Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

Τριαδικότητα καὶ κοινωνικὴ ἀπελευθέρωση

 

Ὀλιβιὲ Κλεμάν: […] νομίζω ὅτι ἡ τραγωδία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἦταν ὅτι ἔχασε τὴ μυστηριακὴ διάστση τοῦ κοινωνικοῦ. Στοὺς δύο πρώτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κοινωνικὴ διάσταση ἦταν σὰν ἕνα «μυστήριο τοῦ ἀδελφοῦ».

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀσχολήθηκαν πολὺ μὲ τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα χωρὶς νὰ ἀπολυτοποιοῦν τὸ κοινωνικό, ἀλλὰ βλέποντάς το σὰν μιὰ πτυχὴ τῆς ἀγάπης ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο.

Τὸ πρόβλημα ὅμως εἶναι γιατὶ ἐμφανίστηκε ὁ ἄθεος σοσιαλισμός; ἀκριβῶς γιατὶ οἱ χριστιανοὶ ἔχασαν τὴν ἔννοια τοῦ «μυστηρίου τοῦ ἀδελφοῦ», δίνοντας τὴ δυνατόττα νὰ ἐμφανιστοῦν οἱ Σοσιαλιστὲς καὶ οἱ Κομμουνιστὲς καὶ νὰ ἀπολθυτοποιήσουν τὸ κοινωνικὸ μέρος, μὲ τὶς γνωστὲς συνέπειες. […]

Ἐρώτηση: Ὑπάρχουν ἀναρχικοὶ ποὺ ἀντιδροῦν στὸ σημερινὸ ἀπρόσωπο καὶ ἀνέραστο κοινωνικὸ κατεστημένο. Μποροῦν οἱ ἀντιδράσεις αὐτὲς νὰ ἰδωθοῦν μέσα ἀπὸ μιὰ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη τῆς ζωῆς;

Ὀλιβιὲ Κλεμάν: Θὰ ἔλεγα πὼς ναί ἀλλὰ ἐν μέρει. Μὲ τὸν ὅρο ἡ ἀναρχία νὰ μὴ πέφτει σὲ ἕνα συνηθισμένο σὲ ὅλους μας σφάλμα, ποὺ εἶναι μεγάλος πειρασμός: τὸ μίσος καὶ τὴν καταστροφή. Νὰ γίνει δηλαδὴ κατανοητὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ συμβιώσουν σὲ μιὰ κοινωνία παρὰ μόνο μὲ τὴν ἀγάπη. Ὄχι ἀγάπη μὲ τὴ συναισθηματικὴ ἔννοια
, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἔννοια θεολογικὴ-ὀντολογική. Τὴ βεβαιότητας ὅτι στὴν πραγματικότητα ὑπάρχει ἕνας μόνον ἄνθρωπος μὲ πλῆθος προσώπων.

Αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση τὸ Μάη τοῦ ’68 εἶναι ἡ ἀντίθεση ἀνάμεσα στὶς μαῦρες (ἀναρχικοὶ) καὶ τὶς κόκκινες σημαῖες (κομμουνιστὲς). […] Τὸ κόκκινο λοιπὸν ἀναζητεῖ τὴν ἑνότητα, μέσα ὅμως ἀπὸ τὴν παραγνώριση τοῦ προσώπου. Τὸ μαῦρο ἀναζητεῖ τὸ πρόσωπο, μέσα ὅμως ἀπὸ τὴν αὐθαιρεσία τοῦ ἀτόμου. Ἡ μόνη ἀπάντηση σ’ αὐτὰ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδας.

 

Ὀλιβιὲ Κλεμάν, Ὀρθοδοξία καὶ πολιτική, ἐκδ. Μήνυμα, 1985

 

 

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024

ἡ τρέλα τῆς ἐνανθρώπησης

 


ΜΠΑΡΙΟΝΑ:  (Μόνος) Ἕνας θεὸς στὸ σῶμα ἑνὸς ἀνθρώπου! Τὶ παραμύθι! Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει κανένας ἄνθρωπος θεός. Οἱ θεοὶ ζοῦν στὸν οὐρανὸ κι ἀσχολοῦνται μὲ τὴν εὐχαρίστησή τους. Ἂν ποτὲ τοὺς ἐρχόταν ἡ ἐπιθυμία νὰ κατέβουν στὴ γῆ, θὰ ἔπαιρναν κάποια φωτεινὴ καὶ φευγαλέα ὄψη σὰν κάποιο πορφυρὸ σύννεφο ἢ μιὰ ἀστραπή. Ἕνας θεὸς θὰ μετουσιωνόταν ποτὲ σὲ ἄνθρωπο; Τὸ πολὺ πολὺ νὰ κοιτοῦσε ἐκστατικά, μέσα ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς δόξας του, τὶς ψεῖρες ποὺ τρέχουν στὴ γερασμένη κρούστα τῆς γῆς καὶ τὴ λερώνουν μὲ τὰ περιττώματά τους, καὶ νὰ ἔλεγε: «Θὰ ἤθελα ἄραγε νὰ εἶμαι ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ σκουλήκια;» Ἀφῆστε με νὰ γελάσω. Ἕνας θεὸς θὰ καθυποβαλλόταν σὲ ἀνθρώπινη γέννηση, θὰ ζοῦσε ἐπὶ ἐννέα μῆνες μέσα σὲ ματωμένα σπλάχνα; […] Ἂν μποροῦσε ἕνας θεὸς νὰ γίνει ἄνθρωπος γιὰ μένα, θὰ τὸν ἀγαποῦσα καὶ θ’ ἀπέρριπτα ὅλους τοὺς ἄλλους. Θὰ ὑπῆρχε κάτι σὰν δεσμὸς αἵματος ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ σ’ ἐκεῖνον. Θὰ προσπαθοῦσα στὸ ὑπόλοιπο, τὸ λίγο τῆς ζωῆς μου ποὺ μοῦ ἀπομένει, νὰ τοῦ ἀποδείξω τὴν εὐγνωμοσύνη μου. Ὁ Μπαριονὰ δὲν εἶναι ἀχάριστος. Ὅμως, ποιὸς θεὸς θὰ ἦταν τόσο τρελός, ὥστε νὰ κάνει κάτι τέτοιο; Σίγουρα ὄχι ὁ δικός μας. Πάντοτε ἔδειχνε νὰ κρατᾶ τὶς ἀποστάσεις. […] Ἕνας θεός-ἄνθρωπος, ἕνας θεὸς φτιαγμένος ἀπὸ τὴ δική μας εὐτελῆ σάρκα. Ποιὸς θεὸς θὰ δεχόταν τὴν πικρὴ γεύση ποὺ ὑπάρχει στὰ χείλη μας ὅταν αἰσθανόμαστε τὴν ἐγκατάλειψη; Ποιὸς θεὸς θὰ δεχόταν ἐξαρχῆς νὰ ὑποφέρει ὅσα ἐγὼ ὑποφέρω σήμερα; Ἐλᾶτε, τώρα, αὐτὸ εἶναι τρέλα.

 


Ζάν - Πὼλ Σάρτρ, Μπαριονὰ ἢ γιὸς τῆς βροντῆς, μτφρ. Ἐλίνα Νταραγκλίτσα, ἐκδ. Αἰγόκερως 2008