Καὶ θὰ σᾶς ρωτοῦσα, ἂν δὲν σᾶς φαίνεται αὐτὸ τερατῶδες, ὅτι ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶστε ἔργο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχετε λάβει τὶς ψυχές σας ἀπὸ Αὐτὸν καὶ ἀνήκετε ὁλόκληροι στὸν Θεό, νὰ εἶστε ὑποταγμένοι σὲ ἕναν ἄλλο κύριο, καί, τὸ πιὸ σημαντικό, νὰ ὑπηρετεῖτε τὸν τύραννο ἀντὶ τοῦ νόμιμου Βασιλιᾶ - τὸν κακὸ ἀντὶ τοῦ καλοῦ; Διότι, στὸ ὄνομα τῆς ἀλήθειας, ποιὸς λογικὸς ἄνθρωπος γυρίζει τὴν πλάτη στὸ καλὸ καὶ προσκολλᾶται στὸ κακό; Τὶ λοιπὸν εἶναι αὐτὸς ποὺ φεύγει ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ συναναστραφεῖ μὲ δαίμονες; Ποιός, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει γιὸς τοῦ Θεοῦ, προτιμᾶ νὰ εἶναι σὲ δουλεία;
Αὐτὸ εἶναι μία ἀπὸ τὶς πιὸ μαχητικὲς πατερικὲς ἀξιώσεις ὑπὲρ τῆς θεμελιώδους ἰσότητας ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὴ ἡ ἰσότητα βασίζεται ἀκριβῶς στὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔχουν ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ὄντα ὡς «εἰκόνες τοῦ Θεοῦ». Κατὰ συνέπεια, ἡ ὑποταγή τους σὲ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη ἢ ἄλλη ἐξουσία, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό, τοὺς ὑποτάσσει σὲ κάποιον/κάτι κατώτερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τὸν ἴδιο, γεγονὸς ποὺ τελικὰ ὁδηγεῖ στὴν εἰδωλολατρία. Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Κλήμεντος γιὰ τὶς ἀνθρώπινες κοινωνικὲς πραγματικότητες (συμπεριλαμβανομένης τῆς θρησκευτικῆς εἰδωλολατρίας) ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς ὑπέρτατης ἐξουσίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο παραμένει ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἰσχυρὰ χριστιανικὰ ἐπιχειρήματα ὑπὲρ κάποιας μορφῆς ἀναρχίας ὡς προσέγγιση στὸ πολιτικό.
Ὁ Τερτυλλιανός, ποὺ προσέφερε μιὰ
τόσο εὔγλωττη δικαιολόγηση γιὰ τὴν ἐξισορρόπηση τῆς κρατικῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ
οὐράνιου βασιλείου, ἦταν, ταυτόχρονα, ὁ δημιουργὸς μιᾶς ἀπὸ τὶς πιὸ ἰσχυρὲς
ἀντικρατικὲς θέσεις στὴν ἱστορία τῶν «πρωτο-αναρχικῶν» πολιτικῶν θεολογιῶν. Ὁ
συγγραφέας τοῦ διάσημου ρητοῦ «credo», ὁ Τερτυλλιανός, προσπάθησε νὰ
προστατεύσει καὶ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὸν ριζοσπαστικὸ χαρακτήρα τοῦ Χριστιανισμοῦ
σὲ σχέση μὲ «αὐτὸν τὸν κόσμο». Σὲ ἀντίθεση μὲ πολλοὺς ἄλλους χριστιανοὺς
συγγραφεῖς, ὁ Τερτυλλιανὸς ἀπορρίπτει τὴ στρατιωτικὴ θητεία. Ἀγκαλιάζοντας τὴ
λογικὴ ὅτι «κανεῖς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπηρετεῖ δύο κυρίους» (Ματθαίος 6:24), ὁ
Τερτυλλιανὸς ἐπιβεβαιώνει τὸν ριζοσπαστισμὸ τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος,
φέρνοντάς το στὴν λογική του συνέπεια ἀπορρίπτοντας τὸ κράτος καὶ τὴ νομιμότητα
τῆς ἐξουσίας του. Στὴν Ἀπολογία του, ὁ Τερτυλλιανὸς ἰσχυρίζεται:
Ἐμεῖς,
ὡστόσο, τοὺς ὁποίους ὅλες οἱ φλόγες τῆς δόξας καὶ τῆς λαμπρότητας ἀφήνουν
ἀδιάφορους, δὲν ἔχουμε ἀνάγκη νὰ ἀνακατευόμαστε· τίποτα δὲν εἶναι πιὸ ξένο σὲ
ἐμᾶς ἀπὸ τὸ κράτος (res publica). Ἕνα κράτος γνωρίζουμε, τοῦ ὁποίου ὅλοι εἶναι
πολῖτες - τὸ σύμπαν.