Στὴν Ἑλλάδα τοῦ 19ου αἰώνα οἱ ἀναρχικὲς ὀμάδες δὲν ἀσχολήθηκαν
ἰδιαίτερα μὲ τὴν Ἐκκλησία γιατὶ οἱ ἱερεῖς ἦταν σάρκα ἀπὸ τὴν σάρκα τοῦ λαοῦ, καθὼς
δὲν πληρώνονταν ἀπὸ πουθενὰ καὶ τοὺς ζοῦσε τὸ χωριό. Γι’ αυτὸ καὶ οἱ Ἕλληνες ἀναρχικοὶ
τοῦ 19ου αἰώνα ἔχουν ἕναν ἅγιο νὰ τοὺς προστατεύει. Εἶναι ὁ ἅγιος Νέστωρας ποὺ ὑπῆρξε
παλαιστὴς καὶ στενὸς φίλος τοῦ ἁγίου Δημητρίου προστάτη τῆς Θεσσαλονίκης. Ὁ ἅγιος
Δημήτριος γεννήθηκε τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. στὴ Θεσσαλονίκη. Οἱ γονεῖς
του ἦταν εὐλαβεῖς καὶ εὐκατάστατοι. Ὁ «εὐσεβέστατος» Δημήτριος, ἀνατράφηκε ἐν παιδείᾳ
καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου καὶ ἀναδείχθηκε «διδάσκαλος τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ». Σὰν
χριστιανὸς τῆς τότε ἐποχῆς δὲν ἀναγνώριζε ἐξουσίες. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη πῆγε στὴ
Θεσσαλονίκη ὁ αὐτοκράτορας Μαξιμιανὸς (296 ἢ 306), προκειμένου νὰ ἀπολαύσει τοὺς
ἀγῶνες ποὺ διεξάγονταν μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς νίκης τῶν Ρωμαίων κατὰ
τῶν Σκυθῶν. Στὴν ὑποδοχὴ δὲν παραβρέθηκε ὁ ἅγιος Δημήτριος παρόλο ποὺ ἦταν
δούκας τῆς Θεσσαλονίκης γιατὶ σὰν γνήσιος χριστιανὸς δὲν ἀναγνώριζε θεσμοὺς καὶ
ἐξουσίες. Ἦταν «ἀναρχικός». Τότε ἔδωσε διαταγὴ νὰ φυλακιστεῖ ὁ Δημήτριος. Στοὺς
ἀγῶνες λάμβανε μέρος καὶ ἕνας μεγαλόσωμος αἀθλητής, ὁ Λυαῖος, ὁ ὁποῖος εἶχε
μεγάλη φήμη γιὰ τὶς ἱκανότητές του στὸ ἄθλημα τῆς πάλης. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Λυαῖος
προκαλοῦσε τὰ πλήθη νὰ παλέψουν μαζί του, ἕνας ἀπὸ τοὺς φίλους τοῦ Δημητρίου, ὁ
Νέστωρας, ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ ἁγίου, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν Λυαῖο.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος πράγματι εὐλόγησε τὸν Νέστωρα σφραγίζοντάς τον στὸ πρόσωπο μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τίμιου σταυροῦ καὶ λέγοντάς του: «καὶ τὸν Λυαῖο θὰ νικήσεις καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ θὰ μαρτυρήσεις». Ἡ μάχη μὲ τὸν Λυαῖο δὲν γινόταν μὲ τὰ χέρια, ἀλλὰ μὲ μαχαίρια. Μὲ τὸ πρῶτο χτύπημα ὁ Λυαῖος ἔπεσε νεκρός. Τὸ μαχαίρι τοῦ Νέστωρα τὸν χτύπησε κατευθείαν στὴν καρδιά.
Γιατὶ ὅπως θὰ ἀποφανθεῖ ὁ συντάκτης τῆς ἀναρχικῆς ἐφημερίδας
«Φῶς» τοῦ Πύργου, «οἱ ἀναρχικοὶ πάντοτε έγνώριζον νὰ μεταχειρίζονται καλῶς τὸ
ἐγχειρίδιον», (Νέον Φῶς 1.1.1898, φ.5, σ.2-3).
