Μικὲλ Χερνάντεζ |
Ἄν, ἀπ’ ὅλα τὰ ὄντα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι
«τὸ μόνο πλάσμα ποὺ γεννήθηκε γιὰ νὰ εἶναι ἐλεύθερο», ἂν εἶναι, ἐκ φύσεως, ὂν ταυτισμένο
μὲ τὴν ελευθερία, τότε ἡ ἀπώλεια τῆς ἐλευθερίας πρέπει νὰ ἐπιδρᾶ στὴν ἴδια τὴν ἀνθρώπινη
φύση: ὁ ἄνθρωπος ἀποφυσικοποιεῖται, ἀλλάζει φύση. Ἀναμφίβολα, δὲν διαθέτει μιὰ
ἀγγελικὴ φύση. Ἡ ἀποφυσικοποίηση δὲν πραγματοποιεῑται πρὸς τὰ πάνω, ἀλλὰ πρὸς τὰ
κάτω, εἶναι μιὰ παλινδρόμηση. Ἀλλὰ τότε, πρόκειται γιὰ μιὰ πτώση στὴ ζωικότητα;
Μὲ τίποτα, γιατὶ παρατηρεῖται ὅτι τὰ ζῶα δὲν ὑποδουλώνονται στ’ ἀφεντικά τους, παρὰ
μόνο λόγῳ τοῦ φόβου ποὺ αὐτὰ τοὺς εμπνέουν. Οὔτε ἄγγελος οὔτε κτῆνος, τίποτα ἀπ’
αὐτά, ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος ἀποφυσικοποιημένος. Κυριολεκτικὰ τὸ ἀκατανόμαστο. Ἐξ οὗ ἡ
ἀναγκαιότητα μιᾶς νέας ἰδέας γιὰ τὸν ἄνθρωπο, μιᾶς νέας ἀνθρωπολογίας. […] Ἡ ἀποφυσικοποίηση
ἀποκλείει τὴν ἀνάμνηση τῆς ἐλευθερίας καί, κατὰ συνέπεια, τὴν ἐπιθυμία ἐπανάκτησής
της.
Ἐτιὲν ντὲ Λὰ Μποεσί, Πραγματεία περὶ ἐθελοδουλείας, μτφρ. Παναγιώτης Καλαμαρᾶς, ἐκδ. Πανοπτικὸν