Ἡ γαλλικὴ
μαρξιστικὴ Ἐπιθεώρηση La Pensée τῶν ἐκδόσεων “Espaces Marx”, τεῦχος 322
(Ἀπρίλιος -Ἰούνιος 2000) ἦταν ἀφιερωμένη στὸ μέγα θέμα τοῦ Χριστιανισμοῦ (Christianismes).
[…] Στὴν Εἰσαγωγή, ὁ
Διευθυντὴς τῆς Ἐπιθεωρήσεως –κυκλοφορεῖ ἤδη ἀπὸ τὸ 1939- Antoine Cazanova, ἐπισημαίνει ὅτι στὸ σταυροδρόμι τῶν τεραστίων μεταβολῶν ποὺ βρίσκεται σήμερα ἡ ἀνθρωπότης, ἡ πίστις στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς ἐνανθρωπήσαντα καὶ σταυρωθέντα, ἀπὸ τὶς δυνάμεις τῆς
Ἐξουσίας, Θεό, οἱ Μακαρισμοὶ καὶ ἡ
ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία ἀποτελοῦν πηγὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι ἀντλοῦν ἐλπίδα καὶ δύναμη στοὺς ἀγῶνες τους γιὰ εἰρήνη, ἐλευθερία καὶ
δικαιοσύνη.
[…] Ὁ Michael Löwy, φιλόσοφος, ἐρευνητὴς καὶ
πολιτειολόγος, ἀναφερόμενος στὸ θέμα «Μαρξισμὸς καὶ Θρησκεία», ἀρχίζει μὲ τὴ
γνωστὴ φράση ὅτι «ἡ θρησκεία εἶναι τὸ ὄπιο τοῦ λαοῦ». Φράση ποὺ ἔχει ἀποτελέσει
τὴν πεμπτουσία τῆς μαρξιστικῆς ἀντιλήψεως γιὰ τὸ θρησκευτικὸ φαινόμενο. Ἡ φράση
αὐτὴ ὅμως, ὅπως δέχεται ὁ συγγραφεύς, εἶναι προμαρξιστικὴ καὶ δὲν ἐκφράζει κάτι
τὸ ἰδιαίτερα μαρξιστικὸ (n’
a rien de spécifiquement marxiste). […]
Ἀπὸ τὸ 1843 ὁ Moses Hess, στὰ δοκίμιά του,
δέχεται ὅτι ἡ «Ἡ θρησκεία μπορεῖ νὰ καταστήσει ὑποφερτὴ τὴ δυστυχισμένη
συνείδηση τῆς σκλαβιᾶς, ὅπως τὸ ὄπιο εἶναι μεγάλη βοήθεια στοὺς πόνους τῆς
ἀρρώστιας». Τέλος ὁ Μὰρξ στὸ ἔργο του
«Συμβολὴ στὴν Κριτικὴ τῆς Φιλοσοφίας τοῦ Χέγκελ» (1844), ὅπως γράφει ὁ Löwy, δέχεται ὅτι ἡ θρησκεία εἶναι ὁ ἀναστεναγμός, ἡ ἀνάσα τῆς καταπιεσμένης ὑπάρξεως, ἡ
καρδιὰ ἑνὸς κόσμου χωρὶς καρδιά, εἶναι τὸ πνεῦμα σὲ μιὰ κατάσταση
πραγματικότητας χωρὶς πνευματικότητα. «Βλέπουμε λοιπόν, γράφει ὁ Löwy, ὅτι ἡ φράση αὐτὴ τοῦ Μὰρξ δὲν
ἑρμηνεύεται ἀπὸ τοὺς σοβαροὺς ἑρμηνευτὲς ὅτι ἡ θρησκεία συμβάλλει στὴν
ἀποβλάκωση τῶν Λαῶν». […]
Ἀντιθέτως, ὁ
Φρήντριχ Ἔνγκελς, ἂν καὶ ἀπεδέχετο τὶς ὑλιστικὲς καὶ ἀθεϊστικὲς ἀντιλήψεις τοῦ
Μάρξ, ἴσως λόγῳ τῆς «εὐσεβιστικῆς» ἀγωγῆς του, ἐπέδειξε μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον
γιὰ τὰ θρησκευτικὰ φαινόμενα καὶ τὸν ἱστορικό τους ρόλο καὶ γι’ αὐτὸ ἀσχολήθηκε
μὲ τὶς κοινωνικὲς ἀπαρχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ, τῆς πρώτης θρησκείας ποὺ κατέστη,
κατὰ τὸ δυνατόν, παγκόσμιος.
Οἱ πρώτοι
Χριστιανοὶ εἶναι παρόντες καὶ ἐμπνέουν ὅλα τὰ λαϊκὰ ἐπαναστατικὰ κινήματα ἀπὸ
τὸν μεσαίωνα μέχρι τὴν ἐπανάσταση τῶν Γερμανῶν ἀγροτῶν καὶ ἐργατῶν καὶ τῶν
κομμουνιστικῶν ἐπαναστάσεων στὴ Γαλλία. Ἐξ ἄλλου διαπιστώνει ἕναν δομικὸ
παραλληλισμὸ μεταξὺ τῶν πρώτων Χριστιανῶν καὶ τοῦ σοσιαλισμοῦ. Ὁ Θωμᾶς Μύντσερ,
θεολόγος καὶ ἡγέτης τῶν ἐπαναστημένων ἀγροτῶν τοῦ XVI ἐπεδίωκε τὴν
ἄμεση ἐγκαθίδρυση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία κατὰ τὸν Ἔνγκελς, θὰ ἦταν μιὰ
κοινωνία ἀταξικῆ, χωρὶς περιουσία καὶ χωρὶς κρατικὴ ἐξουσία.
Ὁ Κὰρλ Κάουτσκυ, ὁ θεωρητικὸς τῆς γερμανικῆς σοσιαλδημοκρατίας καὶ τῆς Β' Διεθνοῦς, ὑπῆρξε ἴσως ὁ πρῶτος μαρξιστής, ὁ ὁποῖος στὸ βιβλίο του Der ursprung des christianismus (Ἡ Ἀπαρχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ) τὸ 1908, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ χριστιανικὸ μήνυμα καὶ τὴν προσωπικότητα τοῦ Ἰησοῦ ἐμμένοντας στὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον (10, 34) «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν».
Ἀνεξαρτήτως
τῶν στερεοτύπων θέσεων τῶν μαρξιστῶν ἔναντι τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου,
ἀπόψεις ὅπως ἐκτίθενται στὸ ἀφιέρωμα πείθουν ὅτι εἶναι ἀποτέλεσμα σοβαρῆς καὶ
προσεγμένης προσεγγίσεως τῶν θεμάτων μὲ συναίσθηση πνευματικῆς εὐθύνης.
Μπορεῖ νὰ μὴν
χρησιμοποιοῦν ὅρους ὅπως «ὁ Κύριος» ἢ ὁ «Σωτήρας», ἢ νὰ μὴν θεωροῦν τὸν Χριστὸ
ὡς Θεό, δὲν ἀσκοῦν ὅμως κριτικὴ μὲ φανατισμὸ καὶ ευτελῆ συνθηματολογικὰ
ἀποφθέγματα, οὔτε ἐκφράζουν τὴν ἀπιστία τους μὲ αὐτάρεσκη αὐτοπεποίθηση καὶ
εἰρωνικὴ κριτική. […]
Ἄκις
Λαμπρόπουλος, Γάλλοι μαρξιστὲς γιὰ τὸν
Χριστιανισμό, περ. Ἄρδην, τ. 36, Ἰούλιος 2002