […]
Αὐτὸς μὲ σίγουρους
συλλογισμοὺς καὶ ἀτράνταχτα ἐπιχειρήματα ἀνατρέπει ὅλα. Τὰ ἀποδεικνύει ἀπαράδεκτα.
Βρίσκει ἐνόχους καὶ καταδικαστέους, ὅσους συνέπραξαν γιὰ μιὰ τέτοια γιορτή· γιὰ
ἕναν παράδεισο, ὅπου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἐπιστρέψει, νὰ σωθῇ, νὰ ζήσῃ· […] Τοῦ
εἶναι ξένο καὶ ἀπαράδεκτο τὸ γεγονός, ὁ Θεὸς νὰ ἀγκαλιάζη τὸν ἄσωτο ποὺ μετανοεῖ
καὶ νὰ τοῦ χαρίζη «τὴν στολὴν τὴν πρώτην». Δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθῆ αὐτὴ τὴν ἀδικία,
αὐτὴ τὴν προσβολὴ πρὸς τὴν «ἀλήθεια», τὴ «δικαιοσύνη». […]
«Τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι»: Ὑπολογίζει τὸν
χρόνο, τὴν κτίση· ὄχι τὴν αἰωνιότητα, τὴν ἄκτιστη χάρη, ποὺ μιᾷ ροπῇ κάνει θεολόγο
τὸν ληστὴ ποὺ μετανοεῖ.
Κατηγορεῖ τὸν ἀδελφό
του γιὰ ἀσωτεία καὶ ἀνταρσία καὶ ὁ ἴδιος δὲν ὑπακούει στὸν πατέρα του. Ἐνῶ
διαλαλεῖ τὴν διαρκῶς ἄψογη στάση του - «οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον» - τὴν ἴδια
στιγμὴ ὄχι ἐντολὴ αὐστηρὴ γιὰ δουλειὰ ἀρνεῖται, ἀλλὰ παράκληση πατρικὴ γιὰ
συμμετοχὴ σὲ οἰκογενειακὴ χαρὰ καταπατεῖ.
Ἀρχιμ. Βασιλείου
Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων, Ἡ
παραβολὴ τοῦ ἀσώτου ὑιοῦ, ἐκδ. Δόμος, 21995